Ήρθανε δίσεκτοι καιροί και βουλισμένοι χρόνοι
και κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Παρθένα Παναγία μου, τον κόσμο μας σπλαχνίσου
και κάμε μια παράκληση σε γιο και σε πατέρα,
μπα να γνοιαστούν, να λυπηθούν και να τονε λυτρώσουν.
Και τα στοιχειά αγριέψανε κι αράδα – αράδα πάνε
γυρωκυκλώσανε τη γη να τηνε καταπιούνε
κι ο κόσμος τέθοιο κίντυνο δε γνώρισε ποτές του…
Τη δύναμή ντ’ αναμετρά τση σκοτεινιάς ο δράκος
κι ανίκητος κι αγδίκιωτος, βρουχάται διαγουμίζει
κι αγάλι αγάλι χάνεται η ομορφιά του κόσμου.
Παρθένα Παναγία μου με το μοναχογιό σου
γη, ουρανό και θάλασσα, ‘ποχαιρετά η ζήση
σ’ άπατο χάος πέφτουμε γοργό και βοηθάτε!!
Ο κόσμος ο πολύπαθος, του Χάρου πάει πεσκέσι
και μαύρη πέτρα πίσω του στο μισεμό του ρίχνει…
Νύχτα, βαθιά μεσάνυχτα, μετρώ και συλλογούμαι
του κόσμου μας τα βάσανα και ράισε η καρδιά μου.
Αλήσμονις απάνω σου μαυροπαντέρμη ζήση
αστροφωθιά ‘σαι σημερνή, μα αυριανή δεν είσαι…
Επήρες τον κατήφορο και τη νεροτσουλήθρα
κι α σε λυτρώσει ο Λυτρωτής, απού μπορεί κι ορίζει
κι η Παναγιά το σπλάχνο τζη ανέν παρακαλέσει
κι α σφαλιχτεί στα λόγια μου δεν είναι η καρδιά τζη
δεν θα ‘ναι άπιαστο πουλί και νέφαλο κι ελπίδα…
Κόντρα του πάμε του Θεού κι ήπιε πολύ φαρμάκι
ειδωλολάτρες κι υλιστές, χρόνια και χρόνια τώρα
λόγιαζε ‘δα μ’ ίντα καρδιά, τ’ αθρώπου θα συντράμει
να διασκορπίσει η καταχνιά κι η μπόρα να περάσει.
Του Χάρου του αχόρταγου, το πόρτεγο να κλείσει
και τσι βαριές λαβωμαθιές του κόσμου μας να γιάνει.
Να ξημερώσει μιαν αυγή, να ξαναφέξει ο ήλιος
και να ‘ν’ ο κόσμος όμορφος, αγγελικά πλασμένος
ως τονε ρέχτει ο ποιητής, για να τονέ παινέσει.
Ν’ αποχορτάσει το θεριό τ’ ανθρώπινο το αίμα…
Ω Παναγία Δέσποινα, γλυκιά του κόσμου ελπίδα
δώσε του λίγη δύναμη να βγει να ξεκορφίσει…
Πανόμορφο Χρόνια πολλά βοήθεια μας