Σε τούτη την εποχή -τέλος της δεκαετίας το είκοσι- τα μικρά κορίτσια δεν χαϊδεύουν με τα ροδαλά ή χλωμά χεράκια τους κούκλες, μόνο.
Aν έχουν την τύχη, να μπορούν να παίζον, θα προτιμήσουν άλλα παιχνίδια, από πολύ νωρίς. Δεν θα νοιάζονται, αν το κεφαλάκι της μελαχρινής ή της ρούσας κούκλας ξεκόλλησε από το λαιμό της. Αν το αγαπημένο ζωάκι, με την βελούδινη αφή, έχασε τα χαρακτηριστικά του. Ασχολούνται με ηλεκτρονικούς «πειρασμούς» και παιχνίδια – καθόλου ελκυστικά για τους παλαιότερους. Στην καλύτερη περίπτωση, αν έχουν ταλέντο, επιδίδονται σε ευγενείς ασχολίες.
Η Λένια, έπαιξε με κούκλες, όμως, δεν περιορίστηκε μόνο σ΄αυτές. Γεννήθηκε με το χάρισμα να τραγουδά όμορφα, τόσο όμορφα, που δεν αργησε να γίνει μέλος της χορωδίας της πόλης, στην κατάλληλη ηλικία.
Υπήρξε χαρούμενο παιδάκι, δραστήρια έφηβη και ενδιαφέρουσα νεαρή κοπέλα, αργότερα. Έπαψε να βυθίζει το βασιλεμένο βλέμμα της, σε μεταξένια όνειρα, όταν αντάμωσε κάποιον, που πίστεψε πως θα ζωντάνευε ένα. Αυτό που οι κοπέλες προσδοκούν, με την ελπίδα επιθυμητής ευόδωσης. Για να δημιουργήσουν δικό τους σπιτικό, δική τους οικογενειακή ζωή, με τον άνθρωπο – όπως πιστεύουν – της ζωής τους.
Ένωσαν, ¨ενώπιον θεού και ανθρώπων¨, τη μοίρα τους δύο νέοι άνθρωποι, που νόμιζαν πως έφτανε η θέληση τους γι΄ αυτόν τον γάμο. Το πολυτιμότερο απόκτημα από αυτήν την ένωση – δύο αγόρια – ολοκλήρωσαν την αποστολή της γυναικείας φύσης της, όμως, δεν δικαίωσαν τις ανθρώπινες προσδοκίες της. Δεν πήγε καλά ενώ φάνηκε, στην αρχή, πως δεν θα υπήρχαν αξεπέραστες δυσκολίες. Χώρισε.
Δεν αφέθηκε σε μονότονη μιζέρια και δεν επέτρεψε στον εαυτό της να απομακρυνθεί από τις αγαπημένες συνήθειες και δράσεις της. Μεγάλωνε τα αγόρια της, όσο καλύτερα μπορούσε, βοηθώντας και η καλή εργασία, προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν ενδιαφέρθηκε για συναισθηματικές ανιχνεύσεις. Αφοσιωμένη στα παιδιά της, δεν σκεφτόταν τον εαυτό της, για καιρό. «Εκείνον», τον αντάμωσε και τον αντιμετώπισε διαφορετικά, γνωρίζοντας τον από παλιά, μόλις φάνηκε πως, κάτω από τα φιλικά αισθήματα, κείτονταν άλλα πιο συγκεκριμένα και δυνατά. Αφυπνίστηκαν, αφού ήταν έτοιμος, ίσως, από τον χωρισμό με τον επίσημο σύντροφο της. Τον σύζυγο και πατέρα των παιδιών.
Δεν είχε δεσμεύσεις σε προσωπικό – οικογενειακό επίπεδο. Ίσως, όμως, να φοβόταν να αναλάβει υποχρεώσεις που δεν θα επέτρεπαν ελευθερία κινήσεων στην προσωπική του ζωή.
Την εκτιμούσε, την αποδεχόταν σε πολλά και ως γυναίκα τον συγκινούσε απόλυτα.
Ευχάριστη, ζεστή, τρυφερή, αεικίνητη, μοίραζε το ενδιαφέρον, την αγάπη και την φροντίδα της στα δύο παιδιά και σε ‘κείνον. Κράτησε πολλά χρόνια η σχέση τους. Πάνω από τρεις δεκαετίες. Ολόκληρη ζωή. Η πιο συνειδητοποιημένη περίοδος της ζωής της, ήταν αυτή μαζί του.
Δεν τον έκρινε από τα εξωτερικά στοιχεία που διέθετε, τη γλυκύτητα της φωνής και τη ροή του χειμαρρώδους λόγου. Μέτρησαν όλα, μα, πιο πολύ οι καθαρές προθέσεις του. Μετά από αρκετό διάστημα, η πεποίθηση πως αυτό το ζευγάρωμα ήταν ότι καλύτερο τους συνέβη, ακολούθησαν τον δρόμο κοινού πεπρωμένου.
Δεν θα μπορούσε να είναι κάποιος άντρας πιστός – όσο εκείνος – και γυναίκα πιο αφοσιωμένη στον σύντροφο της, από εκείνη. Δεν ζήτησε, ποτέ, κάτι για προσωπική ικανοποίηση. Δεν πίεσε για επισημοποίηση της σχέσης, στα πέντε, δεκαπέντε, εικοσιπέντε χρόνια, ενώ είχε το δικαίωμα έστω, να το συζητήσει. Δεν θέλησε, ποτέ, να παραπονεθεί, επειδή η μορφή της σχέσης δεν έγινε αποδεκτή από όλους.
Ζούσαν αρμονικά, με όποιες διαφωνίες ενός ζευγαριού, τις όμορφες στιγμές της αγάπης και της συντροφικότητας, αλλά δεν ήταν ξεκομμένοι από τα αγαπημένα πρόσωπα. Πρόσφερε, ο κάθε ένας, τη στήριξη που ένιωθε πως οφείλει, χωρίς να επιβαρύνει τον άλλο.
Μοιράζονταν συζητήσεις, ίσως και αποφάσεις μα, την ευθύνη για τα θέματα, τα προσωπικά, την αναλάμβανε ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Για το δικό τους θέμα, τη βαθειά στέρεη αγάπη τους, την πολυτιμότητα της σχέσης τους, δεν έκανα λόγο, αφού η αποδοχή του ενός από τον άλλο, ήταν ολοκληρωτική. Έτσι έδειχνε και από τα δύο μέρη. Καμία αμφιβολία δεν εσκίαζε τα αισθήματά τους, κανένα σύννεφο δεν σκοτείνιαζε τον ορίζοντά τους. Έτσι φαινόταν!
Αν κάποιοι μπορούσαν να περιγράψουν, τι συνέβαινε στην ψυχή τους, βαθιά – ανομολόγητα, ίσως, κάτι να έβρισκε. Ποτέ, δεν τόλμησε ό ένας για τον άλλο, μόνο, μερικές φορές κάποιοι φίλοι παρότρυναν τον άνδρα να «επιβραβεύσει» την ακριβή του σύντροφο. Οι γυναίκες έχουν – άμα θέλουν – σοβαρά επιχειρήματα για να πείσουν, όμως, οι έξυπνοι άνδρες διαθέτουν πολύ χιούμορ, για να αποφύγουν σκοπέλους. Η υπερηφάνεια της Λένιας δεν καταδέχτηκε να συμβιβαστεί, με κοινωνικές φόρμες και πρότυπα, ακόμη και αν το ήθελε να νοιώσει κάποια καταξίωση, στη δοκιμασμένη με «φωτιά και αμόνι» σχέση της. Αυτό κανονικά, το επιδιώκει ο άντρας. Σφίγγει τη ζώνη της άνεσής του, καταπνίγει τον εγωισμό, τους φόβους και, σίγουρος για το σωστό, χαϊδεύει τα χρόνια μιας ζωής· αυτά τα τριάντα δύο χρόνια, που του πρόσφεραν πολλές – αμέτρητες χαρές, μπορεί- αναπόφευκτα – και κάποιες δοκιμασίες. Πάντα, έφτανε ένα κροτάλισμα από τα φτερά της Αγγελίνας του, για να διαλυθούν. Με ένα βλέμμα, με κάποιο τραγούδι, με ΄κείνο το γέλιο της συγκρατημένης ανεμελιάς, κατάφερνε να αλλάζει τη διάθεση εκείνου. Αστραπιαία…
Πώς να συγκρατήσει την οδύνη από τον σκληρό αποχωρισμό, χωρίς ελπίδα επιστροφής. Ήταν θέμα χρόνου να πάψει να κρατά το χεράκι της, την ώρα που το βασιλεμένο βλέμμα της βυθιζόταν στα σκοτάδια του ύπνου, τώρα πια. Τελείωσαν τα μεταξένια όνειρα. Αρρώστησαν και οι ελπίδες, μαζί με ‘κείνη. Θα μείνει μόνος να σκέπτεται, να θυμάται. Γνωρίζει, πως αυτό που χαρακτηρίζει τον καθένα είναι οι πράξεις του· όχι, τι λαχταρούσε η ψυχή του τι ήθελε και δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει. Τώρα, μπορεί να είναι βέβαιος – καθώς θα αναμετρά τα δικά του λάθη και τις παραλείψεις – πως εκείνη θυσίασε τις αρχές και τις πεποιθήσεις της. Το απέδειξε στα νεανικά της χρόνια, τι ήθελε. Μπορεί να τον παρηγορεί η ιδέα, πως, χωρίς δεσμεύσεις κοινωνικές, οικογενειακές, κρατήθηκαν σε επίπεδο απόλυτης αποκλειστικότητας… Της μεγάλης αγάπης!