«Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα»
Σωκράτης
Γελούσα κι ήθελα να τραγουδήσω μα δυσκολευόμουν. Το κατάλαβαν όμως κάμποσα αηδόνια, πετάξανε γρήγορα κοντά μου κι άρχισαν το δικό τους μεθυστικό σκοπό.
Απολάμβανα τη μελωδία, θαύμαζα την απλοχεριά της ανθισμένης φύσης και σκεφτόμουν, πού είναι κρυμμένες τόσες ομορφιές.
Δυο φτερούγες τότε κροτάλισαν, ένα άσπρο φιλντισένιο στρώμα απλώθηκε μπροστά μου και μια φωνή, σαν σάλπιγγα, με πρόσταξε.
– Ανέβα.
Χαρούμενος, πάτησα στο πιο μαλακό χαλί του κόσμου. Ολο πούπουλα. Ενιωθα βασιλιάς.
Ξάπλωσα και απολάμβανα ένα ταξίδι ανάμεσα ανθισμένα σύννεφα και χρωματιστά τόξα στον ουρανό. Πετούσα πάνω από χαράδρες, βουνοκορφές, ρεματιές και θάλασσες, όταν τα άσπρα σύννεφα μαυρίσανε και τα φτερά που ήταν το σπίτι και το κρεβάτι μου, άρχισαν να βρέχονται. Μια αστραπή έκαψε το ένα φτερό, αίμα φάνηκε, τρόμαξα, με κοίταξε πονεμένα ο κύκνος μου και προσγειώθηκε απότομα στο κατάστρωμα ενός πλοίου.
Πρόσεξα, ο κύκνος τώρα δεν ήτανε αυτό το καλό και περήφανο πουλί, μα ένα μεγάλο βιβλίο, κάτασπρο με πολύχρωμα γράμματα κεντημένα στις φτερούγες που όμως δεν ήτανε φτερούγες αλλά φύλλα από μεταξωτό χαρτί ή πάπυρο και λάμπανε στον χρυσαφένιο ήλιο. Συννεφάκια πλέανε χαρούμενα στο γαλάζιο ουρανό, μια γλυκιά μουσική χάιδευε τα αυτιά μου και όλα θυμίζανε μια παραμυθένια πολιτεία.
Γιατί στο μεγάλο καράβι που στεκόμουνα ευτυχισμένος, ήτανε και κουκλίστικα σπίτια πολύ όμορφα, από ζαφείρια κι αμέθυστο οι τοίχοι κι αντί για κεραμίδια είχανε ρουμπίνια. Τα μικρά παράθυρα ήτανε από ακριβό κρύσταλλο κι αστράφτανε πάνω χιλιάδες αχτίνες πολύχρωμες σαν αμέτρητα ουράνια τόξα. Κι ολόγυρα, πρίγκιπες και πανέμορφες πριγκίπισσες στολισμένες με χρυσάφι και σμαράγδια.
Ήμουν πολύ χαρούμενος, ευτυχισμένος. Άπλωσα το χέρι μου κι αμέσως εμφανίστηκε ένας ωραίος και ρωμαλέος άντρας με χρυσά σιρίτια, ολομέταξα ρούχα και ναυτικό καπέλο γεμάτο μαλαματένια παράσημα. Κρατούσε ένα σπαθί σαν ηλιαχτίδα και με μια κίνηση άνοιξε τη θάλασσα στα δυο κι εμφανίστηκε ολόκληρη η γη να περιστρέφεται.
Κι είδα τον εαυτό μου στα χρυσά τυλιγμένο, ίδιο πριγκιπόπουλο, κι ένα άσπρο άλογο με χαίτη και ουρά χρωματιστή να γονατίζει μπροστά μου. Εκεί περίμενε, μα εγώ τα είχα χαμένα. Με σήκωσε τότε ο άντρας και μου έδωσε το αστραφτερό σπαθί του.
– Χάρισμά σου, μου είπε και συμπλήρωσε.
– Είναι για να σε προστατεύει, συντροφιά με τα πουλιά.
Μόλις πήρα το σπαθί στα χέρια μου, ένας καυτός λίβας φύσηξε, με άρπαξε και με έχωσε ανάμεσα σε ένα σμήνος με κάτασπρα γρηγορόφτερα περιστέρια.
Και δίπλα μου, ένας ποιητής της αρχαιότητας καθιστός, οδήγησε το χέρι μου με το σπαθί προς τα περιστέρια που είχανε κουρνιάσει πάνω σε ολόχρυσα φύλλα.
Κάθε φορά που ακουμπούσα ένα περιστέρι, άνοιγε αυτό τα ολόλευκα φτερά του, που όμως δεν ήτανε φτερά παρά τα ανοιγμένα φύλλα ενός μεγάλου βιβλίου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τα γύριζε μαλακά και αργά να προλαβαίνω να βλέπω θαυμαστές λεπτομέρειες.
Ενα απίστευτο θέαμα απλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση. Ζωντανές εικόνες και σκηνές από διάφορα μέρη του κόσμου. Κάθε βιβλίο κι άλλο εξωτικό τοπίο.
Ηταν σαν να ταξίδευα ο ίδιος σε ολόκληρη την οικουμένη. Χαβάη, Ελλάδα, Σιγκαπούρη, Δανία, Αλάσκα, Μπαχάμες, Παρθένα νησιά, παντού.
Κι όχι μόνο αυτά, αλλά ζωάκια κάθε είδους, και πουλιά και λουλούδια και σιντριβάνια με νούφαρα και χρυσόψαρα είχανε στήσει ένα παράξενο χορό. Χορεύανε, γυρνούσανε και κάνανε υπόκλιση καθώς περνούσαν μπροστά μου. Ηταν ένας παράξενος τρόπος να μου συστήνονται.
Καινούργια όμως κοπάδια από περιστέρια φτάνανε, που μόλις τα ακουμπούσα με το σπαθί γινόντουσαν μουσεία κι εκθέσεις ζωγραφικής και ποιήματα και σπουδαία έργα τέχνης.
Άξαφνα, μια τεράστια πεταλούδα με σκέπασε με τα φτερά της, γέμισα διαμαντόσκονη και με μια κίνησή της με έφερε στη γυριστή σκάλα, δίπλα, στον τόπο που γεννήθηκα, με τους γονείς και δασκάλους μου να χαίρονται που τόσα βιβλία ήταν η πολύτιμη συντροφιά μου.
Δεν κατάλαβα, μέχρι σήμερα δεν κατάλαβα, αν ήτανε όνειρο, παραμύθι ή σκέτο φαντασία.
Το σίγουρο είναι ότι γίνηκε αιτία να αγαπήσω τα βιβλία κι αρχίζοντας από παραμύθια, να διαβάζω μέχρι τα σήμερα, πλουτίζοντας τις γνώσεις μου και επαναλαμβάνοντας αυτό που ο Σωκράτης είχε πει πριν τόσους αιώνες.
Ενα πράγμα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα.
Κι ακόμη, η μαντινάδα που είπε ο γεροκρητικός σαν πέθαινε:
“Δεν με νοιάζει που πεθαίνω
μα θα πάψω να μαθαίνω”.