Μια φορά κι έναν καιρό (ας πούμε πριν από δεκαέξι χρόνια), έφτασε στα χέρια ενός πολίτη ένα εντυπωσιακό αυτοκίνητο. Μέχρι τότε συνήθιζε να κινείται με το παλιό του ποδήλατο. Αξιόπιστο, τον πήγαινε όπου ήθελε, αλλά μέχρι ενός σημείου. Πόσο μακριά άλλωστε μπορείς να ταξιδέψεις κάνοντας πετάλι;
Είδαν πολλά τα μάτια του επάνω στους δύο τροχούς, μα όταν έξω από το σπίτι του βρέθηκαν οι… τέσσερις, χωρίς πολλή σκέψη τους καβάλησε.
Ταξίδεψε, διασκέδασε, πήγε παραπέρα από εκεί που ήθελε ή άντεχε ο ίδιος μα και το όχημά του. Η μυρωδιά του καινούργιου τον έκανε να αδιαφορεί για τα μποτιλιαρίσματα. Οι αναρτήσεις του άντεχαν τις κακοτεχνίες των δρόμων. Βλάβες δεν έβγαζε… Μέχρι ενός σημείου όμως, καθώς το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και ο οδηγός άρχισε να βλέπει την πραγματικότητα.
Το ακριβό του αυτοκίνητο, το οδηγούσε σε κακοτρόχαλους δρόμους. Να σου οι ζημιές, να τα έξοδα, το αμάξι πλέον αγκομαχούσε… Εβλεπε τα υπόλοιπα να το προσπερνούν. Εφτασε λοιπόν μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Να κρατήσει το αμάξι, να το συντηρήσει και να αφήνει στην άκρτη τις άλλες του ανάγκες; Να το αφήσει ασυντήρητο θέτοντας την ασφάλειά του σε κίνδυνο; Ή μήπως να βγάλει από την αποθήκη το αραχνιασμένο του ποδήλατο;
Σ’ αυτά τα δεκαέξι χρόνια όμως, άλλαξαν πολλά. Πώς θα μπορούσε ένας ποδηλάτης να κυκλοφορήσει με ασφάλεια σε ένα χαώδη αυτοκινητόδρομο; Πώς θα μπορούσε το παλιό του ποδήλατο να τον μεταφέρει στους νέους προορισμούς που είχε ανακαλύψει όλο αυτό το διάστημα;
Κι αναρωτιόταν: Γιατί και οι δύο επιλογές να τον οδηγούν σε αδιέξοδο; Γιατί η εναλλακτική απέναντι στο σημερινό του πρόβλημα να είναι η επιστροφή στο παρελθόν;
Κολλήστε τώρα πάνω στο ποδήλατο το… σήμα της δραχμής και στο αμάξι αυτό του ευρώ και αντιληφθείτε το… παραμύθι, μα και το δίλημμα του οδηγού.