Στο σπίτι του Μανούσου του Μαυρογιώργη έχει μαζευτεί όλο το σόι των Μαυρογιώργηδων. Δεν έχει μαζευτεί όλο το σόι για χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες. Έχουν μαζευτεί για να βρουν τρόπο να εκδικηθούν για τον σκοτωμό του Γιώργη Μαυρογιώργη.
Είχε σκοτωθεί σ’ ένα μονοπάτι που πήγαινε από το χωριό του στο πανηγύρι του Αγίου Φιλίππου σ’ ένα άλλο χωριό. Ο φονιάς είχε πάρει μαζί του μόνο το ασημωτό μαχαίρι του σκοτωμένου. Το γκρανάκι, ένα υπέροχο όπλο που ο σκοτωμένος είχε πάρει μαζί του, γιατί στο πανηγύρι του Αγίου Φιλίππου γινόταν και αγώνες σκοποβολής, ο φονιάς δεν το είχε πάρει.
Είχε πάρει μόνο το μαχαίρι. Ένα περίτεχνο ασημωτό μαχαίρι.
Στο ασημένιο θηκάρι του είχε παραστάσεις από τον Ερωτόκριτο, αριστοτεχνικά σκαλισμένες από τον χρυσοχόο και σκαλιστή μαχαιριών τον Στέλιο τον Σούλιαρη. Η λαβή ολόμαυρη ήταν καμωμένη από κέρατα αγριμιού. Στην ατσάλινη λάμα του ήταν γραμμένη η φράση «όταν με βγάλεις, μη με προσβάλλεις». Το ασημωτό μαχαίρι του Γιώργου του Μαυρογιώργη είχε βγάλει όνομα σ’ όλα τα γύρω χωριά. Πολλοί ζήλευαν τον Μαυρογιώργη για το ασημένιο μαχαίρι του κι ήθελαν αν μπορούσαν να το κάμουν δικό τους.
Για τους Μαυρογιώργηδες δύο ήταν οι πιθανοί φονιάδες.
Ο ένας ήταν ο Πρασινοσταμάτης κι ο άλλος ο Κοκκινοκωστής.
Και οι δύο είχαν λιμπιστεί το ασημωτό μαχαίρι κι ήθελαν να το αποκτήσουν. Ο Κοκκινοκωστής όμως πήγε στην εκκλησία και ξεκαθαρίστηκε ότι δεν είναι φονιάς. Έμεινε ο Πρασινοσταμάτης. Αυτόν έπρεπε να σκοτώσουν.
Το σόι αποφάσισε να είναι εκδικητής ο Γιώργος ο Μαυρογιώργης, πρωτοξάδερφος του σκοτωμένου. Ο Γιώργος ήταν ένας λεβέντης και πάρα πολύ καλός σκοπευτής. Λέγανε ότι από τα 100 μέτρα μοίραζε την τρίχα.
Ο Γιώργος δεν ήθελε να γίνει φονιάς. Ακόμη τρόμαζε και τη φυλακή που θα ακολουθούσε. Είχαν βρει το μέρος της ενέδρας και τη μέρα που θα ‘παιρναν εκδίκηση. Ήταν ένα μονοπάτι από το οποίο θα περνούσε ο Πρασινοσταμάτης για να πάει στη λειτουργία των Χριστουγέννων.
Ο Μαυρογιώργης θέλοντας και μη, ξεκίνησε για το φονικό. Φόρεσε το βαρύ καπότο του, πήρε το Γκρα και κίνησε για τον τόπο της ενέδρας. Οταν έφτασε ήταν νωρίς. Ξάπλωσε πάνω σ’ ένα ασπάλαθο να ξαποστάσει. Τον πήρε όμως ο ύπνος και ένα παράξενο όραμα ήρθε στ’ όνειρο του. Είδε το σπήλαιο της Βηθλεέμ, τον νεογέννητο θεάνθρωπο. Είδε τους αγγέλους να ανεβοκατεβαίνουν και να ψέλνουν «Χριστός γεννάται δοξάσατε Χριστός εξ ουρανόν απάντησατε». Στο βάθος όμως είδε και τον Μωυσή να κρατά τις πλάκες με τις δέκα εντολές που είχαν όμως μια λέξη γραμμένη «ου φονεύσεις». Στα 100 μέτρα περνούσε αυτός που έπρεπε να σκοτώσει. Ου φονεύσεις του ‘λεγε το όραμα. Έριξε δυο μπαλωτιές στον αέρα και έφυγε.
Γύρισε στο σπίτι του ξαλαφρωμένος ότι δεν έγινε φονιάς. Οι Μαυρογιώργηδες όμως δεν του συγχώρησαν που δεν σκότωσε. Κιοτή τον ανέβαζαν, δειλό τον κατέβαζαν. Ο Γιώργος ο Μαυρογιώργης δεν άντεξε. Πήρε των αματιών του και έφυγε για τη χώρα. Λίγες μέρες αργότερα, μετά τα φώτα ο Κοκκινοκωστής βρέθηκε γκρεμισμένος σε ένα πολύ ομαλό μονοπάτι έξω από το χωριό του. Ήταν βαριά πληγωμένος. Πριν πεθάνει ζήτησε παπά να εξομολογηθεί. «Εγώ σκότωσα τον Κοκκινογιώργη για να του πάρω το ασημωτό μαχαίρι. Το ‘χω κρυμμένο στο σπηλιάρι πάνω από το μονοπάτι που τσούρησα. Δεν κατέω κάτι ένιωσα να μ’ έσπρωξε…»
Ο Μαυρογιώργης έμαθε για την ομολογία του Κοκκινοκωστή. Δεν γύρισε όμως ποτέ στο χωριό. Ξενιτεύτηκε. Ηταν όμως ευτυχισμένος που δεν έγινε άδικα φονιάς.
*Ο Γιώργος Μαρουλοσηφάκης είναι απόμαχος δημοσιογράφος – τυπογράφος