Την παραμονή των Χριστουγέννων ,οι γυναίκες στα χωριά βρισκόταν σε μεγάλη αναταραχή.
Ξεκινούσαν χαράματα , νύχτα σχεδόν για την πρώτη λειτουργία ,για να κοινωνήσουν. Αφού τελείωνε η λειτουργία, γύριζαν στο σπίτι τους και έβαζαν ένα κομμάτι ψωμί βουτηγμένο σε κρασί στο στόμα τους, για να «καταλύσουν» ,να κατεβάσουν ότι είχε απομείνει στο στόμα τους από την Θεία Κοινωνία , και ξεκινούσαν τις δουλειές του σπιτιού.
Ήδη το σπίτι λαμποκοπούσε από την καθαριότητα των προηγούμενων ημερών, και τ’ασημικά και τα μπακίρια άστραφταν στολισμένα στα ράφια και τις σερβάντες. Είχαν στρωθεί τα παχιά κιλίμια ,αυτά που φύλαγαν για τις μεγάλες γιορτάδες.
Ξεκινούσε το ζύμωμα του ψωμιού και παρέχωνε μέσα «τον παρά»τυλιγμένο σε ένα κομματάκι ύφασμα,και μετά με το ζυμάρι ,έστηνε τα ξόμπλια, τα στολίδια δηλαδή.
Στη μέση έμπαινε το σχήμα του Σταυρού και γύρω του σχήματα από φρούτα ,από ζώα που συμβόλιζαν την καλή και πλούσια ζωή της επόμενης χρονιάς. Αυτό το ψωμί έπαιρνε και την περισσότερη φροντίδα και θα ευλογούνταν γατί ήταν αφιερωμένο στο Χριστό το λεγόμενο Χριστόψωμο.
Στη συνέχεια ετοίμαζε το κοφτό , ένα νηστίσιμο φαγητό από σιτάρι.Το βράδυ στρωνόταν το τραπέζι που έπρεπε να έχει εννέα φαγητά ,όσοι και οι μήνες της εγκυμοσύνης της Παναγίας, και ήταν όλα νηστίσιμα.
Στο τραπέζι καθόταν μόνο αφού έβαζαν στο τζάκι ένα πολύ χοντρό ξύλο ,το Χριστόξυλο.
Με το θυμιατό ο πατέρας , θυμιάτιζε το τραπέζι και το Χριστόψωμο ,και το πρώτο κομμάτι που έκοβε ήταν για την Παναγία και τον Χριστό .Μετά για το σπίτι, τα ζώα ,τα χωράφια και μετά για τα μέλη της οικογένειας. Έτρωγαν όλοι και αντάλλασαν ευχές για υγεία , καλή σοδειά ,καλά Χριστούγεννα.
Το τραπέζι κρατούσε αρκετές ώρες ,αλλά σχολούσε πάντα πριν από τις δώδεκα ,όπου όλοι έπρεπε να γυρίσουν στα σπίτια τους ,πριν βγουν οι καλικάντζαροι. Γι’αυτό τον λόγο, όταν έφευγαν ,κρατούσαν στο χέρι ένα αναμμένο ξύλο για να φωτίζει τον δρόμο τους ,αλλά και για να φοβούνται οι καλικάντζαροι.
Το τραπέζι οι νοικοκυρές δεν το μάζευαν επίτηδες, γιατί θα κατέβαινε η Παναγία με τον Χριστό να φάνε ,από τα φαγητά που είχαν ετοιμάσει. Ο νοικοκύρης έριχνε ξύλα στο τζάκι ,μαζί με το Χριστόξυλο και δεν θα το άφηνε να σβήσει όλο το δωδεκαήμερο.
Την άλλη μέρα ,αχάραγα θα σηκωνόταν όλοι για να πάνε στην εκκλησία.
Στις μεγάλες πόλεις όπως την Σμύρνη ,το Αιβαλί , τα Βουρλά,το Δωδεκαήμερο κυλούσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικής κατάνυξης και ατελείωτων οικιακών εργασιών.
Τα σπίτια είχαν καθαριστεί, τα πατώματα είχαν τριφτεί με μελισσοκέρι, τα κεντίδια είχαν πλυθεί και κολλαριστεί και περίμεναν έτοιμα να στρωθούν.
Μεγάλος μπουφές στη σάλα είχε γεμίσει από σερβάντες με ξηροκάρπια. Καρύδια, μύγδαλα ,φουντούκια , λεμπλεμπιά, και σταφίδες. Σύκα ξερά, δαμάσκηνα ,κυδώνια κι από κοντά τα γλυκά. Κουραμπιέδες ,φοινίκια ,κατιμέρια , κάθε οικογένεια έστρωνε τον μπουφέ με ότι υπήρχε στο σπίτι τους και ότι σήκωνε το βαλάντιό τους.
Ανήμερα των Χριστουγέννων , μόλις τελείωνε η πρώτη λειτουργία, ξεχύνονταν τα πιτσιρίκια να πουν τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης του Θεανθρώπου. Κρατούσαν μαζί ένα πάνινο τορβά κι εκεί έριχναν τα φιλέματα.