Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Παραμονή της Παναγίας στα Χανιά: Μια συγκλονιστική περιπέτεια του Ειρηναίου

» Όπως την αποτύπωσε ο αείµνηστος Σταµάτης Αποστολάκης

 

Γιορτή των Εισοδείων της Θεοτόκου σήµερα στα Χανιά και από το αρχείο µας ανασύρουµε µια πολύτιµη καταγραφή του αείµνηστου λαογράφου Σταµάτη Αποστολάκη.

Ολόγος για µια συγκλονιστική περιπέτεια του, µακαριστού ιεράρχη Ειρηναίου Γαλανάκη, που συνέβη στις 20 του Νοέµβρη, τον τρίτο χρόνο της Κατοχής (1943), στον Μητροπολιτικό µας ναό, όταν ο νεαρός τότε θεολόγος καθηγητής Μιχάλης Γ. Γαλανάκης, είχε οριστεί να µιλήσει στο πυκνότατο εκκλησίασµα.

Ο Σταµάτης Αποστολάκης έγραφε:

«-Θα µεταφέρουµε όµως την ιστορία όπως ξετυλίγεται µεσ’ από τις σελίδες του ανεπανάληπτου έργου του Ζ. Στάλιου: “Ο Ανθρωπος και το Ράσο” (Αθήνα, 1976, σχ. 8ο, σ. 192. – ∆ιαβάζοµε συγκλονισµένοι:
«…Ηταν στις 20 Νοεµβρίου, παραµονή των Εισοδίων της Θεοτόκου, του 1943. Ο ουρανός ήταν κλειστός, τα σύννεφα χαµηλά, κοπάδια κοπάδια γλύστραγαν πάνω από τη θάλασσα. Αραιές σταγόνες έπεφταν από ψηλά, χόρευαν τις βουβές καντρίλιες τους, χτένιζαν τον αέρα, λαίµαργα ρουφιόντουσαν από τη γη. Τα δέντρα ήταν γυµνά, σαν σκελετοί, τα κλαδιά τους σάλευαν, υψώνονταν σε µια απελπισµένη ικεσία. Η πολιτεία είχε ένα µουντό χρώµα, µια ώρα γκρίζα την τύλιγε, την έπνιγε, έµοιαζε παγωµένη, µαζεµένη, στους δρόµους της, στά καλντερίµια της, µια ελαφριά οµίχλη τριγυρνούσε. Η εκκλησία των Εισοδίων τής Θεοτόκου, η Μητρόπολη των Χανιών, ήταν γεµάτη, ξέχυλη, µια ανθρώπινη µυρµηγγιά, πυχτή, σκοτεινή, κουνιόταν, χαµηλοµιλούσε, µερικές φωνές ακούγονταν εδώ και κει. Το ευαγγέλιο µόλις είχε τελειώσει, ο διάκος κατέβηκε από τον άµβωνα, κρατούσε στα χέρια του το ιερό βιβλίο.

Ό Μιχάλης βρίσκονταν πλάι, στην σκιά, έκανε µερικά βήµατα, ξεχώρισε από τους άλλους, σιγά σιγά ανέβηκε τά σκαλοπάτια, στάθηκε ψηλά, τό ήρεµο βλέµµα του κύτταξε κάτω. Ή µάζα σταµάτησε νά σαλεύη, οί ψίθυροι σβύστηκαν, τίποτα δεν ακούγεται, όλα τά µάτια, εκατοντάδες µάτια είναι απάνω του γυρισµένα. Εκείνος σκέπτεται λίγο, µοιάζει σάν νά διστάζη, θά πρέπει νά τολµηση, νά πή αυτά πού στοχάζεται, αυτά πού πιστεύει; Ή καρδιά του είναι ανήσυχη, ταραγµένη, τά χρόνια δύσκολα, οί Γερµανοί, κι όλοι όσοι συνεργάζονται µαζύ τους δέν είναι άπ’ αυτούς πού παίζουν, “ίσως νά πλήρωση τό θάρρος του, µιά φλόγα καίει µέσα του, δέν µπορεί νά τήν σβύση. Εχει µιά ευθύνη σάν άνθρωπος, σάν Ιεροκήρυκας, σάν Έλληνας. Εχει µιά ευθύνη αυτούς τούς καιρούς, ό καθένας µας έχει µια ευθύνη! Αρχίζει νά µιλά, ό τόνος του, όπως πάντοτε είναι χαµηλός, οί λέξεις ξετυλίγονται ή µιά ύστερα άπό τήν άλλη, κυλούν µαλακά, ήσυχα, γεµίζουν τον χώρο…

Και λέει: – «Είµαστε στο 1943, στήν Ευρώπη, στην Ελλάδα, στο πολυπαθιασµένο νησί τής Κρήτης. Ό πόλεµος πού σάν µιά καταιγίδα, σάν ένας τυφώνας, ξέσπασε πάνω στή γή, γκρεµίζει, σαρώνει ό,τι βρει µπροστά του. Κάθε µέρα χιλιάδες χάνουν τή ζωή τους, καίγονται τά χωριά, πεθαίνουν ολόκληρες πολιτείες, ή µοίρα τής καταστροφής άπλωσε παντού τή µαύρη της σκιά. Οί λαοί ζουν µέ τό φόβο, µέ τήν αγωνία, κάτω άπό τή τυραννία, οδεύουν τό δρόµο του µαρτυρίου, κάθε στιγµή περιµένουν τό θάνατο τους. Και ή Ελλάδα, συνεπαρµένη κι αύτη από τις δίνες των καιρών, άπό τίς άντάρες του, είναι µιά κόλαση, ένα ηφαίστειο, ζει µιά από τις πιο τραγικές ώρες τής ιστορίας της. Τή ζώνουν οί φλόγες απ’ όλες τις µεριές, τήν πνίγουν οί καπνοί τους, ή ανάσα της είναι δύσκολη, βαρειά, ψυχοµαχα, πεθαίνει κάθε µέρα. Είναι µιά νύχτα ατέλειωτη, σκοτεινή, τό ξηµέρωµα άργεί ακόµα, οί ουρανοί της είναι κλειστοί, δέν έχουν ακόµα των άστρων τις ελπίδες. Αναταράζεται ό λαός της, µάχεται, τά χέρια σφίγγονται, δακρύζουν τά µάτια, τά βούκινα ξυπνούν τήν επανάσταση στή ψυχή του. Θέλει νά ζήση, νά διώξη τούς ξένους άπό τον τόπο του, νά νικήση, νά ξαναβρή τή χαµένη του λευτεριά. Παλεύει µέ πείσµα, µ’ όλη του τή δύναµη, µέ τήν πίστη πως δίνεται σ’ έναν αγώνα δίκαιο. Χάνονται άνθρωποι, πέφτουν κορµιά, τό αίµα δέν σταµατά νά τρέχη, ή ζωή έχει γίνει πολύ φτηνή. Στις φυλακές, στά στρατόπεδα, στους µακρυνούς δρόµους τής εξορίας, οί σκλάβοι είναι χιλιάδες, τήν αυγή εκτελούν τούς κατάδικους, πριν πεθάνουν χαιρετούν τήν τελευταία µέρα τους, τήν πατρίδα τους, τό φώς πού σβήνει για πάντα µέσα στα µάτια τους. Πολεµούν πάνω στά βουνά, στους λόγγους, στά φαράγγια, ληµεριάζουν µέσα στά δάση, κοιµούνται σε σπηλιές, κάθε κορφή είναι και φλάµπουρο, κάθε βράχος και µετερίζι. Χτυπιούνται κάθε µέρα µε τον κατακτητή, άλλοτε κερδίζουν, άλλοτε χάνουν, πολλοί πέφτουν, η γή γέµισε µε µνήµατα, ο τόπος µε καµµένα χωριά, περνούν δύσκολες στιγµές, µα η ελπίδα µέσα τους, και στις πιο µαύρες ώρες δεν έσβυσε ποτέ…».

Κι ο νεαρός φλογισµένος ιεροκήρυκας Μιχάλης, δε λέει να σταµατήσει!
«…Κι ό Μιχάλης Γαλανάκης, αυτήν τή χειµωνιάτικη µέρα, στις 20 Νοεµβρίου του 1943 των Εισοδίων της Θεοτόκου, στα Χανιά, µιλά για όλα αυτά. Έκτος από τήν φωνή του, τίποτα άλλο δεν ακούγεται µέσα στήν εκκλησία, άν ήταν καλοκαίρι θά ξεχώριζε τό πέταγµα της µύγας, όλοι κρατούν τήν αναπνοή τους. Ή ελευθερία λέει, ή ελευθερία των Ελλήνων, η αντίσταση στον κατακτητή, η τελική νίκη. Τίποτα δέν θά µας σταµατήση, δεν θά διστάσουµε µπροστά σέ τίποτα, δέν θά φοβηθούµε καµιά θυσία. Ό λαός µας είναι µεγάλος, είναι φτιαγµένος άπό τή στόφα των ηρώων, κανένας δέν µπορεί νά τον κάνη νά δειλιάση όταν µάχεται γιά τήν αξιοπρέπειά του, γιά τή δικαιοσύνη του, γιά τή λευτεριά του. Είναι τίµιος, είναι άξιος, είναι άπ’ αυτούς πού δίνει πάντοτε τό αίµα του, πού δέν µετρά, πού δεν γυρεύει τίποτα γι’ αύτον. “Αλλοι έχουν τά ώφέλη, τά κέρδη, αυτοί πού βάζουν πάντοτε τούς άλλους µπροστά, αυτοί πού είναι ψεύτικοι, ανήθικοι, συµφεροντολόγοι, τό ψάρι πάντοτε βρωµά από τό κεφάλι… Μιλά ό Μιχάλης, τό εκκλησίασµα ούτε ανασαίνει, κρέµεται από τά χείλια του, οί καρδιές όλων έχουν γεµίσει φλόγες. Μισή ώρα έχει περάσει από τότε πού άρχισε, τελειώνει, βγάζει τό µαντήλι του, κάνει κρύο, κι όµως τό µέτωπό του είναι ιδρωµένο, στέκεται µιά στιγµή, ρίχνει τή µατιά του ακόµα µια φορά κάτω, άργά κατεβαίνει τά σκαλοπάτια.

Στο τελευταίο, πριν πατήση τις πλάκες, κάποιος τον περιµένει, φορά πολιτικά. Πριν από ενα λεπτό, δέν ήταν εκεί. Του δείχνει µιά ταυτότητα. Ακολούθησε µε του λέει σιγά. Βγαίνουν οί δυό τους έξω, ό κόσµος πλάι τους παραµερίζει, στήν αυλή, µαζί µε δυό χωροφύλακες, τον περιµένει ό ίδιος ό διοικητής της χωροφυλακής. ∆έν λένε τίποτα, τό υφος τους είναι βλοσυρό, λίγα µέτρα πιο κάτω, είναι σταµατηµένο ένα τζίπ, τον σπρώχνουν, τον ανεβάζουν, µπαίνουν κι αυτοί, πηγαίνουν στο τµήµα, τον κλείνουν χωρίς άλλη λέξη σ’ ένα δωµάτιο. Είναι σκοτεινό, άδειο, δέν έχει έπιπλα, κάνει µερικά βήµατα πάνω κάτω, κάθεται σέ µιά γωνιά κάτω στο πάτωµα. Οί ώρες περνούν, τό δωµάτιο είναι υγρό, κανένας θόρυβος δέν ακούγεται άπ’ έξω. Αρχίζει νά σκοτεινιάζη, τό κρύο γίνεται ακόµα πιο πολύ, ή νύχτα φτάνει µέ βήµατα µουντά, δέν του ανάβουν φως. Κατά τις δέκα έρχεται ένας χωροφύλακας, του κάνει νόηµα νά σηκωθή, τον παίρνει, κάνουν λίγα βήµατα στο διάδροµο, ανοίγει µιά πόρτα, παραµερίζει, τον αφήνει νά περάση. Απέναντί του, πίσω από ένα γραφείο, κάθεται ό διοικητής, στον τοίχο, από πάνω του, σ’ ένα χρυσό κάντρο, είναι τό πορτραίτο του βασιληά, του δείχνει µπροστά του ένα σκαµνί, κάθησε έκει του λέει.
Ή ανάκριση βάσταξε δυό ώρες, σχεδόν µέχρι τά µεσάνυχτα. Του είπε νά πή τό κήρυγµα του στήν εκκλησία, τον διέκοπτε, προσπαθούσε νά τον µπερδέψη, του έλεγε ύστερα νά συνέχιση, νά τό ξαναπή πάλι άπό τήν άρχή.

Τον ρώταγε σέ ποια όργάνωση άνηκε, πόσο καιρό, µέ ποιους είχε επαφή, ποιος του έδωσε τήν εντολή νά µιλήση έτσι. Τόν απειλούσε, κουνούσε θυµωµένος τό δάχτυλό του, τόν έβριζε, θά σέ κάνω νά τά ξεράσης όλα του κάνει, παληόσκυλο, κοµµουνιστή, προδότη, πουληµένε στους Ρώσους….
Ο Μιχάλης είναι ψύχραιµος, ήρεµος, τόν κυττάζει χωρίς νά φοβάται στά µάτια, του άπαντα πώς δέν είναι σέ καµιά οργάνωση, πώς δέν είναι κοµµουνιστής, πώς δέν έχει καµιά σχέση µέ τις πολιτικές οργανώσεις. “Αν µίλησα έτσι, λέει, µίλησα γιατί τό πίστευα, γιατί µου τό πρόσταζε ή καρδιά µου, γιατί είµαι Ελληνας…

Βλέπει πως δέν µπορεί νά του πάρη λόγια. ∆έν θέλει ακόµα νά µεταχειριστή βία. Κάποιο ρολόι, µακρυά, µέσα στήν πόλη, χτυπά δώδεκα φορές. Φωνάζει τό χωροφύλακα, πάρε τον διατάζει, πήγαινε τον στις φυλακές της Αγυιάς. Ό Μιχάλης σηκώνεται, βγαίνει. Ο διοικητής στέκεται µιά στιγµή, έξω τά βήµατα σβύνουν πάνω στις πλάκες, σκέπτεται, περνούν λίγες στιγµές, ύστερα σηκώνει τό τηλέφωνο, διαλέγει πάνω στο καντράν έναν αριθµό. Γερµανική διοίκηση; ρωτά. Μιλά µέ κάποιον, του λέει, τί έγινε τό πρωί στή Μητρόπολη, πως έπιασε τόν ιεροκήρυκα, πώς τόν ανέκρινε, πώς τόν έχει στή διάθεση της Κοµµαντατούρ. Πές το στο στρατηγό, λέει, είναι σοβαρό, µή σου διαφύγει. Ό άλλος κάτι τον ρωτά, του δίνει τ’ όνοµα του Μιχάλη, τό επάγγελµα του, άλλες λεπτοµέρειες γιά τήν οµιλία του. Υστερα κατεβάζει τό ακουστικό, µιά ικανοποίηση φαίνεται στο πρόσωπο του, φορά τό παλτό του, τό πηλίκιο, µέ γρήγορο βήµα φεύγει άπό τό τµήµα…”

***

» -‘H είδηση της σύλληψης του Μιχάλη, όπως έγινε µέσα στή Μητρόπολη, µπροστά σ’ όλους, αµέσως µαθεύτηκε σ’ όλη τήν πόλη. Μιλούνε γι’ αυτόν, γιά τό λόγο του, γιά τις ιδέες του, γιά τήν εντύπωση πού έκανε στον κόσµο. Σχολιάζουν, ό Μιχάλης έχει πολλές συµπάθειες, είναι από τούς πιο αγαπητούς ανθρώπους στά Χανιά. Ολοι ρωτιούνται ποια θά είναι τώρα ή τύχη του. Ξέρουν πως οί Γερµανοί δέν χωρατεύουν, ο πόλεµος πού γι’ αυτούς αρχίζει τώρα νά χάνεται, τούς κάνει ακόµα πιο σκληρούς. Χτυπούν χωρίς έλεος όποιον σηκώνει τό κεφάλι ενάντιά τους. Και ή πράξη του Γαλανάκη είναι µιά πρόκληση στή δύναµή τους, στήν κυριαρχία τους, δέν θά τήν άφήσουν νά περάση έτσι…

…Κάτω στο λιµάνι, στά ψηλά βενετσιάνικα σπίτια, µένει µιά χήρα, ό Μιχάλης είναι δάσκαλος του παιδιού της, τό προσέχει, τ’ αγαπά, τό φροντίζει σάν νά είναι ό ίδιος ό πατέρας του. Είναι άρρωστη στο κρεβάτι, µιά γειτόνισσα τό βράδυ έρχεται νά της κάνη παρέα, της λέει τά νέα της πόλης, τί έγινε τό πρωί στήν εκκλησία. Κι αυτή σηκώνεται αµέσως, έχει πυρετό, ρίχνει στους ώµους της ένα σάλι, έξω βρέχει, είναι κρύο, τό σπίτι του διοικητή είναι κοντά, πηγαίνει έκει, σέ λίγα λεπτά είναι µπροστά στήν πόρτα, ξέρει τή γυναίκα του, είναι άπό τό ίδιο χωριό, γυρεύει νά τη δη. Η υπηρέτρια που της ανοίγει, λέει πώς δέν µπορεί, εκείνη τήν παρακαλεί, είναι γιά ζωή και γιά θάνατο κάνει, θέλω, πρέπει νά δώ τήν κυρά σου. Τήν ανεβάζουν απάνω, πέφτει στα πόδια της, της φιλά τα χέρια. Θα σώσης έναν άνθρωπο, τον Γαλανάκη, το δάσκαλο, τον έπιασε σήµερα ο άντρας σου στη Μητρόπολη, µην τον αφήσεις να του κάνει κακό. Ηταν µια γυναίκα του λαού, απλή, αυθόρµητη, που µ’ αυτόν τον τρόπο έδειχνε πόσο στα Χανιά, αγάπαγαν το Μιχάλη, τι θέση είχε µέσα σ’ όλες τις καρδιές.
Από την άλλη µέρα άρχισαν κι όλας τα διαβήµατα. Μαθεύτηκε πως δεν τον άφησαν, τον έστειλαν στην Αγυιά, τον κρατούσαν σ’ ένα κελλί της φυλακής. Σύλλογοι, οργανώσεις, άτοµα χωριστά, πήγαιναν στον νοµάρχη, στο δήµαρχο, στο διοικητή της χωροφυλακής, ζητούσαν να τον ελευθερώσουν. Αυτός ο τελευταίος έλεγε πως η υπόθεση ξέφυγε από τα χέρια του, πως πήγε στους Γερµανούς, ο ίδιος ο στρατηγός µου τηλεφώνησε, µ’ έκανε υπεύθυνο για την κράτησή του.

Και οι µέρες περνούσαν, ο κόσµος ανησυχεί, ρωτούσαν, αν θα τον δίκαζαν, αν θα τον κράταγαν για όµηρο, αν θα τον εκτελούσαν. Σ’ ολόκληρη την πόλη των Χανίων, τις µέρες αυτές, όλοι µιλούν γι’ αυτήν την υπόθεση, όλοι ενδιαφέρονται, φοβούνται. Ο ίδιος ο δεσπότης, ο Αγαθάγγελος, είναι το τελευταίο διάβηµα που έγινε, πήγε στον Γερµανό διοικητή, παρακαλεί κι αυτός για το Μιχάλη.
Είναι αθώος, του λέει, είναι ένας απλός δάσκαλος, δεν είναι σε καµιά οργάνωση, δεν είναι κοµµουνιστής, κανένας δεν τον έβαλε να µιλήση έτσι. Αν τον δικάσετε, µπορεί να γίνουν φασαρίες, έχει πολλές συµπάθειες στον κόσµο, είναι άγιος άνθρωπος.
Οι Γερµανοί σκέφτηκαν, είχαν µάθει κι αυτοί πως δεν ήταν κοµµουνιστής, πως δεν άνηκε σε καµιά οργάνωση. Τους έκανε εντύπωση αυτό το ξεσήκωµα της πόλης. Ζύγιασαν τα υπέρ και τα κατά, κάθε πράξη τους είχε µια σκοπιµότητα, φοβήθηκαν χωρίς κανένα σοβαρό λόγο να µην έχουν επεισόδια, σε λίγες µέρες τον άφησαν ελεύθερο…” (σ. 70-77).
Τελειώνοντας την µελέτη αυτού του συγκλονιστικού ντοκουµέντου από το βιογράφηµα του πολυσέβαστου Παππού της Εκκλησίας Κρήτης, κυρού Ειρηναίου Γαλανάκη (1911-2013), όταν ήταν ακόµη λαϊκός, νεαρός θεολόγος Μιχ. Γαλανάκης, θέλοµε να πιστεύουµε ότι σας θυµίσαµε κάτι που σας συγκίνησε και για όσους δεν το γνώριζαν, ασφαλώς θα τους κατέπληξε.

Ανάµνηση της Μνήµης του! Και προσκύνηµα του ιερού χώρου που συνέβη, µε δέος! Μεγάλη η Χάρη της Παναγίας, που τον έσωσε!…»


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα