Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μακρινή γωνιά της γης, ένα πανέμορφο λιβάδι απλωνόταν από τις παρυφές ενός θεόρατου βουνού μέχρι την ακροθαλασσιά. Εκεί η μάνα-Φύση χαίρονταν και καμάρωνε τα δημιουργήματά της, άποδα και τετράποδα, άφτερα και φτερωτά, ζουζούνια κι ερπετά. Κι εκείνα, πέρναγαν τις ώρες τους ανάμεσα στο παχύ χορτάρι του κάμπου, στις φυλλωσιές των θάμνων και των δέντρων, στην απόκρημνη δασωμένη πλαγιά του βουνού, στις μικρές πηγές και στις λιμνούλες που σχημάτιζαν μικροί καταρράκτες στο πέσιμό τους από ψηλά.
Τα βράδια, τα βατράχια έστηναν χορό στις ακρολιμνιές και τα ιδιόρρυθμα τραγούδια τους έσπαγαν τη σιγαλιά της ήρεμης νύχτας.
Τα πρωινά, η φύση ξύπναγε με το γλυκόλαλο κελάηδημα του αηδονιού, της πετροπέρδικας, του καναρινιού και του σπίνου.
….Κι έτσι περνούσε ο καιρός στην ήσυχη τούτη γωνιά της γης…
Ανάμεσα στα ζωντανά σε κείνη τη μακρινή την εποχή, ξεχώριζε μια όμορφη γαζέλα, κρυφό καμάρι της μάνας, κρυφός καημός στα άλλα ζωντανά του λιβαδιού καθώς με χάρη λικνιζόταν σαν έτρεχε στην απέραντη την απλωσιά του κάμπου από τις παρυφές εκείνου του θεόρατου βουνού μέχρι την ακροθαλασσιά. Και σαν εσίμωνε σε μια λιμνούλα αποζητώντας δροσιά και γάργαρο νερό, τα άλλα πλάσματα κρυφοκοίταζαν και θαύμαζαν το λυγερό κορμί, την πλούσια μαύρη χαίτη και τα μεγάλα μαυροκάστανα μάτια, πηγές ακτινοβόλου βλέμματος μα και φαρέτρες με σαΐτες πόθου στ’αρσενικά της οικογένειας των γαζελών. Εκείνη, αγέρωχη, πέρναγε στο απαρατήρητο την απόκριση του μαγνητισμού της στα άλλα ζωντανά…
Λίγο πιο πέρα, ασφαλισμένος στη σιγουριά της πυκνής φυλλωσιάς μιας γιγαντόκορμης βελανιδιάς, ο παπαγάλος ο Πολυμίλης παρατηρούσε όσα γίνονταν κάτω και γύρω του. Χαρά του ήταν οι «λαοσυνάξεις» των πουλιών του κάμπου μα και των άλλων ζωντανών. Και τούτο, γιατί πάντα του έδιναν το λόγο, κι εκείνος μιλούσε…μιλούσε…Του άρεσε να μιλεί. Στο ιδίωμά του αυτό, όφειλε και το όνομά του. Κι εκείνος το είχε αποδεχτεί, σαν «τίτλο τιμής».
Το είχε φαίνεται η μοίρα του να μη στρέψει τη ματιά του στα θηλυκά της «παπαγαλίσιας» κοινωνίας. Την έστρεψε στην όμορφη γαζέλα. Παραξενιά του νου; ίσως. Μα δεν χώραγε στη κάμαρα της καρδιάς του άλλη φιγούρα. Την είχε καθαρίσει τούτη από υπολείμματα άλλων εποχών και την ετοίμαζε για να θρονιάσει εντός, την …όμορφη γαζέλα! «Αταίριαστο!!!», του έλεγε η λογική. «Ε, και λοιπόν, βαρέθηκα να σε ακούω», της αποκρίνονταν εκείνος. Και το’κανε σκοπό του να γνωριστεί με τούτο το ζωντανό, που (όσο κι αν το’βλεπε κι εκείνος), άνηκε σε άλλη κατηγορία του ζωικού βασιλείου, που δε συνταίριαζε με τη δική του. «Ε, και λοιπόν; κάπου θα υπάρχει λύση», αποκρίνονταν μόνος του στην εσώψυχη κριτική της λογικής…
…Ένα πρωί, φτερούγισε σιμά της. Την καλημέρισε. Εκείνη τον καταδέχτηκε, καθώς καταδεχτική και καλοσυνάτη ήταν με όλα τα ζωντανά του κάμπου. Κουβέντιασαν ώρα πολύ εκείνο το πρωί. Κουβέντιασαν περισσότερο την επόμενη μέρα, ακόμη πιο πολύ τη μεθεπόμενη. Πες-πες, έγινα φίλοι κολλητοί και κάθε μέρα σουλάτσαραν μαζί στο καταπράσινο λιβάδι και στις ακρολιμνιές. Τα άλλα ζώα έβλεπαν την παράξενη ετούτη συντροφιά. Παραξενεύονταν και σχολίαζαν…
…Και ο καιρός περνούσε ήρεμα, με τα δυο διαφορετικά ζωντανά να συνυπάρχουν….
….Πέρασε καιρός, με τη φιλία της γαζέλας και του παπαγάλου να δυναμώνει. `Ωσπου, καθισμένοι σ’ένα ειδυλλιακό κορφοβούνι ένα δειλινό, ο παπαγάλος άνοιξε την καρδιά του στην γαζέλα. `Ανοιξε τα εσώψυχά του. Εκείνη, τον άκουσε προσεκτικά, (έπνιξε με πολύ κόπο ένα ξεκάρδισμα γέλιου), μα δεν τον αποπήρε. Του μίλησε για τη διαφορετικότητα της φύσης τους. Για την ιδιοσυγκρασία της που τη χαραχτήριζε «χορτάτη», κάτι που της το καταλόγιζαν και οι αρσενικές γαζέλες στις παρέες της. «Ακόμη και αν ήσουν “γαζέλος”, το ίδιο θα σου έλεγα: Γεννήθηκα χορτασμένη. Δε θέλω τίποτα απ’όσα μου προσφέρονται γενικά…Λίγο χορτάρι, με φτάνει…Μα δεν πειράζει καλέ μου παπαγάλε, θα μείνουμε φίλοι…».
Αυτό το «φίλοι», το πήρε ως «απόρριψη» ο παπαγάλος. `Εκρυψε ένα δάκρυ και της είπε: «Θα βρω τη νεράιδα του δάσους…Εκείνη θα μου δώσει λύση…» άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στο ησυχαστήριό του στην πυκνόφυλλη βελανιδιά.
…. Περίμενε υπομονετικά ο Πολυμίλης την πανσέληνο του Γενάρη. `Ηταν η βραδιά που έβγαινε η καλή νεράιδα του δάσους και δέχονταν όποιο ζωντανό ήθελε κάτι από εκείνη. Από νωρίς ο παπαγάλος είχε πιάσει σειρά στην ατέλειωτη «ουρά» των ζώων και κάποια στιγμή, τον δέχτηκε η νεράιδα. Της μίλησε, την παρακάλεσε να τον μεταμορφώσει σε γαζέλο, ή να κάνει τη γαζέλα παπαγάλο, για να μπορέσουν να συντροφιαστούν. Εκείνη αποκρίθηκε:
«…Δεν το μπορώ να κάνω αυτό που μου ζητάς, χωρίς την άδεια του `Αρχοντα του δάσους….ξέρεις, εκείνος με καταδέχεται μόνο στην πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας…είναι η ισημερία που ανθίζει τις καρδιές…Περίμενε καλέ μου μέχρι τότε, και θα έχω κάτι να σου πω…να είσαι σίγουρος…δε θα σε ξεχάσω…ποτέ δεν ξεχνώ».
`Εφυγε ο παπαγάλος, αναπτερωμένος. Παρακάλεσε μόνο την κουκουβάγια, να του πει πότε θα έχουν την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.
…Ο καιρός περνούσε, με την ανυπομονησία του παπαγάλου να μεγαλώνει…`Ηταν τόση η ανυπομονησία του, που…σε κάθε συνάντηση, κοίταζε προσεκτικά το πρόσωπο της γαζέλας…`Ηθελε να διαπιστώσει, εάν είχε αρχίσει να βγάζει…πούπουλα παπαγάλου. Κοίταζε και τον εαυτό του στον καθρέφτη, μήπως και είχε αρχίσει να βγάζει…ουρά γαζέλας! Τίποτα!….κανένα ίχνος μεταμόρφωσης σε κείνον ή στη γαζέλα, που διασκέδαζε με την καρδιά της και δεν το έκρυβε. Το διασκέδαζε και ο παπαγάλος (έστω κα φαινομενικά)…
…Ένα πρωί, έστειλε με το περιστέρι μήνυμα η γριά-κουκουβάγια στον παπαγάλο, πως «απόψε είναι η πανσέληνος της εαρινής ισημερίας». Καρδιοχτύπησε ο παπαγάλος και πέταξε μέχρι το αρχοντικό της καλής νεράιδας, περιμένοντας την πανσέληνο και τη σειρά του. Κάποια στιγμή, εκείνη φάνηκε στην πόρτα, γελαστή:
«…`Ακουσέ με, προσεκτικά…», άρχισε «…ο `Αρχοντας του δάσους δεν επιτρέπει αυτό που μου ζητάς, όσο θα είσαι ζωντανός εσύ και η φίλη σου…όμως, άκουσέ με προσεκτικά…κάποια στιγμή, θα τελειώσει η ζωή σου στο λιβάδι. Όπως όλα τα ζωντανά, θα ανεβεί η ψυχή σου στον ουρανό…κάποια στιγμή, θα διαβεί ένα τούνελ πολύ φωτεινό….τόσο φωτεινό που θα το γνωρίσεις….θα το περπατήσεις μέχρι το τέρμα…εκεί θα περιμένεις τη φίλη σου…αυτό, μπορώ εγώ να το κάνω, έχω καλές σχέσεις με τα ξωτικά του ουρανού και μου έχουν δώσει υπόσχεση για τούτα που σου είπα…πήγαινε τώρα καλέ μου φίλε…δε θα απογοητευτείς, καθώς η ζωή στον ουρανό είναι ατέλειωτη…θα δεις…».
`Εφυγε ο παπαγάλος. Δεν ήξερε εάν θα έπρεπε να χαρεί ή να κλάψει. Αυτό που στα σίγουρα ήθελε, ήταν να…πεθάνει. Σταμάτησε λοιπόν να τρώει…σταμάτησε να πίνει νερό…καταδίκασε τον εαυτό του σε θάνατο. Μάταια η σοφή η κουκουβάγια τον νουθετούσε, μάταια η καλή του η γαζέλα τον κανάκευε, εκείνος (που της είχε φανερώσει την υπόσχεση της καλής νεράιδας) ήθελε να επιταχύνει την πορεία του για το…φωτεινό τούνελ….
….Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο παπαγάλος έκλεισε τα μάτια και το στόμα του, για πάντα…Τον έκλαψαν τα άλλα ζωντανά…Θα τους έλειπε τώρα ο ζεστός του λόγος στις «λαοσυνάξεις» τους. Τον έκλαψε και η γαζέλα. Πήρε το δρόμο για το κορφοβούνι που της είχε πρωτοανοίξει τα εσώψυχα ο παπαγάλος. Χάθηκε τις επόμενες μέρες από τις συντροφιές της. Η γριά-κουκουβάγια, έλεγε πως η γαζέλα «είχε πέσει σε μελαγχολία»…
…Και ο παπαγάλος; Φτερούγισε η ψυχή του στα ψηλά, ανάλαφρη όσο ποτέ, έβλεπε το κουφάρι του στη γη και τ’άλλα ζωντανά να κλαίνε, είδε και τη γαζέλα δακρυσμένη, μα κείνος, ανέβαινε…ανέβαινε…`Εφτασε κάποια στιγμή στο φωτεινό τούνελ που του είχε μιλήσει η καλή νεράιδα. `Ηταν όπως του το είχε περιγράψει. Το περπάτησε μέχρι το τέλος και στάθηκε. Τον πλησίασε μια οπτασία, και του είπε:
«Μη φοβάσαι…είμαι φίλος της νεράιδας σας στο λιβάδι…περίμενε εδώ κα θα δεις…δεν θα αργήσει να’ρθει κα η γαζέλα σου…».
…Περίμενε η ψυχή του παπαγάλου, ίδια σε σχήμα και μορφή με τον Πολυμίλη σαν ήταν ζωντανός, με μόνη διαφορά πως δεν πεινούσε, δεν διψούσε, δεν πονούσε. `Ενοιωθε μόνο απόλυτη γαλήνη…ηρεμία…
…Δεν ήξερε αν πέρασε καιρός πολύς ή λίγος. Εκεί που ήταν δεν υπήρχε μέρα, νύχτα, σκοτάδι. Μόνο φως. Περνούσαν συνεχώς από μπροστά του σαν φιγούρες οι ψυχές φίλων και γνωστών απ’το λιβάδι…..Κάποια στιγμή, ένοιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο. `Ηταν η οπτασία μια πανέμορφης παπαγαλίνας, με μάτια ολόιδια της φίλης του της γαζέλας, φαρέτρες σαϊτιών στ’αρσενικά….Ξαφνιάστηκε…Εκείνη μίλησε:
«..Δεν με γνωρίζεις Πολυμίλη; Είμαι εγώ, η γαζέλα, που σαν εδιάβηκα το τούνελ, η καλή σου η νεράιδα έδωσε στην ψυχή μου μορφή παπαγάλου και μ’έστειλε να σε βρω».
…Αγκαλιάστηκαν για ώρα πολύ και έκλαψαν…Στην υστεριά, αγκαλιασμένοι, έδωσαν τίναγμα στο φτέρωμά τους και χάθηκαν στο πλάτεμα του απείρου, σ’ένα συντρόφεμα αιώνιο…
…Κάτω στη γη, ήταν πανσέληνος Γενάρη. Η καλή νεράιδα του δάσους διηγήθηκε όλα τούτα στα ζωντανά του λιβαδιού και πες-πες, έφτασαν μέχρι τις μέρες μας…