Δευτέρα, 19 Αυγούστου, 2024

Παραμύθι για μεγάλους και παιδιά: Ο άπληστος και ο δίκαιος

Το φέρανε οι καιροί κι οι ανέµοι να γειτονεύουνε  µια φορά δυο άνθρωποι σε ένα µικρό και απόµερο χωριουδάκι. Ο ένας ήταν αγαθός και δίκαιος, ο άλλος άπληστος και πανούργος. Ο δίκαιος είχε στο σύνορό του µε τον άπληστο έναν µεγάλο βράχο, που από τη ρίζα του έτρεχε το νερό µιας πηγής. Ο βράχος είχε χρώµα ασπριδερό, για το λόγο αυτό τη νύχτα ξεχώριζε µέσα στο σκοτάδι.Οι χωριανοί τον λέγανε “Το Χαράκι που Σφαντάσσει”* και πιστεύανε πως είναι στοιχειωµένος. Λίγο πιο κάτω υπήρχε ένα µικρό αλώνι και ακόµα πιο κει ένας  πελώριος αζίλακας**.

Ο δίκαιος πάντοτε έδινε από το νερό της πηγής στον άπληστο γείτονα, για τη λάτρα*** του σπιτιού του και για τον κήπο του. Σιγά-σιγά, όµως, εκείνος άρχισε να κάνει σχέδια µε το νου του:
-Aν πάρω τον βράχο στη µεριά µου, θα έχω εγώ όλο το νερό. Στο αλώνι θα φυτέψω κι άλλο κήπο, να ποτίζω από το νερό που θα πάρω.  Θα χτίσω και µια δεξαµενή, να µαζεύω το νερό που περισσεύει. Ο γείτονας δεν θα έχει νερό το καλοκαίρι, θα µου ζητήσει και θα του το δώσω µε πληρωµή.  Θα µαζεύω και τα βελανίδια από τον αζίλακα, να τρώνε τα ζωντανά µου.
Άρχισε. λοιπόν, να µετακινεί σιγά-σιγά τα στραλίκια****, τη µια µέρα το ένα, άλλη µέρα το επόµενο, ώσπου ένα βράδυ βγήκε έξω µε το φανάρι και έστησε τον φράχτη εκεί που είχε στραλικώσει***** ο ίδιος πιο πριν. Τώρα, πια,ο βράχος και το νερό βρισκόταν στη δική του µεριά, το ίδιο και το αλώνι και η βελανιδιά.

Ο δίκαιος γείτονας το άλλο πρωί άκουσε τη γυναίκα του να γούζιεται****** και να λέει: “¨Οφου******* κακό που µας ήβρηκε! Ο γείτονας εστραλίκωσε όπως ήθελε και πήρε τον βράχο και το νερό! Πώς θα βάζουµε κήπο τώρα πια, πού θα βρίσκουµε νερό για τη λάτρα µας;”. Ο αγαθός άνθρωπος βγήκε έξω µε το γιο και την κόρη του, είδε τι είχε συµβεί και είπε: ” Mη δώσετε συνέχεια, παιδιά µου, ο Θεός θα κάνει πάντα την οικονοµία του και για µας”. Τότε τα παιδιά είπαν στους γονείς τους: ” Μη στενοχωριέστε, εµείς θα βρούµε τρόπο να σκάψουµε ένα πηγάδι!” . Ο πατέρας τους δεν είπε τίποτα, ήξερε πως ήταν πολύ δύσκολο να το κατορθώσουν αυτό τα παιδιά του, ωστόσο εκείνα έσκαψαν, ώσπου βρήκαν νερό. Στο µεταξύ η µητέρα τους είχε πεθάνει από τη λύπη της.
Μια µέρα ύστερα από καιρό, ο αγαθός και δίκαιος συνάντησε τον άπληστο γείτονα και εκείνος άρχισε να παινεύεται για τη συγκοµιδή του:
-Εκοψα από τον κήπο µου µποστανικά******** όσα θες, να φάνε κι οι κότες, που λένε. Εσύ, καηµένε, θες µια γλυκοπιπεριά ή µια ντοµατούλα;
-Οχι, εδεν θέλω, έκοψα κι εγώ από τον δικό µου κήπο.
-Μα, πώς;
-Έκανα κι εγώ το λογαριασµό µου, δόξα να ‘χει ο Γιαραµπής.**********
Ο άπληστος δεν χάρηκε µε τα λόγια αυτά. Εκείνος ήθελε να αναγκάσει τον γείτονά του να του πουλήσει την περιουσία του για να πάρει των οµµατιών του*********** και να φύγει. Ήθελε να κάνει µόνο αυτός κουµάντο εκεί. Τότε σκέφτηκε να βάλει σκυλιά να γαυγίζουν όλη µέρα µπροστά από το σύνορο µε την αυλή  του γείτονα, να µην τον αφήνουν σε ησυχία. Κάποια µέρα τα σκυλιά, που ήταν άγρια και πεινασµένα, έσκαψαν κάτω από το φράχτη και µπήκαν στην ξένη αυλή.

Ο αγαθός και δίκαιος άνθρωπος έφερε και τους έδωσε να φάνε, τους γλυκοµίλησε και κείνα άρχισαν να καταλαγιάζουν***********. Όταν βγήκε το αφεντικό τους και σφύριξε, τα σκυλιά δεν γύρισαν πίσω. Έµειναν στην αυλή του αγαθού ανθρώπου.
-Τι γίνεται εδώ, µου κλέβεις τα ζωντανά; Ρώτησε ο άπληστος γείτονας.
-Μόνα τους ήρθαν εδώ, εσύ ξέρεις το γιατί. Πιστεύω πως, αν καλοπερνούσαν, θα γύριζαν πίσω στην αυλή σου.
-Αν θες να τα κρατήσεις εσύ, θα µε πληρώσεις, αλλιώς θα πάµε στο δικαστήριο και θα πω ότι µε έκλεψες, είπε ο πανούργος γείτονας.
-Θα δω τι θα βρω να σε ξεπληρώσω, απάντησε ο αγαθός και δίκαιος.
Ύστερα ο άπληστος ρώτησε:
-∆εν µου λες, πού βρήκες το νερό και ποτίζεις;
-Tα παιδιά µου έσκαψαν ένα πηγάδι.
-Α, µπα, έχει νερό στη µεριά σου; Τότε θα βάλω κι εγώ να σκάψουνε στη δική µου µπάντα!************.

Έβαλε ο αχόρταγος γείτονας εργάτες να σκάβουν στην αυλή του. Έσκαβαν µέρες και πάλι άλλες τόσες, ώσπου κάποτε φώναξαν:
-Εχει νερό εδώ!
Πραγµατικά, ανάβλυζε λιγοστό νερό από κάποιο σηµείο του λάκκου, που είχε αφράτο, µαύρο χώµα. Ο άπληστος τότε είπε στους εργάτες να κάνουν πέρα και πήρε µια µεγάλη αξίνα. Κατέβηκε µε σκοινιά µέσα στο βαθύ λάκκο και έσκαβε µε πείσµα, όµως ξαφνικά το χώµα βούλιαξε κάτω από τα πόδια του και το νερό, που άρχισε να βγαίνει µε δύναµη από το χώµα, τον κατάπιε µεµιάς.
Ο δίκαιος γείτονας πήρε και πάλι το κοµµάτι γης που του είχαν άδικα στερήσει. Κοντά στην πηγή φύτεψε µια πορτοκαλιά που µεγάλωσε γρήγορα.Κάτω από τον ίσκιο της έφτιαξε µε ξύλα και καλάµια ένα µικρό ντιβάνι, όπου ξεκουραζόταν και άκουγε το κελάρυσµα του νερού. Μάλιστα έδινε νερό και στα παιδιά του άπληστου γείτονα, για να ποτίζουν τον κήπο τους.
Κάποιος του είπε: “Tι δίνεις νερό σε αυτούς που σας έκαναν τόσο κακό;”
Τότε εκείνος απάντησε:
-∆εν είµαι εγώ άξιος να δικάσω. Μου αρκεί που έχω πάλι όσα µου πήραν.
Έζησε από τότε ήρεµα και γαλήνια, δίχως στεναχώριες πια.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα