Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 48 χρόνια από την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο σε δυο φάσεις: 20 Ιουλίου 1974 και 14 Αυγούστου 1974. Σε συνδυασμό με τις ακραίες καθημερινές τουρκικές (λόγω και έργω) ενέργειες, αποδεικνύεται ότι ο τουρκικός επεκτατισμός είναι στο αίμα των “γειτόνων”. Είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Από τη μια έχουμε τον ισλαμοφασισμό και τον μεγαλοϊδεατισμό του Ερντογάν, από την άλλη τον εθνικιστικό παροξυσμό των κεμαλιστών!
Οι Τούρκοι θα είχαν προ πολλού εμπλακεί σε πόλεμο με Ελλάδα και Κύπρο, αν, όπως επισημάνθηκε από έγκυρους μελετητές Έλληνες και ξένους, διέθεταν υπεροπλία. Για την ώρα δεν την έχουν και φυσικά το 2022 δεν είναι το ίδιο με το 1974. Ακόμη θυμάμαι με οργή και θλίψη τη γενική “επιστράτευση-παρωδία” της χούντας (Ιούλιος 1974) και τα “ξυπόλυτα” τάγματα με τα οποία σκόπευε να αντιμετωπίσει τον τουρκικό στρατό του Ετζεβίτ-βοηθούμενου άλλωστε παρασκηνιακά από την αμερικανική διπλωματία (Κίσινγκερ).
Κι όμως! Παρά τις τόσες προκλητικές εκφράσεις και ενέργειες, οι Τούρκοι δεν αποτολμούν μια πολεμική αναμέτρηση -έστω κι αν οι Ρώσοι τους υποστηρίζουν ανοιχτά! Βλέποντας ότι η Ελλάδα έχει σε αέρα και θάλασσα υπεροχή, η κήρυξη πολέμου σε Αιγαίο, Έβρο και ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, δεν θα είχε μόνο εκατέρωθεν απώλειες, αλλά και ποικίλες άλλες επιπτώσεις στη γείτονα, πιθανόν και πανευρωπαϊκά. Στην Τουρκία εξάλλου, εκτός από την άθλια οικονομία της, υπάρχουν πολλά ανοιχτά μέτωπα. Μια ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα απομακρύνει σίγουρα κάθε επίθεση και συμβάλλει ουσιαστικά στη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή.