Κάθε φορά που πηγαινοερχόμενη βιαστικά και αγχωμένα μέσα στο σπίτι μου, τυγχάνει να ρίξω μια ματιά προς το παράθυρο του καθιστικού μου, πάντοτε κάνω την ίδια σκέψη. Μα γιατί να είμαι τόσο άτυχη; Γιατί να έχω μια τόσο άσχημη θέα;
Ο γκρίζος τοίχος ενός πολυώροφου κτηρίου να επιβάλλει την άχρωμη παρουσία στην εικόνα, ακαλαίσθητα μπαλκόνια, κεραίες τηλεοράσεων και μια ακόμα πιο μεγαλειώδης μεταλλική κατασκευή, σαν τερατώδης διαστημικός σταθμός σε ταράτσα γειτονικής πολυκατοικίας, να συμπληρώνουν το ατυχές σύνολο. Φουτουριστικό τοπίο θα μου πείτε. Αστικά εικαστικό. Δεν νομίζω!
Ακόμα και όταν κάθομαι στητή και άκαμπτη στην άκρη καναπέ μου, αναλογιζόμενη δουλειές και προβλήματα, την ίδια άχαρη θέα αντικρίζω. Αν όμως χαλαρώσω λιγάκι και επιτρέψω στον εαυτό μου να ξεκουραστεί και να γείρει με άνεση, αναπαυτικά πάνω στις μαξιλάρες, τότε εξαίφνης η θέα μου… αλλάζει. Γίνεται μια άλλη! Μόνο ουρανός! Γαλήνιος και καταγάλανος τις καλές μέρες, ατμοσφαιρικά συννεφιασμένος να σε καλεί στο παιδικό παιχνίδι αναζήτησης των σχημάτων, όταν είναι καιρός σκεπτικός. Και μπορώ να κάνω και κάτι ακόμα, πιο ακραίο αυτό. Αρκεί να το πάρω απόφαση. Μπορώ να σηκωθώ από τον καναπέ, να κάνω μερικά βήματα -μερικά μονάχα- και να ανοίξω το παράθυρο μου στον κόσμο. Αν στραφώ δε λιγάκι προς το πλάι, τότε μεγαλειωδώς μου αποκαλύπτεται μια πανέμορφη εικόνα: η παλιά Αγορά και τμήμα του όμορφου ιστορικού μας κέντρου! Ως και την πολυαγαπημένη θάλασσα μπορώ να διακρίνω στο βάθος. Τι ευ-τυχία!
Τι διαφορά! Μα ποια θέα να ’ναι άραγες η αληθινή; Το ξέρω βέβαια πως και οι τρεις είναι εξίσου πραγματικές, διαφορετικές όψεις της ίδιας πλάσης. Από εμένα εξαρτάται. Γιατί είναι η δική μου στάση απέναντι στα πράγματα, η προσωπική μου τοποθέτηση απέναντι σε όρια και καταστάσεις που καθορίζει εν τέλει τη δική μου “θέα”…