Αστραπιαία ήταν η παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου μόλις πληροφορήθηκε ότι σε επαρχιακή πόλη εκδόθηκε βούλευμα το οποίο αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος ενήλικα για τις κατ΄ εξακολούθηση πράξεις του βιασμού και της αποπλάνησης 12χρονου ανηλίκου. Η εισαγγελική λειτουργός ζήτησε την αναίρεση του επίμαχου βουλεύματος.
Κατόπιν αυτού, το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι το εν λόγω βούλευμα δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως απαιτεί το Σύνταγμα. Επίσης, έχει πλημμέλειες, ασάφειες και αντιφάσεις, καθώς δεν έλαβε υπόψη του ουσιαστικές καταθέσεις και ειδικά του ανήλικου.
Το Ποινικό Τμήμα αναίρεσε το βούλευμα και ανέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και όχι από εκείνους που δίκασαν την πρώτη φορά.
Όπως αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση ο επίμαχος έφηβος στην ηλικία των 12 ετών σύχναζε σε καφετέριες και μπαράκια, ενώ είχε καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα με κλίση στην μουσική. Για το λόγο αυτό είχε έρθει σε σύγκρουση με τους γονείς του, καθώς αδιαφορούσε για το σχολείο του.
Στις καφετέριες ο ανήλικος γνώρισε τον κατά 20 χρόνια μεγαλύτερό του κατηγορούμενο, ο οποίος είχε δύο ανάλογα καταστήματα στην πόλη που διέμενε. Ο 12χρονος για κάποιο διάστημα εργάστηκε σε αυτά. Ο επίμαχος ενήλικας προσέγγισε τον 12χρονο με το πρόσχημα της μουσικής και ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις.
Σύμφωνα με τον ανήλικο, για πρώτη φορά το 2001 απέκρουσε πρόταση του 32χρονου να προβούν σε ερωτικές περιπτύξεις. Παρ΄ όλα αυτά από τότε συνέχισε φορτικά να εκδηλώνει έντονο ερωτικό ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα συνέχιζαν να κάνουν παρέα.
Το καλοκαίρι του 2003, ο κατηγορούμενος με το πρόσχημα της εγγραφής CD μουσικής τον παρέσυρε στο σπίτι της αδελφής του και αφού ο ανήλικος ήπιε μπύρες, ο ενήλικας του ζήτησε να γδυθεί και απειλώντας ότι θα κάνει κακό στη μητέρα μου και την αδελφή μου αν δεν τον υπακούσει. Η συμπεριφορά σε βάρος του ανήλικου διήρκεσε ανελλιπώς από τα 12 έως τα 18 χρόνια του.
Ο ανήλικος αναφέρει στην κατάθεσή του: «Εγώ φοβούμενος και μη μπορώντας να ζητήσω βοήθεια από κανένα, καθώς δεν υπήρχε κανείς σπίτι, τον υπάκουσα και στη συνέχεια με βίασε».
Στην ίδια κατάθεσή του ο 12χρονος αναφέρει ότι μέσα στο κατάστημα του κατηγορουμένου, που εργαζόταν για κάποιο διάστημα, τον βίαζε με την άσκηση ψυχολογικής βίας (“θα κάνει κακό στον ίδιο και την οικογένεια του”).
Παράλληλα, συμμαθητής του σε κατάθεση το περασμένο έτος αναφέρει ότι όταν ήταν στην Γ΄ Γυμνασίου κάποια στιγμή τον είδε στενοχωρημένο και μετά από πιέσεις του εκμυστηρεύθηκε ότι τον είχε βιάσει ο κατηγορούμενος.
Η μητέρα του προσπάθησε να μάθει από το παιδί της τί συμβαίνει,καθώς η συμπεριφορά του δεν ήταν φυσιολογική. Στην αρχή απέφευγε να δώσει κάποια εξήγηση λέγοντας ότι ντρέπεται, ότι δεν θέλει να το μάθει ο μπαμπάς του. Τελικά, μετά από μεγάλη επιμονή της μητέρας του, της εκμυστηρεύτηκε ότι δεχόταν σεξουαλική κακοποίηση από τον 32χρονο και τον απειλούσε ότι θα κάνει τα ίδια στην μητέρα και την αδελφή του. Προσέθεσε μάλιστα η μητέρα του: «Ο φόβος που του δημιούργησε αλλοίωσε όλη την προσωπικότητά του».
Μετά την ενηλικίωσή του άρχισε να εμφανίζονται τα αποτελέσματα των όσων υπέστη στην εφηβεία του. Εμφάνισε ανυπέρβλητες δυσκολίες προσαρμογής
κατά την στρατιωτική του θητεία, όπου τελικά εξέτισε θητεία αόπλου, ενώ κρατήθηκε προσωρινά στις φυλακές Κορυδαλλού για απόπειρα βιασμού και ληστεία σε βάρος γυναίκας. Τότε από το ψυχιατρείο κρατουμένων των φυλακών, διαγνώστηκε διπολική διαταραχή προσωπικότητας και ξεκίνησε φαρμακευτική αγωγή, ενώ στην συνέχεια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει δια απαγχονισμού. Μετά από όλα αυτά νοσηλεύτηκε σε ιδιωτική κλινική.