Κι ας είχε σχεδιάσει το Δημαρχείο, ο Πικιώνης δεν ήταν ακόμη ο αγαπημένος μας αρχιτέκτονας/σοφός/ποιητής, ενώ τα τραγούδια που ακούγαμε δεν ήσαν όλα προάγγελοι του χάους, πρελούδια μιας ζωής σαν φιλμ του Godard (με αρχή, μέση και τέλος – αλλά όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά), καθώς βγαίναμε από το σπίτι για να μπούμε στον προθάλαμο της αληθινής ζωής που δεν έμελλε να είναι σαν την αληθινή ζωή των άλλων, σαν την αληθινή ζωή που οι άλλοι ήθελαν για μας, σαν την αληθινή ζωή που οι άλλοι εκθείαζαν και δοξολογούσαν, εμείς λοιπόν βγαίναμε από το σπίτι και σπεύδαμε να πάμε εκεί, στο Πάρκο (ω πόσο αγάπησα χρόνια μετά το Ξενοδοχείο “Πάρκο” στη λεωφόρο Αλεξάνδρας όπου γλεντοκοπούσαμε πάντα μετά το μεσονύχτι την ίδια εκείνη δεκαετία που ανακαλύπταμε την ντανταϊστική επιθεώρηση Luna Park του Mark Dachy! ω πόσο συνδέονται όλα όπως έλεγε ο Thomas Pynchon!), βγαίναμε, έλεγα, από το σπίτι, από την οδό Κασσαβέτη […]
Αρκεί μία λέξη, μία νότα, μία φωτογραφία, μία μυρωδιά για να ενεργοποιηθεί η μνήμη, ένα ελάχιστο σημείο για να πατήσει -κάπου εδώ ίσως κάποιος να παρομοίαζε τη μνήμη με πεταλούδα αλλά, για τα γούστα μου, κάτι τέτοιο θα ήταν κάπως γλυκερό- πατάει λοιπόν η μνήμη κάπου και πετάγεται αμέσως σχεδόν κάπου αλλού, ίσως να ξαναγυρίσει ίσως και όχι, και κάπως έτσι ένα μονοπάτι διαγράφεται στο χαρτί, και κάπως έτσι, σελίδα τη σελίδα, το Πάρκο αποκτά διαστάσεις, μαντρότοιχο -ψηλό μα με αρκετά ανοίγματα-, μέρη πυκνής βλάστησης αλλά και ερημώδη, διαδρομές κυκλικές/τυφλές/ανηφορικές/μοναχικές, αγάλματα -κυρίως αγάλματα- αλλά και κάποια οικήματα -ιδιωτικής κυρίως χρήσης.
Μορφή και περιεχόμενο/ αλληλένδετα στην προκειμένη περίπτωση. Διαισθητικό, συνειρμικό, προφορικό/φίλοι, μουσικές, βιβλία. Κάποιος που διηγείται την ιστορία του, εκείνα τουλάχιστον τα επεισόδια που επιθυμεί, κατά πάσα πιθανότητα σύντομα θα απολέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Κλειδί είναι ο τρόπος/Το περιεχόμενο είναι ετερόφωτο. Ιδιαίτερα σε ένα κείμενο τόσο προσωπικό όσο αυτό. Και εδώ ο τρόπος υπάρχει. Σαφέστατα υπάρχει. Ο στακάτος ρυθμός, οι εμμονές, οι επαναλήψεις, οι ανολοκλήρωτες μικροϊστορίες, η παρέλαση ονομάτων, οι αναφορές, η έμπνευση. Ο μύθος που συναντά τη ζωή, το αντίστροφο επίσης.
Το Πάρκο δεν θα μπορούσε να γραφτεί δεύτερη φορά, θα ήταν ένα άλλο βιβλίο, και ας λεγόταν Πάρκο, το μονοπάτι της μνήμης θα ήταν διαφορετικό, το Πάρκο είναι από τα βιβλία εκείνα -τα έργα τέχνης εν γένει- που η πορεία τους δεν ακολουθεί κάποιο καλομετρημένο σχέδιο αλλά το ένστικτο και την ανάφλεξη της έμπνευσης, καθώς η μνήμη παραμένει -και ας λένε οι επίδοξοι μνημοδαμαστές- πρακτικά ανυπότακτη.
Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που καταφεύγουν τώρα τελευταία στην ευκολία(;) του προσωπικού βιώματος, είναι όμως λίγοι εκείνοι που το κάνουν με τον τρόπο του Μπαμπασάκη, όχι μόνο γιατί ο Μπαμπασάκης είναι συνεπής στη στρατευμένη μνήμη, αλλά και γιατί για εκείνον δεν αποτελεί ένα πάρεργο διάλειμμα πειραματισμού εν αναμονή της έμπνευσης, αλλά αποτελεί την έμπνευση, την κινητήριο δύναμη, τον τρόπο του να ανασυγκροτεί και να υπογραμμίζει.