Και τα ψωμιά, γινήκανε κάρβουνο…
Σκεφτικοί κι οι δυο στη γέφυρα απάνω, στέρνανε τον νου τους πίσω, που θα ’τανε χρόνος αφ’ ότου σαλπάρισε με το καΐκι του ο Λέαντρος, να φέρει καινούργιο εμπόρευμα, μια κι οι χοντρέμποροι τον προτιμούσανε. Δεν έκανε ένα, αλλά τρία απανωτά ταξίδια χωρίς ν’ ανταμώσει τη φαμίλια του.
Φόρτωνε, ξεφόρτωνε, ξαναφόρτωνε, σε είδος γινότανε τα πιο πολλά δούνε-λαβείν, του ‘μειναν καλά κέρδητα. Λογάριαζε πως θα ’τανε το τελευταίο μακρινό ταξίδι του, γι αυτό κι έβαλε κοντά διπλό το φορτίο στο πλεούμενό απάνω.
Είχε βγάλει αρκετά λεφτά, γνώρισε καινούργιους τόπους, μυρίστηκε αλλόεθνες κι αλλόθρησκες γυναίκες, ποτίστηκε αρμύρα, ταλαιπωρήθηκε, κιντύνεψε, λαχτάρησε, τ’ αποφάσισε.
-Τούτο θα είναι το τελευταίο μου ταξίδι, είπε στον καπετάνιο ένα βράδυ. Με το που θα πιάσουμε λιμάνι, θα μοιράσουμε τα εμπορεύματα, εύκολη δουλειά, όλα παραγγελιές είναι, και την ίδια μέρα, πίσω στα Τεμένια, να βαφτίσουμε το μικρό το γιο μου. Οδυσσέα θα τον ονομάσουμε.
-Με το καλό κυρ Λέαντρε, αποκρίθηκε ο καπετάνιος.
-Με το καλό και με την αφεντιά σου παρέα.
-Δύσκολο μου πέφτει αφεντικό…
-Δύσκολο ξεδύσκολο, θα έρθεις. Με την ευκαιρία θα κουβεντιάσουμε και για το πλοίο. Θα τα μιλήσουμε, συφωνημένα τα έχουμε, θα κάνουμε τα χαρτιά, θα γίνουν όλα όμορφα.
-Δε θα σου χαλάσω χατίρι. Να γνωρίσω κι από κοντά την κυρ’ Αλίκη με τα παιδιά σου. Θα έρθω.
-Να έρθουν μαζί κι οι δυο ναύτες. Θα πάμε να γιορτάσουμε τον μικρό Οδυσσέα.
-Ο Άι Νικόλας να μας σταθεί, μα θα ρθούμε κυρ Λέαντρε. Θα ρθούμε. Μόνο που σε θέλουμε στο πλεούμενο ξανά. Καλός άθρωπος είσαι, καλά τα πας με την αρμύρα, είχαμε πάντα τη γνώμη σου, τη συμπόνεση και τη συντροφιά σου, καλά τα πήγαινες και με το τιμόνι…
-Κουράστηκα καπετάνιε. Κουράστηκα. Κι η δουλειά μου η πρωτινή, δεν έχει να κάνει με το γιαλό. Γι’ αυτό, αν είμαστε γεροί, θα ανοίξω στο χωριό καλλιτεχνικό φωτογραφείο και στούντιο να ζωγραφίζω. Για μένα μα και για πελάτες. Για τέτοια δουλειά με έσαξε εμένα ο Θεός. Να σου πω και το άλλο; Μου λείπουν. Πολύ μου λείπουν γυναίκα και παιδιά.
Ετούτα ήτανε τα σχέδιά του κι η Αλίκη, η γυναίκα του, αγωνιούσε, απάντεχε τον γυρισμό του. Ναι, αυτή τον είχε γκαρδιώσει να ξενιτευτεί μα, δύσκολη η θάλασσα.
Κι ανυπομονούσε, κι είχε ετοιμασίες που, σύμφωνα με το τηλεγράφημα, κοντεύανε οι μέρες. Έπρεπε να ζυμώσει, να σφάξουνε με το Νέαρχο το κατσίκι και τα δυο αρνιά, να κόψει η ίδια το κεφάλι από τις περσινές τις όρθες, τέσσερις ήτανε, καλό ζουμί θα βγάζανε για το πιλάφι κι ύστερα θα ‘χε καιρό να σφουγγαρίσει, να συγυρίσει, ν’ ασβεστώσει. Μη γίνει ρεζίλη; Τόσος κόσμος, μαθές, θα ερχότανε.
Καινούργιο άθρωπο θα βάνανε στων Χριστιανών το τάγμα. Το στερνοπαίδι τους τον Οδυσσέα. Μεγάλο το μυστήριο. Και το γλέντι στ’ αρχοντικό τους θα κράταγε μέρες πολλές. Και νύχτες.
Μα, περάσανε παραπάνω μέρες, δε φάνηκε, τελειώσανε τα ψωμιά που είχε καμωμένα, ο νους της στο κακό πάγαινε, την έτρωγε το μαράζι.
Μπορεί να τον καθυστέρησε ο αδερφός του, ή και οι εμπόροι. Μπορεί κι οι διατυπώσεις με τα χαρτιά, μουρμούριζε κι έκανε το σταυρό της να βοηθήσει ο Άι Νικόλας.
Και νάτηνε σήμερα, ξανά στο φούρνο τον γέμισε σταρένιο ψωμί και πίτες, να τις εύρη ο άντρας της που θα γύριζε.
Κι όλο την έτρωγε το σαράκι και μονολογούσε.
-Πολλές μέρες περάσανε, ο καιρός χάλασε, η θάλασσα αγρίεψε, μα σήμερα πάψανε, ρεμήσανε τα στοιχειά της φύσης, δόξα να ‘χει ο Μεγαλοδύναμος. Μόνο να περάσει η ώρα να ξεφουρνίσω, να πάρω ψωμιά και παξιμάδια, να πάω στα Τεμένια που θα ξυπνήσανε τα παιδιά μου και θα δυσκολεύεται να τα παλέψει η Βασιλικώ, η ψυχοκόρη μου.
Μα έτσι που έστεκε στο φούρνο πλευρικά με τα σύνεργα στο χέρι, είδε, πέρα στον πήγαδο της Τασίνας, απρόσμενο καβαλάρη να σιμώνει.
-Ποιος νάναι και τι να θέλει πρωί-πρωί. Βιαστικός μου φαίνεται! Σίγουρα, είδηση καλή θα φέρνει; Μουρμούρισε.
Μα λάθεψε η κυρ Αλίκη. Δεν ήντουσαν καλά τα μαντάτα που έφερνε ο καβαλάρης.
Τα ψωμιά, γινήκανε κάρβουνο στο φούρνο.
Και το μικρό, μετά από μήνες το βαφτίσανε και του δώκανε το όνομα Λέαντρος. Του πατέρα του που, δε γύρισε ποτέ πια στα Τεμένια.
* gkamvysellis@yahoo.gr