Σοφές κουβέντες προγονών που σε κολλούν στον τοίχο
σε δεκαπεντασύλλαβο τσι μετατρέπω στίχο.
Απόθανε να σ’ αγαπώ και ζιε να μη σε θέλω
σ’ αποθαμένους μοναχά το βγάζω το καπέλο.
Όπου ‘ναι τρεις και τέσσερις γλάκα μικρό μου γλάκα
σου το τονίζω σοβαρά και δε σου κάνω πλάκα.
Ουδείς αναγνωρίζεται στον τόπο του προφήτης
μας εμποδίζει η σκιά ως φαίνεται τση μύτης.
Και συ κακό χειρόβολο και ‘γω κακό δεμάτι
ράτσα κακή ‘μαστε κι οι δυο μη σε γελά το μάτι.
Μικρό μικρό τ’ αλώνι σου, να ‘ναι μοναχικό σου
συμμισιακό μη το κρατάς ούτε και με δικό σου.
Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο
και χαίρομαι ειλικρινά που σε θωρώ χορτάτο.
Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια
γνωστή σε όλους συνταγή δεν είναι παραμύθια.
Από κακό εργόχειρο, δουλειά δεν απομένει
και μην αφήνεις να περνά η ώρα σου χαμένη.
Δάσκαλε που εδίδασκες και νόμο δεν εκράττεις
πολύ απέχεις από το να λέγεσαι Σωκράτης.
Μη κάνεις μη σου κάμουνε μη πεις να μη σου πούνε
γιατ’ είναι σίγουρο μετά, ψεγάδι θα σου βρούνε.
Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει
η μοίρα σου σε βοηθά την ώρα του… ραχάτι.
Όπου κι αν πάει τ’ άλεσμα στο μύλο θα γυρίσει
όπως το βρόχινο νερό θα τρέξ’ από τη βρύση.
Ούλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γαστρωμένη
ούτ’ ένα ζάλο στο χορό δεν σέρν’ η βαρεμένη.
Δυο πετεινοί, δυο κούνελοι και πεθερά και νύφη
σπανίως συμβιώνουνε χωρίς να πέφτουν… λίθοι.
Ό,τι γυαλίζει έντονα κι ό,τι χτυπά στο μάτι
δεν είναι σίγουρα χρυσός, ούτ’ ακριβό διαμάντι.
Πως τα φαινόμεν’ απατούν όχι βεβαίως πάντα
ηλίου φαεινότερον και μη ρωτάς το γιάντα.
Αγαπητέ μας Γιάννη,
όπως πάντα, αλλά κι αυτήν τη φορά με τις απαράμιλλες και τρανταχτές λαϊκές παροιμίες σου, μάς πρόσφερες με απλή κι όμορφη γραφή μια συμπυκνωμένη μορφή [ a concentrated form] της κοινωνικής πραγματικότητας, απόσταγμα λαϊκής σοφίας και πνεύματος, εδώ και πολύν καιρό. Σ’ ευχαριστούμε και συγχαίρομε και πάντα τέτοιες πνευματικές δημιουργίες. Άλλωστε, Γιάννη, είσαι και Εννιαχωριανός! Φιλικά Γ. Καραγεωργίου ΧΑΝΙΑ
Ευχαριστούμε πολύ όλα είναι πανέμορφα