■ ποίηση, εκδόσεις ‘‘Α Ω’’, 2022,
της Πηνελόπης Ντουντουλάκη
Ξεκινώντας από τον τίτλο και µόνο, ο αναγνώστης αρχίζει να συλλογιέται λέξεις που αρχίζουν από το γράµµα θήτα: Θεός, θυσία, θάνατος, θαύµα, θυµός, θηρίο, θύελλα, θάρρος, θραύσµατα, θύµηση, θλίψη, θύρες, θάλασσα, Θησέας.
Όλες αυτές οι λέξεις βρίσκουν κάπου µια φωλιά να κουρνιάσουν µέσα στην ποίηση της Πηνελόπης Ντουντουλάκη. Όλες, εκτός από την τελευταία, δηλαδή τον Θησέα, που βρήκε τόπο εκτεταµένης περισυλλογής στην προηγούµενη συλλογή της, «το βλέµµα του Μινώταυρου». Σίγουρα, όµως, κάπου βρίσκεται κρυµµένος κι εδώ ο Μινώταυρος και καραδοκεί να δει, αν ο άνθρωπος , ή αλλιώς ο Θησέας, βρήκε τον µίτο της Αριάδνης στον λαβύρινθο της ζωής και οδηγείται ασφαλής προς τη µοιραία του έξοδο.
“Καθόπως γράφει η Ελένη Γαλάνη στο ποίημά της “Θυσία (όπως Θησέας – στο
θηλυκό) από τη συλλογή “Οξυγόνο δύο”:
«∆εν έµαθα να ρίχνω πέτρα πίσω µου,
µόνο ονειρεύοµαι ουρανούς µπροστά σε πένθιµα πανιά –
κάτω από µαύρα άστρα….»
και κλείνει µε τους στίχους
«… Ένα πέλαγος µέγα. Μικρό.
Μια θάλασσα από αλάτι».
Πόσο τυχαίο είναι, άραγε, ότι τόσο σηµαντικές και πρωταρχικές έννοιες, όπως εκείνες που αναφέραµε στην αρχή, ανήκουν σε λέξεις που ξεκινούν από θήτα;
Πόσο τυχαίο είναι ότι το εισαγωγικό ποίηµα της συλλογής «αντί προλόγου» παραπέµπει σε αρχαϊκή επιγραφή, παραπέµπει στις απαρχές του ελληνικού λόγου;
Όλα τα γράµµατα του ελληνικού αλφαβήτου είναι σοφά, ισχυρίζεται. Αλλά ειδικά το Θήτα, µας αναγκάζει σε µια ακούσια επιβράδυνση της εκφοράς, µια ασυνείδητη «περίσκεψη ή φειδώ».
Τη θέση του µυθικού Θησέα της προηγούµενης συλλογής διαδέχονται εδώ άλλα µυθικά σύµβολα, όπως ο Σίσυφος και ο Προµηθέας, άλλες αρχαίες µορφές όπως ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης. άλλα αρχαία πρόσωπα όπως ο άρρητος Οδυσσέας στον αριστουργηµατικό «Ποιητή», για να µας θυµίσουν το σθένος που απαιτείται για ν’ αντιµαχόµαστε τη φθορά, την ιδιοτέλεια της αυθαιρεσίας, την έπαρση της δήθεν γνώσης, την πλάνη των ψευδαισθήσεων που µας περικυκλώνουν ασφυκτικά κι εσύ, αναγνώστη, βρες πόσες λέξεις απ’ όσες ανέφερα, κρύβουν µέσα τους το µεγάλο Θήτα.
Έτσι κι η γλώσσα, η πανάρχαιη γλώσσα είναι παρούσα γύρω και µέσα µας και ας µη γίνεται πάντα αντιληπτή, αλλά νιώθει κανείς ότι «σταθερά ψαλιδίζεται». Γι’ αυτό, η ποιήτρια σπεύδει να δώσει θαυµαστά παραδείγµατα επιβίωσής της σε λέξεις όπως το calcone, το fractal, to penalty.
Ωστόσο, η πραγµατικότητα είναι αµείλικτη. Οι εκλογές που έρχονται και ξανάρχονται βοηθούν την «αδιάκοπα κλεµµένη ζωή να δραπετεύει από τα ράκη της παραίτησης», η ταπεινή µας καθηµερινότητα κατακλύζεται από όρους οικονοµολογικούς, εξατµίζοντας τη δρόσο της πνευµατικής ροής, στα καφέ «τάδε» ή του ¨Κουµ – Καπί» οι θαµώνες βυθίζονται στο κοµπολόι, στην τηλεόραση, στην περίβλεπτη θέα, στη µοναξιά, εντέλει σε µια ιδιότυπη εγκατάλειψη.
Μια παρόµοια εγκατάλειψη, όµως, βιώνουν και τα κτίρια. Το «Σαπωνοποιείο ΑΒΕΑ», το «Παλιό Αεροδρόµιο» του Ελληνικού, τα «Κλειστά Σχολεία». Χώροι που βίωσαν κάποτε πλήθος κόσµου να περνά από µέσα του για να µεταβεί σε ένα αεροπορικό ταξίδι, σε µια περιπέτεια γνώσης, σε µια παραγωγή προϊόντων που η οσµή τους δε µας αφήνει αδιάφορους, ενώ σήµερα αντικρίζει κανείς «σιωπηλά ντουλάπια», «άδειες καρέκλες», «λησµονηµένα έγγραφα».
Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος δε χάνει το θάρρος του. Το «Κυνηγηµένο ∆ίκιο» γυρεύει «στίχο να πιαστεί», οι «ταξιδιώτες αναπολούν πάντα ωραία ταξίδια» στην προκυµαία, ο Οκτώβρης «έρχεται περιβεβληµένος την ένδοξη άλω του ψυχωµένου αγώνα απέναντι στις λεγεώνες µιας θεωρίας που αµφισβητούσε … την αυτοδιάθεση λαών και ανθρώπων», στην «Πρωτοχρονιά 2020» διαισθάνεται την ύπαρξη µιας Φάτνης «που περιβάλλει µε ζήλο το Φως», οι άδειοι δρόµοι, τον καιρό της πανδηµίας του ψυχοφθόρου ιού, ψιθυρίζουν «µα βέβαια, θα έρθουν καλύτερες µέρες!», υπάρχει πάντα «Πρωτοµαγιά και Ανάσταση».
Όχι πως δε λείπουν οι σηµαντικές απώλειες και η σηµαντικότερη όλων εκείνη της µάνας. Ένα πρωινό της Τρίτης, στην άδεια αίθουσα ενός ναού, οι λιγοστοί επισκέπτες, «µε χειρουργικές µάσκες στα πρόσωπά τους, βουβοί ανάβουν το κεράκι της Μνήµης» για τη µετοίκηση του αγαπηµένου προσώπου, τη νοσταλγία της φωνής της που έλεγε «δεν είµαι πια εγώ», την µεταφορική σηµασία των βράχων που ξεπροβάλλουν σαν «εντοιχισµένα αγάλµατα … εκεί όπου το φως εναλλάσσεται µε τη σκιά», το «φτερούγισµα της ψυχής» σε κάθε σηµάδι της φύσης που θυµίζει τη µορφή της µάνας και τέλος, κάνουν µια «εκδροµή» στο όνειρο, µε πολύ προσοχή, µην ταράξουν αυτό το φτερούγισµα, µην ταράξουν αυτή την ψυχή.
Μαζί µε τις ψυχές, ωστόσο, εκδράµει κι ο χρόνος. Από την «Πρωτοχρονιά 2020» περνάµε στα «Χριστούγεννα 2021» και στον Νοέµβρη «ώρα 12 και κάτι» µε σύννεφα και βροχές, µε σελίδες που στάζουν στίχους, «αναµετρώντας την αλήθεια και το ψέµα», «πριν κλείσεις και πάλι τα βλέφαρα», αναγνώστη, εκεί που «αθέατοι ονειροκόµοι τακτοποιούν το νέο σκηνικό», εκεί που «οβάλ κορνίζες» προβάλλουν «µια διάχυτη θλίψη». Αλλά ο χρόνος είναι και «ιάτορας» (στο εξαίρετο οµώνυµο ποίηµα, αφιερωµένο στον ιατρό Βάσο Πουλόπουλο), «κήδεται σωµάτων και ψυχών», «ζωγραφίζει µε πείσµα χαµόγελα στον ορίζοντα µέχρι το τέλος».
Μια ποιητική συλλογή που σέβεται τον εαυτό της, δε µπορεί παρά να περιλαµβάνει και κάποια σύγχρονη αναφορά, µια αφορµή από την τρέχουσα πραγµατικότητα. Η συλλογή του «Μεγάλου Θήτα» κλείνει µε ένα ποίηµα για την Ουκρανία, µια ταπεινή, µουσική οιµωγή για τον πόλεµο, τον πόλεµο που δε γνωρίζει εποχές, που δε µοιράζει ενοχές, ικανές να τον αποτρέψουν. µια ανώφελη θυσία των ψυχών στο βωµό της βίας, της βίας που στέκεται βουβή απέναντι σ’ ένα παιδί που παίζει πιάνο σε «µια άδεια αίθουσα ξενοδοχείου».
Κλείνοντας ο αναγνώστης τη συλλογή, θα έχει κοινωνήσει την ιερή κληρονοµιά του «Μεγάλου Θήτα», θα έχει νιώσει την θαλπωρή των στίχων, θα έχει θερµάνει την πνευµατική του εστία και θα θυµάται τις σπίθες µιας φωτιάς που καίει ακόµα, για να περισώσει την ανθρωπιά και την αλληλέγγυα πρόθεσή της.
Αθανάσιος Βαβλίδας
Λογοτέχνης, µεταφραστής