Οι νέοι υγιείς και δυνατοί κάποια στιγμή γερνούν και γίνονται αδύνατοι. Αργά η γρήγορα ο ουρανός ανοίγει διάπλατα για τους νεότερους. Ο θάνατος είναι μια βέβαιη και καθημερινή στιγμή που κανείς δεν μπορεί ν’ αποφύγει.
«Πάσα σαρξ ως ιμάτιον παλαιούται, η γαρ διαθήκη απ’ αιώνος, θανάτω αποθανή (1)», δηλαδή: «Κάθε άνθρωπος γερνάει, παλιώνει σαν το ρούχο, ο αιώνιος νόμος είναι να πεθαίνεις»
Τούτο το θέμα διαπραγματεύεται άριστα ο Γιώργης Μανουσάκης (2) στην ποιητική του συλλογή “Ανθρωποι και Σκιές” (3).
Μιλά γι’ αυτούς που κάποτε γεμίζανε το σπίτι μ’ ένα κορμί τριζάτο, κι η φωνή τους ηχούσε σα βροντή… Πως ζάρωσαν μέσα σε λίγα χρόνια, ίσκιοι τώρα λιγνοί, συμμαζεμένοι… Τραβήχτηκαν στις πιο απόμερες γωνιές, και πεθαίνουνε μια νύχτα διακριτικά και αθόρυβα… (4).
Παρατηρεί τον ηλικιωμένο μαρμαρά με την απόμακρη και βαριά θλιμμένη έκφραση. Τον έβλεπε στην ίδια θέση πάντα σαν περνούσε από το μαρμαράδικο αργά τ’ απόγευμα και αναρωτιόταν: Είναι στ’ αλήθεια ο μαρμαράς ή κάποιος πεθαμένος που σηκώθηκε κι ακουμπισμένος στο σταυρό του κατοπτεύει την κίνηση του δρόμου; Σαν να μην του ’κανε καμία εντύπωση ότι έβλεπε, μπρος σ’ άλλα πράγματα σπάνια και τρομαχτικά που τα’ χει δει ποιος ξέρει πού και πότε… (5).
Στην ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη ο θάνατος είναι τόσο φοβερός όσο και ασήμαντος. Είναι μπροστά μας ή πίσω μας σε απόσταση δευτερολέπτου ή αιώνα.
Αλλοτε μας διαπερνά και χάνεται:
«Κουβέντιαζαν με ζέση τα νέα της γειτονιάς, τα νέα της πόλης. Σα να μην έπιανε το κέντρο του δωματίου κείνο τ’ ομοίωμα ανθρώπου ανάμεσα στις δύο λαμπάδες που σιγόκαιγαν. Σα να’ χε μεταμορφωθεί ο παππούς σ’ ένα σπιτίσιο πράγμα, σ’ εν’ ακόμη έπιπλο από κίτρινο ξύλο…» (6).
Άλλοτε καρφώνεται για πάντα μέσα μας:
«Δυόμιση η ώρα μετά τα μεσάνυκτα…
Κάτω στο νεκροθάλαμο ο υπεύθυνος ζητά την βοήθεια μας να βάλουμε την νεκρή στο φέρετρο.
Επιασα από τα πόδια κι άλλος ανιψιός απ’ τις μασχάλες.
Φύγαμε όλοι τραβώντας την πόρτα…
Εγώ όμως ψέγω τον εαυτό μου που σ’ άφησα μόνη μέσα στη νύχτα στον παγερό ετούτο θάλαμο, εσένα που με σήκωσες τόσες φορές στα χέρια σου μικρό παιδί, που ’λεγες τ’ όνομά μου με τρυφερότητα σα να ’μουν το παιδί που δε σου έδωσε ο Θεός.
Να μου ’χεις άραγε παράπονο;
Πάντα σου ευγενική δεν ήρθες να μου παραπονεθείς στον ύπνο…» (1).
Τούτοι εδώ που χάσαμε ή που θα χάσουμε «σα δέντρα μεγαλόκλαδα σκέπαζαν κάποτε τον παιδικό ουρανό μας». Και σαν αραιώνουν τα κλαδιά ετούτα και τα φυλλώματα αρχίζουν να πέφτουν, τότε, «πάνω από τα κεφάλια μας ανοίγονται πλατιά διαστήματα κενού. Σα να συμπαρασύρουν στην πτώση τους κομμάτια απ’ το γαλάζιο ουρανό.» (2)
*Οικονομολόγος Ανωτάτης
Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης
E-mail : eurohania@yahoo.gr
Παραπομπές
[1] Σοφία Σειράχ ΙΔ’ 17 – Παλαιά Διαθήκη.
[2] Ο Γιώργης Μανουσάκης (Χανιά, 1933 – 9 Φεβρουαρίου 2008) ήταν Έλληνας συγγραφέας. Ήταν ποιητής και πεζογράφος και έχει γράψει επίσης φιλολογικά δοκίμια και μελέτες. Μεταξύ άλλων τιμήθηκε για το έργο του με το Βραβείο Καζαντζάκη.
[3] «Άνθρωποι και Σκιές» Εκδ. Αστρολάβος/Ευθύνη, 1995
[4] «Ίσκιοι Λιγνοί», σελ 9 .
[5] «Άνθρωπος στην Σκιά», σελ 11
[6] «Ξενύχτισμα», σελ.24
[7] «Κρυώνουν οι νεκροί;», σελ, 22-23
[8] «Ορφάνια», σελ.10