Ξεφυλλίζω τον δεύτερο τόμο του εκδοτικού οίκου Χρήστου Γιοβάνη των Απάντων του εκλεκτού λογοτέχνη μας που ασχολήθηκε μ’ όλα τα είδη του λόγου, άφησε ανεκτίμητο έργο και μια πιστή καταγραφή των καιρών του.
Πάντα επίκαιρο το έργο του, μια που οι καιροί κι οι συνθήκες ζωής αλλάζουν, μα η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει ποτέ!
Αλλά ας ξεκινήσουμε με το πρώτο Πασχαλινό του διήγημα!
«ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΡΝΑΚΙ» ο τίτλος του και μπορούμε να μαντέψουμε το θέμα απ’ την πρώτη κιόλας παράγραφο. «Έχω μια περίεργη τύψη στην ζωή μου, που μου ξαναγυρίζει, και με βασανίζει, σα να ήταν χθεσινή, κάθε Λαμπρή» μας λέει ο αγαπητός μας λογοτέχνης. «Εκείνη τη χρονιά Μεγάλη Εβδομάδα, μας είχαν στείλει από το χωριό μας, ένα αρνάκι…» Ζωντανό βεβαίως! Κατιτί που έφερε μεγάλη αναστάτωση στην οικογένεια. «…Θρήνος έγινε μέσα στο σπίτι. Αν το σφάζανε κανένας μας, είχαμε δηλώσει, δεν θα έβαζε μπουκιά στο στόμα του. Το πήραμε, το αγκαλιάσαμε, το φιλήσαμε, του βάλαμε ένα γαλάζιο κορδελάκι στον λαιμό και αποφασίσαμε να το κάνουμε μέλος της οικογένειάς μας!» μας λέει στη συνέχεια ο Νιρβάνας. Στενόχωρη η κατάσταση και το δίλλημα των γονιών -ειδικά του πατέρα- μεγάλο! Ομως πάντα υπάρχει ο «από-μηχανής θεός»! Στην ιστορία μας παρουσιάστηκε στο πρόσωπο ενός καλοκάγαθου θείου που λυπήθηκε το χαριτωμένο αρνάκι -το οποίο ούτως ή άλλως δεν είχαν χώρο να κρατήσουν- το πήγε στο αγρόκτημα κάποιων καλών ανθρώπων που θα το φρόντιζαν, και τους έφερε ένα… άλλο, έτοιμο για τη σούβλα, που το γεύτηκαν όλοι μαζί τη μέρα του Πάσχα. Ομως μια τρομακτική ιδέα μπήκε στο μυαλό του συγγραφέα μας, ο οποίος μια ζωή υπέθετε πως το αρνάκι που έφαγαν μπορεί να ήταν… “εκείνο” το δικό τους, κι ο θείος να τους είχε όλους -ή ίσως μόνο τους μικρούς;- οικτρά παραπλανήσει…
Ο Αζώρ βέβαια, στο επόμενο διήγημα «ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΑΖΩΡ» δεν είχε τύψεις ή παρόμοιους ενδοιασμούς! «…ήταν μελαγχολικός όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα. Είχαν λείψει εντελώς τα κόκκαλα από το σπίτι. Αυτό δεν μπορούσε να το εξηγήσει ο καλός Αζώρ. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Ύστερ’ από τα πλούσια κόκκαλα και τις ωραίες σάλτσες, να καταντήσει στο ξερό ψωμί, του ήταν ακατανόητο!» ξεκινά τη διήγησή του ο Νιρβάνας. Ακόμα κι όταν σηκώθηκε στα δυο, μύρισε τα νηστίσιμα στο τραπέζι και κατάλαβε ότι δεν τον είχαν για κάτι τιμωρήσει, συνέχισε να νοιώθει κατάφωρα… αδικημένος! Η δυστυχία του Αζώρ δεν κράτησε ωστόσο πολύ, γιατί έφθασε η Αναστάσιμη μέρα, μπήκε το αρνί στη σούβλα και «…Η κνίσα του είχε γεμίσει βάλσαμα τον ανοιξιάτικον αέρα. Και ο Αζώρ άλλος σκύλος τώρα, πηγαινοερχόταν χαρούμενος, σάλευε την ουρά του και άφηνε μικρά, χαρούμενα γαυγίσματα». Δεν παρέλειψε μάλιστα με το πέρας του λουκούλλειου γεύματος της ημέρας «να γλύψει γλυκά στο μάγουλο» το αφεντικό, εκφράζοντας τις ευχαριστίες του, αλλά κι ανταλλάσσοντας μαζί του… «Αναστάσιμον ασπασμόν»!
Σπουδαίο πράγμα το καλό φαγητό, σε κάνει να ξεχάσεις ακόμα και κάθε πιστεύω σου, αυτό ακριβώς που συνέβη στο «ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ» όπου ο καλός μας συγγραφέας θα μας συστήσει ένα γνωστό μικροσυνταξιούχο, καφενόβιο των καιρών του που τον έλεγαν «Δάσκαλο». Ανθρωπος στερημένος, γκρίνιαζε συνεχώς για τις ατυχίες της ζωής του, πράγμα που του έδινε και κάθε δικαίωμα…να παριστάνει τον άθεο! Δεν ήταν ωστόσο κανείς ανόητος! Όταν τον τσίγκλησαν λέγοντάς του: «Δίκιο έχεις, Δάσκαλε», έσπευδε ν’ απαντήσει: «Αμ δίκιο έχω βέβαια. Φέρτε λοιπόν τα καπνά σας να στρίψουμε και κανένα». Ή «Τι να σας πω βρε παιδιά. Δεν τα είπαμε τόσες φορές. Κεράστε κανένα καφέ, τέλος πάντων, και βλέπουμε». Αυτόν τον καιροσκόπο θέλησε να συνετίσει ο πατέρας το λογοτέχνη μας και τον κάλεσε τη νύχτα της Ανάστασης στο γιορτινό τραπέζι. «Μόλις καθίσαμε μεσάνυχτα στο τραπέζι να φάμε, να σου κι ο Δάσκαλος. Μας ευχήθηκε και κάθισε. Η μαγειρίτσα άχνιζε στο τραπέζι. Τα κόκκινα αυγά σωρός στις φρουτιέρες. Τα ψητά, τα τυριά, οι σαλάτες, τα φρούτα, τα κρασιά πανηγυρίζανε απάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο την Ανάσταση του Κυρίου…». Σκέτος παράδεισος, μόνο που ο «Δάσκαλος» για να ξεκινήσει το φαγοπότι έπρεπε πρώτα να πιστέψει πως η ζωή του είχε επιτέλους χαμογελάσει κι όφειλε να ευχαριστήσει τον Θεό γι’ αυτό. Πράγμα που έκανε, όταν αυτοστιγμεί παραδέχτηκε πως είχε… «δει φως», αφού του είχε στείλει ο καλός Θεούλης ανθρώπους να τον συμπονέσουν, και κυρίως να τον ταΐσουν του κόσμου τα καλούδια…
Την επόμενη ωστόσο, τίποτα δεν θα τον εμπόδισε να επανέλθει στα γνωστά του. Διότι οι κάθε είδους οργανωμένοι…επαγγελματίες δεν πτοούνται, δεν αφήνουν εύκολα το προσοδοφόρο επάγγελμα και βέβαια πάντα το γιορτάζουν καλύτερα απ’ τους απλούς μεροκαματιάρηδες. Σαν τους… ζητιάνους, που σ’ ένα άλλο εμπνευσμένο διήγημα με τίτλο «ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΖΗΤΙΑΝΩΝ», απασχόλησαν τον συγγραφέα μας. Σε μια ενοικιαζόμενη μάνδρα στη γειτονιά του, μέσα σε δυο καλύβες ζούσαν μερικοί κακόμοιροι ζητιάνοι. Ο μουγκός, ο τυφλός, ο χωλός, η μάνα με το άρρωστο παιδί, και πάει λέγοντας. Τη βραδιά της Ανάστασης ο συγγραφέας παρακολουθεί το θορυβώδες γλέντι τους απ’ το παραθυράκι του δωματίου του κι εκπλήσσεται: «…Στεκόμουνα πίσω απ’ τις γρίλιες και κοιτούσα. Κοίταζα και δεν πίστευα τα μάτια μου. Εκείνος που’ παιζε το βιολί, με λεβέντικες δοξαριές δεν ήτανε ο κουλός νέος, με το κρεμασμένο άδειο μανίκι;…Ο γέρος που φορούσε πάντα στον δρόμο τα σκούρα τα γυαλιά, ένας λεβεντόγερος ίσαμε εκεί πάνω, δίχως γυαλιά τώρα, έσερνε το χορό. Και πως τον έσερνε! Έσκυβε και μετρούσε τις πατημασιές του με χίλια τσαλίμια… Εκείνος πάλι που τραγουδούσε το τραγούδι του Τριτσιμπίδα ήτανε ο βουβός που αγρικιότανε με τα νοήματα…». Μεγάλη η αποκάλυψη για ένα μικρό παιδί που είχε αρχίσει να νυστάζει, μα δεν το έβαζε κάτω: «…Πριν κλείσω όμως το παράθυρο -παιδί πράγμα ήμουνα- μου ήλθε η διαβολιά να ξαφνιάσω τους καλούς χαροκόπους. Κι έμπηξα μια φωνή: “Χριστός Ανέστη βρε παιδιά. Πάντα χαρούμενοι!” Δεν ήξεραν από πού ερχόταν η ευχή κι ούτε που τους ένοιαζε, συνέχισαν το γλέντι, αλλά για να μην αφήσει αναπάντητη την ευχή «…ο βουβός -τον είχα γνωρίσει καλά- σήκωνε το κεφάλι και φώναζε κατά τα παράθυρα “Αληθινός ο Κύριος, και του χρόνου!”»…
Αξέχαστες Πασχαλιές, ανεξίτηλες εικόνες, ακούσματα και συναισθήματα εντυπωμένα στο νου του συγγραφέα γίνονται όμορφα, μικρά διηγήματα και δημοσιεύονται εκεί γύρω στα 1925-30. Καλές, αλλά και κακές μνήμες, σαν κι εκείνη τη Πασχαλιά στο «ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ» όπου τα σχεδόν ωμά, βαμμένα αυγά που του χάρισε μια θεία -και που έβαλε στις τσέπες του βελούδινου, ολοκαίνουργιου κουστουμιού του- έσπασαν, το λέκιασαν ανεπανόρθωτα, του χάλασαν τη μέρα, και του άφησαν στα δέκα του μια απ’ τις πιο δυσάρεστες, παιδικές του αναμνήσεις…
Καμπάνες που χτυπούν χαρμόσυνα, χαρές για μικρούς και μεγάλους, καινούργια ρούχα, καλό φαγητό, μάζεμα όλης της οικογένειας, και βέβαια ένα ατέλειωτο γλέντι συνοδεύουν συνήθως τη γιορτή της Ανάστασης, τη μέρα της Αγάπης με το βαθύτερο νόημα που ο καλός μας συγγραφέας δεν αγνοεί και της αφιερώνει ένα απ’ τα καλύτερά του κομμάτια.
Στο διήγημα «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» -σ’ ένα ορεινό χωριό της Ρούμελης όπου έτυχε να κάνει Ανάσταση κάποια στιγμή ένας γέροντας χωρικός ύψωσε την λαμπριάτικη λαμπάδα του στον ουρανό κι είπε σαν να μιλούσε στον εαυτό του: «Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα Ουράνια». Στήλωσε κι ο Παύλος Νιρβάνας το βλέμμα ψηλά στον ημερωμένο θόλο, μπήκε στο πνεύμα του απλού εκείνου πιστού ανθρώπου και κατέγραψε τους κοινούς τους στοχασμούς: «…τα Ουράνια είχαν ημερέψει. Δεν κατοικούσε πια εκεί πάνω, υψωμένος στον τρομερό του Θρόνο, ένας θεός ξένος για τους ανθρώπους. Κατοικούσε ένας γλυκύτατος θεός, που είχε πονέσει όλους τους πόνους των ανθρώπων, που είχε γνωρίσει όλες τις αδικίες της γης, που είχε τραβήξει όλες τις καταφρόνιες, που είχε πληρώσει όλες τις αχαριστίες. Τον έβρισαν, τον αναγέλασαν, τον έφτυσαν, τον έσυραν δεμένο στους δρόμους σαν το τελευταίο κακούργο, τον σταύρωσαν. Επείνασε, εδίψασε, κουράστηκε, αντίκρισε την φρίκη του θανάτου. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του λησμονημένο κι από τον ίδιο τον Θεό που ήταν πατέρας του. “Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες». Αυτός ο καλός θεός που είχε ανέλθει στα ουράνια κοιτούσε στοργικά εκείνη τη γιορτινή βραδιά κάθε βασανισμένο άνθρωπο. Κι αναρωτιέται ο Νιρβάνας: «…Γιατί ν’ απελπίζεται ο άρρωστος; Εκείνος που γιάτρεψε τον τυφλό και τον παράλυτο είναι τώρα εκεί απάνω για να τον γιατρέψει. Γιατί να βαρυγκωμάει ο φτωχός και ο αδικημένος; Εκείνος που πείνασε και δίψασε είναι τώρα εκεί απάνω και καταλαβαίνει την δυστυχία του. Γιατί να λαχταράει η μάνα για το παιδί της; Εκεί απάνω στους Ουρανούς είναι μια Μανούλα που δοκίμασε τον πόνο της, για να παρακαλέσει το παιδί της να κυβερνάει τον κόσμο, να την ελεήσει. Και γιατί να τρέμει ο ασπρομάλλης ο γέρος την ώρα του θανάτου; Είναι και γι΄ αυτόν, είναι για κάθε ψυχή μια ανάσταση» .
Τελειώνοντας θα μας πει «Τα Ουράνια είχαν ημερέψει, αλήθεια, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα. Και η λαμπάδα στο γέρου είχε υψωθεί σα χαιρετισμός και σαν ευχαριστία, προς τα αναστάσιμα άστρα. ”Χριστός Ανέστη, παππού”, “Ο Θεός, ο Κύριος, παιδί μου”!»
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!