Aγαπούσε από πάντα τα σκυλιά κι είχε πολλές ιστορίες να διηγηθείτε εκείνα τα κρύα βραδιά του χειμώνα στα νυχτέρια του άλλοτε. Είχε και λέγειν, κι ακόμα και ο πιο καλός ομιλητής της παρέας πρόθυμα του παραχωρούσε το λόγο.
Έτσι έγινε κι εκείνη τη βραδιά που είχαμε όλοι μαζευτεί στο φιλόξενο σπίτι του. Του ζητήσαμε να μας μιλήσει για τα παλιά, ξεκίνησε λοιπόν κι αυτός με ζέση να μας πει άλλη μια απ’ τις αξέχαστες περιπέτειες των νιάτων του.
«Θυμάμαι…» η φωνή του ακούστηκε γεμάτη νοσταλγία, «…εκείνο το ασπρόμαυρο σκυλάκι που είχα έναν καιρό. Ήταν πανέξυπνο, πιστό και καλός φίλος! Με ακολουθούσε παντού όπου πήγαινα. Το αγαπούσαν όλοι οι άνδρες μου είν’ αλήθεια, και το πρόσεχαν πολύ. Κι αυτό ανταπέδιδε με κάθε τρόπο την αγάπη μας. Παρότι απέφευγα να το παίρνω σε αποστολές, ήλθε μαζί μας εκείνη την ημέρα που είχαμε βγει στο βουνό σε μια δύσκολη επιχείρηση. Μας ακολουθούσε σε κάθε βήμα μας, πήγαινε απ’ τον ένα στον άλλο, χαϊδευόταν, κουνούσε την ουρά κι αλάφραινε λιγάκι τη βαριά ατμόσφαιρα…»
Η φωνή του ράγισε, έκανε ένα μικρό διάλλειμα να πάρει μια ανάσα και το γεροντικό του πρόσωπο πήρε μια αδιευκρίνιστη έκφραση.
Ήταν λύπη, ήταν χαρά;
Κανείς μας δεν μπορούσε να την ερμηνεύσει, κι έτσι σιωπηλοί και γεμάτοι περιέργεια περιμέναμε τη συνέχεια!
Τι θα μας έλεγε άραγε ετούτη τη φορά;
Κάτι ενδιαφέρον σίγουρα!
Του δώσαμε λίγο χρόνο, έβαλε σε μια σειρά τις σκέψεις του και συνέχισε: «Εκείνη την μέρα, Μεγάλο Σάββατο ήταν, ο ουρανός ήταν βαρύς κι ο καιρός βροχερός. Δύσκολα τα πράγματα όταν είσαι με απόσπασμα στο βουνό! Άμα βρέχει βρέχεσαι, άμα κάνει κρύο κρυώνεις κι αν νυχτωθείς κοιμάσαι όπου βρεις! Βαδίζαμε στα κατσάβραχα απ’ το πρωί, ανιχνεύοντας κάθε κίνηση πίσω από δένδρα και θάμνους. Κάθε στιγμή θα μπορούσε να συμβεί το οτιδήποτε! Είχα τον νου μου…Κι η σκέψη μου πάντα στους άνδρες μου. Εξάλλου τους ετοίμαζα και μια έκπληξη. Για την περίπτωση που θα ξεμέναμε στις ερημιές κουβαλούσα στο σακίδιο μου ένα παγούρι ρακή, μερικά κόκκινα αυγά, δυο κεριά, ένα καλό κομμάτι κρέας και μερικά κουλουράκια για να γιορτάσουμε κι εμείς. Όσο γινόταν βέβαια! Όμως μ’ έτρωγε η αγωνία, γιατί είχε φτάσει απόγευμα και δεν έβλεπα πουθενά χωριό, κάποιο καλύβι, μια σπηλιά ή έστω ένα κούφωμα για να καταλύσουμε. Η ευθύνη μου μεγάλη, επειδή ο…λήσταρχος -μην με κοιτάτε έτσι, υπήρχαν ακόμα λήσταρχοι στον καιρό μου!- είχε γίνει…μεγάλος μπελάς στην περιοχή. Ρήμαζε τα χωριά, έκλεβε τα κοπάδια, τρομοκρατούσε το κόσμο… Είχε δικούς του παντού, κι όπως εμείς πληροφορηθήκαμε ότι βρισκόταν στην περιοχή μας, έτσι κι αυτός σίγουρα θα είχε μάθει πως βγήκα στο βουνό να τον κυνηγήσω! Το πιθανότερο να είχε μετακινηθεί σε άλλη περιφέρεια. Εμείς όμως έπρεπε να κάνουμε το καθήκον μας! Βέβαια βαθιά μέσα μου επιθυμούσα να μην βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο τη νύχτα που ερχόταν. Μεγάλη γιορτή, ημέρα Αγάπης ξημέρωνε! Εξάλλου δεν ήθελα με το τίποτα να χάσω κάποιον απ’ την ομάδα μου. Ήταν και το σκυλί, που πήγαινε πέρα-δώθε κι ανησυχούσα και γι΄ αυτό …»
Εδώ έκανε ξανά μια μικρή παύση, έφερε το ρυτιδιασμένο χέρι στο κούτελο -σαν να το σκούπισε- εμείς ακίνητοι παρακολουθούσαμε κάθε λέξη του, κι η αγωνία στο κατακόρυφο.
Ξεκουράσθηκε λίγο κι ύστερα μίλησε ξανά: «Συνεχίσαμε την πορεία μας, βαδίζαμε συνεχώς και κάποια στιγμή φτάσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Μπρος μας είχαμε τώρα δυο στενούς, δύσβατους καρόδρομους. Έριξα μια ματιά ολόγυρα. Λιγοστά τα δένδρα, αραιή η βλάστηση μέχρι εκεί που έφθανε το μάτι. Στο βάθος χαμηλή συννεφιά και μια θολούρα άλλο πράγμα! Την περιοχή πάνω-κάτω την ήξερα, όχι όμως κι όλα τα μονοπάτια της. Ποιόν δρόμο θα ήταν καλύτερα να πάρουμε; Μήπως να χωρίσω την ομάδα στα δυο για να καλύψουμε όλη την περιοχή;»
Σήκωσε τις παλάμες ψηλά ο γέροντας, όπως κάνουμε όταν βρισκόμαστε σε δίλλημα: «Δύσκολη απόφαση, μα ο διμοιρίτης μου ήταν έμπειρος…», είπε αργά. «Μπορούσα να τον εμπιστευτώ. Έτσι χωριστήκαμε σε δυο ομάδες κι αποχαιρετιστήκαμε με την ευχή να πάνε όλα καλά. Έφυγαν οι μισοί απ’ τον ένα δρόμο…»
Ο γέροντας έδειχνε τώρα ταραγμένος, ζήτησε ένα ποτήρι νερό από την κυρία του, το ήπιε με αργές γουλιές και συνέχισε: «Πήρα με τους δικούς μου τον άλλο, που μετά από λίγο άρχισε να λοξεύει επικίνδυνα και να μας απομακρύνει απ’ το σημείο συνάντησης. Θα καταφέρναμε άραγε να γυρίσουμε εγκαίρως στο σταυροδρόμι; Θα επιστρέφαμε όλοι σώοι κι αβλαβείς; Μήπως είχα κάνει λάθος που χώρισα την ομάδα; Έβαζα το χειρότερο στο νου μου…Δεν το έδειχνα βέβαια! Συνέχισα να προπορεύομαι και να δίνω οδηγίες. Βαδίσαμε μια-δυο ώρες ακόμα, το φως της μέρας είχε λιγοστέψει για τα καλά, εις μάτην αναζητούσα ένα ασφαλές μέρος για να ξαποστάσουμε. Έτσι συνεχίσαμε να προχωρούμε αργά και βασανιστικά, με κάθε προφύλαξη, κρατώντας αποστάσεις ο ένας απ΄ τον άλλο. Ευτυχώς ο δρόμος σύντομα άρχισε να φαρδαίνει και κάποια στιγμή διακρίναμε κάπου στο βάθος ένα πλάτωμα κι από πίσω του κάτι που έμοιαζε με μικρό λοφάκι. “Εδώ θα ξεκουραστούμε” σκέφτηκα. “Καλυμμένοι απ’ την πλαγιά του λόφου”. Καθώς όμως, σκυφτοί και με προσοχή, πλησιάζαμε το σημείο, σαν να διέκρινα πίσω από τους θάμνους, ανάμεσα στα χόρτα μια σειρά όγκους που έμοιαζαν…ξαπλωμένα σώματα! Δεν ήταν εύκολο να υπολογίσω πόσοι ακριβώς ήταν! Τρείς, τέσσερεις, πέντε ίσως; Όμως ήταν εκεί και τους είχα πιάσει στον ύπνο! Έκανα νόημα στους άνδρες, κι έτοιμος ήμουν να δώσω τη διαταγή της επίθεσης…όταν …όταν…»
Η φωνή του συγκινημένη χάθηκε πάλι, αλλά μόνο για λίγο: « …όταν παιδιά μου, ήλθε και…έπεσε πάνω μου ένας…μαύρος…όγκος! Που πριν προλάβω ν’ αντιδράσω, άρχισε να…γαυγίζει χαρούμενα και να με γλύφει! Ήταν το …ασπρόμαυρο σκυλάκι μου! Είχε ακολουθήσει την άλλη ομάδα! Τους άνδρες μου που κοιμόταν του καλού καιρού! Που ήμουνα έτοιμος να χτυπήσω…Σίγουρα θ’ ανταπέδιδαν τα πύρα κι εκείνοι, και μέσα στη σύγχυση της στιγμής μπορεί και να σκοτώναμε ο ένας τον άλλον!! Βλέπεις τα δυο μονοπάτια οδηγούσαν στο ίδιο σημείο! Που να το ξέρει όμως αυτό κανείς, που για ώρες βαδίζαμε προς το άγνωστο; Προς τον…θάνατό μας ίσως, κι ας ήμασταν όλοι νέα παιδιά ακόμα! Μας έσωσε όμως, το σκυλάκι…»
Σταμάτησε και μας κοίταξε έναν-έναν.
«Έτσι έγινε!» είπε τέλος. «Ο σκύλος μας έσωσε! Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου!»
Είχαμε μείνει άναυδοι…
«Και γιορτάσατε την Ανάσταση τελικά;» ρώτησε δειλά κάποιος απ’ την άλλη άκρη της κάμαρας.
«Μα ναι!» ακούστηκε η φωνή του γέροντα. «Εξάλλου μ’ αυτά και εκείνα είχαν φτάσει μεσάνυχτα! Χαμηλόφωνα ψάλαμε το «Χριστός Ανέστη», ανταλλάξαμε φιλιά κι ευχές, φάγαμε και το χαρήκαμε περισσότερο από κάθε άλλη φορά! Εννοείται πως δεν κλείσαμε μάτι όλη νύχτα…»
«‘Ήταν ένα θαύμα!», είπε ένας κι έκανε το σταυρό του.
«Ήταν βέβαια! Το πιστεύω ακράδαντα…» απάντησε ο βετεράνος.
«Και ο λήσταρχος;» ρώτησε ένας μικρούλης που είχε εντυπωσιαστεί απ’ την φανταστική ιστορία που ‘χε ακούσει. «Και το σκυλάκι;»
«Ο λήσταρχος; Δεν τον έπιασα εκείνη την ημέρα, αλλά δεν χρειάσθηκε να τον ξανακυνηγήσουμε στο βουνό, αφού λίγο μετά τον…κατέδωσαν οι δικοί του! Όσο για το σκυλάκι, έζησε κοντά μου αρκετά χρόνια και πάντα το ευγνωμονούσα!» είπε ο γέροντας, ύστερα έσφιξε το χέρι στη λαβή του μπαστουνιού του, το έφερε εμπρός, στηρίχτηκε πάνω του κι ανασηκώθηκε…
Τον καληνυχτίσαμε καθώς αποσυρόταν στο δωμάτιό του, κι η συμβία του μας κέρασε άλλη μια τσικουδιά, καρύδια και γλυκό του κουταλιού για να ηρεμήσουμε.
Τόση όμως ήταν η ένταση της ψυχής μας που τίποτα δεν μας συνέφερε!
Κοιταζόμασταν μόνο κι απορούσαμε με τις συμπτώσεις, τα απρόοπτα, αλλά και τ’ αληθινά θαύματα του κόσμου ετούτου…
Καλή Ανάσταση σε όλους.