Το βιβλίο τούτο είναι η καταγραφή του αγώνα ανάμεσα σε δύο ιδιοσυγκρασίες, δύο συνειδήσεις και σχεδόν δύο εποχές. Η έκβασή του ήταν αναπόφευκτα η ρήξη. Περιγράφονται δύο ανθρώπινα πλάσματα που το ένα γεννήθηκε για να πετάει προς τα πίσω, ενώ το άλλο μπορούσε να προχωρήσει μόνο προς τα εμπρός. Ήρθε ένας καιρός που οι δυο τους έπαψαν να μιλούν την ίδια γλώσσα, να τρέφουν τις ίδιες ελπίδες, να έχουν τους ίδιους πόθους. Τουλάχιστον όμως -μικρή παρηγοριά γι’ αυτόν που έμεινε στη ζωή- ποτέ, μέχρι και την ύστατη ώρα, δεν έπαψαν να σέβονται ο ένας τον άλλο ή να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο με πικρή συγκατάβαση.
Ο συγγραφέας θα μπορούσε να κρύψει το προσωπικό πίσω από τη μυθιστορία, να επινοήσει δύο χαρακτήρες, πατέρα και γιο, που να μοιάζουν στα πρωτότυπα μοντέλα, και μέσω αυτής της μυθιστορίας να διηγηθεί τα βιώματά του, να καταγράψει τις σκέψεις του, να αναζητήσει απαντήσεις στα ερωτήματά του, να επουλώσει τις πληγές του. Δεν το κάνει όμως. Και μάλιστα φροντίζει να το ξεκαθαρίσει ευθύς εξαρχής: “Στις ημέρες μας, που η μυθοπλασία παίρνει μορφές τόσο πρωτότυπες και απατηλές, οφείλω ίσως να πω ότι η αφήγηση που ακολουθεί είναι αληθής σε όλα τα μέρη της, μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρειά της· ο συγγραφέας της επέδειξε τη μέγιστη δυνατή προσήλωση στην αλήθεια.” Σπεύδει να διευκρινίσει την απουσία κάθε μύθου, κάθε επινόησης πέρα από εκείνη που μπορεί να οφείλεται σε κάποιο τερτίπι της μνήμης. Ο Γκος επιθυμεί να δώσει μια δοκιμιακή διάσταση στην προσωπική του ιστορία, να σκιαγραφήσει το χάσμα μιας μεταβατικής εποχής, να ορίσει την πάλη δύο αντίθετων κόσμων.
Γεννημένος σε ένα περιβάλλον συντηρητικό και θρησκόληπτο, απομονωμένος από τον έξω κόσμο, χωρίς πρόσβαση σε άλλα κείμενα πέρα από τα θρησκευτικά, επιφορτισμένος με την αποστολή να ακολουθήσει τα βήματα της κατήχησης και της διάδοσης της ορθής πίστης, ο συγγραφέας θα κατορθώσει -γιατί περί κατορθώματος φαντάζει στα μάτια μου τουλάχιστον- να ξεφύγει από αυτόν τον μονόδρομο που είχαν χαράξει γι’ αυτόν οι δικοί του. Ο πατέρας του, υπηρέτης της επιστήμης, φυσιοδίφης και μελετητής, παρά την προσήλωσή του και την αναπόφευκτη διεύρυνση των γνωστικών του οριζόντων, δεν μπόρεσε ποτέ να δει πέρα από τη θεολογική ερμηνεία της κοσμογονίας, έμεινε ανεπηρέαστος από τις προόδους της σύγχρονης εποχής μέχρι το τέλος του, επιλέγοντας την απομόνωση και τον μοναχικό δρόμο.
Θα ήταν πιο εύκολο για τον υιό Γκος να δημιουργήσει μια πατρική καρικατούρα, που θα προκαλούσε την ευθυμία των συγχρόνων του προοδευτικών. Δεν το κάνει όμως. Επιχειρεί κάτι πιο δύσκολο και απαιτητικό, να κατανοήσει τον πατέρα του, τον δικό του τρόπο σκέψης, τα δικά του βιώματα και τις προσλαμβάνουσές του, όχι για να τον δικαιολογήσει αλλά για να είναι δίκαιος μαζί του, ώστε να μην παραγνωρίσει και τα όσα σπουδαία πέτυχε στη ζωή του. Η αφήγηση περιλαμβάνει αναπόφευκτα και διάφορα κωμικά ή συγκινητικά επεισόδια, ενώ η γλώσσα είναι ορμητική και ζωντανή, δίνοντας ξεκάθαρη λογοτεχνική αξία στο κείμενο.
Εκείνο που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον και με συγκλόνισε είναι το λοξοδρόμισμα του γιου. Πώς γίνεται κάποιος να μεγαλώνει σε ένα δεδομένο περιβάλλον και όμως τελικά να καταφέρνει να ξεφύγει απ’ αυτό; Η δύναμη της ποίησης και της λογοτεχνίας, η επίδραση που μπορούν να έχουν σε ένα παρθένο μυαλό, απαίδευτο και μάλιστα αρνητικά προδιατεθειμένο προς εκείνες. Πρόκειται για στείρα αντίδραση ενάντια στο πατρικό μοντέλο ή για μια γενετική προδιάθεση στην οποία αρκεί έστω και ο ελάχιστος σπόρος για να ανθίσει, και τελικά να επικρατήσει; Εκεί βρίσκεται και η διαχρονικότητα του βιβλίου αυτού, η αέναη πάλη του νέου ενάντια στο παλιό, η αδάμαστη ορμή της εξέλιξης, η μάχη ενάντια στη συντήρηση, η επιθυμία για ρήξη. Θα είχε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν ο Γκος είχε αδέρφια, να δει κανείς ποια θα ήταν η εξέλιξη δύο ή περισσότερων ατόμων αναθρεμμένων με τις ίδιες αρχές.
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο, αποτύπωση, εκτός της μάχης πατέρα και γιου, μιας μεταβατικής εποχής, με μια ορμητική αφήγηση που καθηλώνει, συγκινεί και εμπνέει.