Η εξέλιξη του Τύπου, η ιστορική αναδρομή και προβληματισμοί για την επόμενη μέρα του ήταν βρέθηκαν στο επίκεντρο της ημερίδας που διοργάνωσαν στην Πάτρα, η ΕΣΗΕΠΗΝ, το Μουσείο Τύπου και το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, με τίτλο «Από τον ρεπόρτερ του 19ου αιώνα στη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης».
Μιλώντας ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, δημοσιογράφος και συγγραφέας, Νίκος Μπακουνάκης, για το μέλλον του έντυπου τύπου, είπε αρχικά ότι «μπορεί ο έντυπος Τύπος να υποχωρεί με μεγάλους ρυθμούς, όπως βλέπουμε διεθνώς, υπάρχει όμως και εγώ νομίζω ότι θα υπάρχει, καθώς τα πράγματα κάπως έχουν ισορροπήσει και σκεφτόμαστε καλύτερα».
Επίσης, ανέφερε ότι «μεγάλοι εκδοτικοί οργανισμοί και στην Ευρώπη και στην Αμερική, όπου το μοντέλο είναι περίπου το ίδιο, αφού επηρεαζόμαστε από τις ίδιες κατά κάποιον τρόπο συνθήκες και οι νοοτροπίες ανθρώπων μοιάζουν, αυτοί οι οργανισμοί διατηρούν τα έντυπά τους».
Αναφερόμενος στην τεχνητή νοημοσύνη, είπε ότι «παράγει περιεχόμενο, κάνει συνθέσεις και θεωρείται ότι είναι μία απειλή σήμερα για τους δημοσιογράφους και τη δημοσιογραφία, όμως δεν είναι απειλή, αντίθετα νομίζω ότι θα είναι ένα πολύ σημαντικό καινούριο εργαλείο για τους δημοσιογράφους και τα μέσα».
Παράλληλα, τόνισε ότι «τα νέα εργαλεία δεν έχουν αλλάξει τον τρόπο με τον οποίον κάνουμε ρεπορτάζ, διότι η καλή δημοσιογραφία είναι πρωτότυπη και αποκαλύπτει άγνωστες ή κρυμμένες μέχρι πρότινος αλήθειες» προσθέτοντας: «Η τεχνητή νοημοσύνη έχει σχέση με το παρελθόν, έχει σχέση με δεδομένα που έχουμε δώσει, επομένως δεν πρόκειται να κάνει κανένα ρεπορτάζ που να αφορά για παράδειγμα την σύγκρουση ενός αυτοκινήτου με 5 νεκρούς, γιατί το γεγονός συμβαίνει τώρα και δεν θα το βρει πουθενά. Επομένως χρειάζεται ο δημοσιογράφος του πεδίου που θα κάνει αυτό το ρεπορτάζ, για κάτι που συμβαίνει τώρα, που είναι πρωτότυπο».
Από την πλευρά του, ο καθηγητής, του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Αντώνης Σκαμνάκης, αναφέρθηκε στην εξέλιξη και την διαμόρφωση του ημερήσιου Τύπου της περιφέρειας, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «ο ημερήσιος Τύπος της περιφέρειας στην Ελλάδα διέρχεται μία από τις δυσκολότερες περιόδους στην ιστορία του, έπειτα από μία φάση πολύ σημαντικής ανάπτυξης και αναβάθμισης, η οποία ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ‘90».
Επίσης, τόνισε ότι «η σημασία του Τύπου της περιφέρειας, αλλά και των υπολοίπων ραδιοτηλεοπτικών και διαδικτυακών μέσων είναι σημαντική, εφόσον εξακολουθούν να λειτουργούν ως αντίβαρο θα έλεγα στις ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης στο χώρο των μέσων ενημέρωσης, οι οποίες τείνουν να απειλούν θα έλεγα την Δημοκρατία και το πλουραλισμό».
Παράλληλα, ο Αντώνης Σκαμνάκης σημείωσε ότι «η διεθνής οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την εσωτερική ύφεση που πέρασε η ελληνική οικονομία, οδήγησε θα έλεγα το μεγαλύτερο μέρος των ημερήσιων εφημερίδων της περιφέρειας στο να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα άμεσης επιβίωσης».
Μάλιστα, όπως σημείωσε, «τα έσοδα των εφημερίδων έχουν ελαχιστοποιηθεί, αφενός εξαιτίας της μείωσης της διαφημιστικής δαπάνης του ιδιωτικού τομέα και αφετέρου εξαιτίας της δραματικής μείωσης προγραμμάτων διαφημιστικής προβολής του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα».
«Ειδικά για αυτό το ζήτημα της κατανομής της διαφημιστικής δαπάνης του ευρύτερου δημόσιου τομέα», συνέχισε ο Αντώνης Σκαμνάκης, «όπως ρυθμίστηκε με το ‘νόμο Βενιζέλου’, θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά στην κατεύθυνση της βελτίωσης των εφημερίδων της περιφέρειας, διότι υπάρχουν πολύ σημαντικά προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το Ταμείο Ανάκαμψης».
«Όμως», όπως συμπλήρωσε, «από αυτά τα διαθέσιμα κονδύλια που ήδη υπάρχουν, δυστυχώς ελάχιστα έχουν δοθεί».
Ακόμη, σημείωσε ότι «ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους θα πρέπει να είναι σημαντικός για να ενισχυθεί ο τύπος της περιφέρειας, τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, ώστε να διαδραματίσουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο ως ένα ισχυρό αντίβαρο στις ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης που εμφανίζονται στο χώρο των μέσων ενημέρωσης».
Στην συνέχεια μίλησε η δημοσιογράφος, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και μέλος ΣΕΠ ΕΑΠ, Γιώτα Αντωνοπούλου, η οποία αναφέρθηκε στα ελληνικά ΜΜΕ, ως κοινωνικά παράγωγα και επιφαινόμενα, αλλά και για την πορεία, τις τάσεις και τις προοπτικές.
Όπως είπε αρχικά, «τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε όλη τη διαδρομή τους ήταν και κοινωνικά παράγωγα δηλαδή υπήρχαν, γεννιόντουσαν, εξελίσσονταν για να καλύψουν ανάγκες της κοινωνίας» και απηύθυνε στην συνέχεια το ερώτημα: «Σήμερα μπορούμε να πούμε το ίδιο. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι παράγωγα της κοινωνίας»;
«Το πρόβλημά μας» τόνισε, «δεν είναι, ούτε το ίντερνετ, ούτε η επερχόμενη τεχνητή νοημοσύνη» και πρόσθεσε: «Το πρόβλημά μας είναι ότι χάνουμε τις ρίζες μας και οι ρίζες μας είναι η κοινωνία. Ούτε ως κοινωνικά παράγωγα, ούτε ως κοινωνικά επιφαινόμενα λειτουργούμε πλέον. Ως μία υπερσφαίρα λειτουργούμε, ως μία υπερσφαίρα η οποία έχει διαμορφώσει το δικό της σύστημα εξουσίας, ως μία υπερσφαίρα η οποία συναγελάζεται με την εκάστοτε εξουσία, ως μία υπερσφαίρα η οποία υποσκελίζει την εξουσία κατά το δοκούν, ως μία υπερσφαίρα η οποία κουνάει το δάχτυλο κρίνει, κατακρίνει, δικάζει.
Δεν θέλω να είμαι η ισοπεδωτική. Απεναντίας έχω την πάγια θέση ότι το να ανακατεύεις τους πάντες στην ίδια μαρμίτα και να τα κάνεις όλα χυλό, αυτό λειτουργεί επ΄ ωφελεία εκείνων οι οποίοι παράγουν την ανηθικότητα και επί ζημία εκείνων οι οποίοι προσπαθούν να κρατήσουν όρθιες, αρχές και αξίες. Προφανώς όμως και δεν ισχύει αυτό για όλα τα μέσα ενημέρωσης».
Αναφερόμενη η Γιώτα Αντωνοπούλου στο δημοσιογραφικό λειτούργημα, σημείωσε ότι «το να το κρατήσεις ψηλά ποτέ δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση» και συμπλήρωσε:
«Κρατήθηκε ψηλά ακόμα και σε πέτρινους καιρούς από ανθρώπους οι οποίοι ήθελαν να το κρατήσουν ψηλά και αποφάσισαν να το κρατήσουν ψηλά. ‘Αρα λοιπόν, μιλώντας σήμερα για το δημοσιογραφικό λειτούργημα αρχικά θα κοιτάξουμε τους εαυτούς μας στον καθρέφτη και θα αποφασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε και θα αποφασίσουμε τι θέλουμε να διαβάσει ο μελετητής έπειτα από 80 χρόνια, όταν θα προσπαθεί να διερευνήσει την εποχή μας μέσα από τα δικά μας γραπτά».
Όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, είπε ότι «δεν έχουμε να φοβόμαστε, διότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα εργαλείο στα χέρια μας» και πρόσθεσε: «Στο ερώτημα λοιπόν, αν πρέπει να μας τρομάζει η τεχνητή νοημοσύνη, η απάντησή μου είναι μία. Να μας τρομάζει ο κακός μας εαυτός».
Επίσης, κατά την διάρκεια της ημερίδας παρουσιάστηκε η μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ («Μελέτη διάγνωσης δεξιοτήτων – Δημοσιογράφοι») από τον επίκουρο καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, Τομέας Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Δημήτρη Παϊταρίδη.
Στα συμπεράσματα της μελέτης αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων τα εξής:
*Η συμμετοχή των δημοσιογράφων σε δράσεις κατάρτισης κινείται σε μέτρια επίπεδα
*Η περιορισμένη συμμετοχή σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης αποδίδεται στον περιορισμένο διαθέσιμο χρόνο και στην δυσκολία ανταπόκρισης στο κόστος της εκπαίδευσης και στην ανεπαρκή πληροφόρηση για την ύπαρξη προγραμμάτων και σεμιναρίων
*Καθοριστικός παράγοντας της μέτριας συμμετοχής είναι η έλλειψη υποστήριξης από την πλευρά των εργοδοτών
*Οι δημοσιογράφοι προκρίνουν ως βασική ενέργεια για την βελτίωση και την απόκτηση δεξιοτήτων την αλληλεπίδραση με τους συναδέλφους τους στην εργασία και την μάθηση μέσω δοκιμών και λαθών
*Αξιολόγησαν τα προγράμματα κατάρτισης στον χώρο εργασίας ως πρακτική που συμβάλλει θετικά στην βελτίωση και στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων
*Όσον αφορά την μορφή της εκπαίδευσης, τόσο η ποσοτική, όσο και η ποιοτική ανάλυση ανέδειξαν τον συνδυασμό δια ζώσης και διαδικτυακής επιμόρφωσης
*Ως συνέπεια της τεχνολογικής αλλαγής και της αυτοματοποίησης, οι περισσότερες δεξιότητες των δημοσιογράφων αναμένεται ότι θα αναβαθμιστούν ή θα ζητούνται περισσότερο στην αγορά εργασίας, όπως η χρήση ψηφιακών μέσων, η χρήση οπτικών μέσων, η ευελικτότητα και η καινοτομία.