Του θεοφιλεστάτου επισκόπου
Ευμενείας
κ. Ειρηναίου, καθηγουμένου
της Ιεράς Πατριαρχικής και
Σταυροπηγιακής Μονής
Κυρίας των Αγγέλων Γουβερνέτου
Ταπεινό αντίδωρο ευγνωμοσύνης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο τον Α΄ με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα ετών διακονίας του στον Πατριαρχικό Θρόνο, αλλά και την υπό των τιμίων χειρών του εις διάκονον χειροτονία του αδελφού της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής μας, π. Λουκά, κατά τη φετινή Θρονική Εορτή της Μητέρας Εκκλησίας (30 Νοεμβρίου 2021).
«…Ποτέ στην Ιστορία ένα μικρό στίγμα του γεωγραφικού χάρτη δε νοηματοδότησε τον παγκόσμιο πνευματικό χάρτη όσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο…».
«…Πάντοτε οι δια Χριστόν νεκροί κρίνουν με τη ζωντάνια τους όσους νομίζουν ότι είναι ζωντανοί…».
(Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος από την εξέδρα στην αυλή του Πατριαρχείου το βράδυ της Ανάστασης του 2010).
«Μικροί μεν ημείς και ελάχιστοι εν υιοίς· ευχαριστείν δε πλουσίως ουδέν κωλύει και τους μικρούς» γράφει ο Θεολόγος Γρηγόριος και αισθανόμενος τη μικρότητά μου λαμβάνω το θάρρος να χαράξω αυτές τις γραμμές με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 30 χρόνων πολύκαρπης και καλλίκαρπης Πατριαρχίας του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης και Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, του πρώτου του Γένους και αδευτέρωτου της νέας χιλιετίας.
Ό,τι κι αν πει και όσα κι αν γράψει κάποιος δε θα επαρκέσουν για να περιγράψουν τον χαρισματικό ηγέτη και τον ακαταπόνητο αρχιθύτη της Πρωτόθρονης Εκκλησίας. Είναι εξαιρετικά δύσκολο το εγχείρημα να αναλυθεί λεπτομερώς μια πολυσύνθετη, πολυεπίπεδη και ανεξάντλητη προσωπικότητα του μεγέθους του Πατριάρχη Βαρθολομαίου ή να επιχειρηθεί η αποτίμηση του έργου του στα 30 χρόνια πηδαλιουχίας του στον Οικουμενικό Θρόνο. Μόνο ως θαύμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ό,τι χάριτι Χριστού κατορθώθηκε και επιτεύχθηκε με τη δική του έμπνευση και υπομονή.
Σε μια εποχή που βασιλεύει η προκλητική σχετικότητα και η απογοητευτική μετριότητα, το πρόσωπο του Πατριάρχη Βαρθολομαίου πρόβαλε από την ημέρα της εκλογής και ενθρόνισής του ως μια αναλαμπή της αρχοντιάς της Ρωμιοσύνης, ως η ενσάρκωση ενός απεσταλμένου προφήτη των εσχάτων χρόνων. «…Παραλαμβάνομεν από των χειρών του μακαριστού και μεγάλου εν Πατριάρχαις Δημητρίου του Α΄ τον σταυρόν Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, εις συνέχισιν της ανόδου εις τον Κρανίου Τόπον, εις συσταύρωσιν ημών τω Κυρίω και τη Αυτώ συσταυρωμένη Εκκλησία, εις συντήρησιν του φωτός της Αναστάσεως…» ανέφερε χαρακτηριστικά, κατά τον ενθρονιστήριο λόγο του, στις 2 Νοεμβρίου 1991.
Η Θεία Πρόνοια τον προίκισε με όλα εκείνα τα χαρίσματα που πρέπει να κοσμούν έναν ηγέτη, ο οποίος φέρει πάνω του την ιστορία ενός ολόκληρου Γένους και την αποκεκαλυμμένη αλήθεια των Οικουμενικών Συνόδων της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Συγχρόνως αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, φέρει και περιφέρει στην ιστορία τα στίγματα του Κυρίου και τη «μωρία» του σταυρού Του, τον τύπο, δηλαδή, της αναστάσεως, όχι τόσο ως κήρυγμα όσο ως βίωμα και τρόπο ζωής αληθινής.
Ο χαρισματικός ηγέτης είναι εκείνος που εμπνέει, που δε διεκπεραιώνει απλώς έναν ρόλο, έστω και μεγάλο, αλλά βάζει τον εαυτό του με πάθος μέσα σ’ αυτόν. Δε δείχνει απλώς τον δρόμο, αλλά τον περπατά πρώτος αυτός. Είναι άνθρωπος με αρχές, τον διακρίνει η ηθική και πνευματική ανδρεία, η νηφάλια σύνεση, η πνευματική ευγένεια και η ευρυμάθεια, η φιλοπονία και η επιείκεια, η δικαιοσύνη και η ακεραιότητα, η εντιμότητα και η αυταπάρνηση και, για να μην μακρηγορώ, ηγέτης είναι εκείνος που διαθέτει αρετή και, προπάντων, ακλόνητη πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό και βιώνει την ηγετική του θέση ναρκισσιστικά, αλλά ως δυνατότητα να υπηρετήσει κάτι που τον υπερβαίνει, όπως είναι, εν προκειμένω για τον Πατριάρχη, το μυστήριο της Εκκλησίας, ακολουθώντας την προσταγή του Κυρίου «ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν έσται υμών διάκονος» (Ματθ. 20,26).
Ένας τέτοιος Ηγέτης γεννάται και γίνεται όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Τον σμιλεύει η γνώση του βάρους της κληρονομιάς που φέρει, το περιβάλλον στο οποίο ανδρώνεται, τα πρόσωπα που τον παιδαγωγούν και τον εμπνέουν.
Δεν είναι μικρό πράγμα να βλέπει κάποιος το φως της ζωής σ’ ένα νησί του Αιγαίου, την Ίμβρο, υπό το κράτος της πραγματικότητας που διαμόρφωσε η Συνθήκη της Λωζάννης. Να μεγαλώνει στην Πόλη του Κωνσταντίνου, να φοιτά στον λόφο της Ελπίδας, στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, να ζει την άδοξη δόξα του Φαναρίου, υπηρετώντας το. Μαζί με αυτά, να βιώνει έμπονα τη σταδιακή συρρίκνωση της Ομογένειας και τις παράφορες αδικίες εις βάρος της, υπό την ένοχη σιωπή και ανοχή των ισχυρών της γης. Και παρά ταύτα, τα οδυνηρά, να επιμένει, να ονειρεύεται και οραματίζεται, να ελπίζει, κατά τη ρήση του Χρυσοστόμου, ότι «η γαρ προς τον Θεόν ελπίς πάντα μεταρρυθμίζει», να παραμένει εδραίος και αμετακίνητος στα πιστεύματά του, δεχόμενος αδιαμαρτύρητα το πεπρωμένο του, που δεν είναι άλλο από εκείνο το οποίο του κατέλειπαν οι προαπελθόντες και οι αιώνες που προηγήθηκαν, ως παρακαταθήκη και βαρύτιμη κληρονομιά.
Αυτή, η βαρύτιμη κληρονομιά, ξεπερνά την ανθρώπινη λογική, βρίσκεται κρεμάμενη προκλητικά και παρακλητικά πάνω στο Σταυρό, πάντα δοξασμένη και θριαμβεύουσα, προσκαλώντας τον κάθε άνθρωπο είτε να την προσλάβει ελεύθερα είτε, αντίθετα, να την αφήσει, κατά τον λόγο του Κυρίου «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Μάρκ. 8, 34).
Να ποιο είναι, λοιπόν, το περιβόητο πρωτείο της τιμής του Καθηγουμένου του Γένους· να συσταυρώνεται με τον Κύριο και να βαδίζει στα ίχνη Του, έχοντας συνείδηση της αποστολής και του ρόλου του. Και ο Πατριάρχης μας απέδειξε εξαρχής ότι διαθέτει στον απόλυτο βαθμό αυτή τη συνείδηση.
Υπάρχει μια φράση στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «τα φαινόμενα πάντα δείται σταυρού», που ερμηνεύει όλο αυτό το μυστήριο της ζωής και της ιστορίας του Πατριαρχείου και του Πατριάρχη, και μόνο μέσα από αυτή την ιστορική εμπειρία της σταυρικής αυταπάρνησης, πέρα από τα φαινόμενα και τα νοούμενα, μπορούμε να δούμε την αλήθεια και να ανακαλύψουμε την αληθινή διάσταση αυτής της κληρονομιάς και την αληθινή ταυτότητα του ηγέτη-ποιμένα, στην ρωμαίικη εκδοχή της.
«Το Οικουμενικό Πατριαρχείo», αναφέρει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, «είναι η τελευταία σάρκωση αυτής της ιστορικής αυθυπέρβασης, το τελευταίο ορατό σημάδι της ιστορικής παρουσίας του Βυζαντίου. Το Βυζάντιο είναι ο θρίαμβος της Ελληνικής καθολικότητας, ένας θρίαμβος σταυρικός…». «Γι’ αυτό», συνεχίζει ο καθηγητής Γιανναράς, «όσο ο Πατριάρχης και το Φανάρι θα εξακολουθεί να ζει στις διαστάσεις του Σταυρού… τότε, ούτε ο Τούρκος, ούτε ο Μόσκοβος ούτε η μυωπία των ελλαδικών επισκόπων δεν μπορεί και δε θα καταφέρει ποτέ ουσιαστικά να το βλάψει…».
Αυτό το προνόμιο, «του γνώναι την οδόν» του μαρτυρίου και της μαρτυρίας, διακονεί με αφοσίωση και υποδειγματική καρτερία -που σημαίνει υπακοή στο θέλημα του Θεού- ο 270ος Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ο Α΄ και οι αρχιερείς της πρωτόθρονης Εκκλησίας Κωσταντινουπόλεως, η οποία εδρεύει επί 1700 χρόνια στη Βασιλίδα των πόλεων. Πορεύεται και δίνει τη μαρτυρία της πίστης στον Χριστό και της «δια δόξης και ατιμίας, δια δυσφημίας και ευφημίας, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις…».
Tο Πατριαρχείο διακόνησε διαχρονικά αυτό το μυστήριο-προνόμιο του σταυρού, με θυσιαστικό ήθος, συνέπεια και μαρτυρικό φρόνημα σε χρόνους δόξης και μεγαλείου στη φυσική έδρα του, στο Μέγα Μοναστήρι, στη Μεγάλη Εκκλησία της Αγίας Σοφίας, αλλά και σε καιρούς χαλεπούς, μετά την άλωση, σε διαφορετικούς Πάνσεπτους Ναούς, για να καταπαύσει ως Κιβωτός του Γένους, καταστολισμένη με τα αίματα των μαρτύρων Πατριαρχών της, των ποιμένων και των τέκνων της, στον Κεράτιο Κόλπο, στο τηλαυγές και ταπεινό Φανάρι, και από εκεί να φωτίζει την πορεία της Εκκλησίας στα έσχατα και να εξακτινώνει στην οικουμένη το αιώνιο μήνυμα του Ευαγγελίου, ότι ο θάνατος νικήθηκε θανάτω. Και πάλι από τον ίδιο τόπο, που έχει ως σύμβολο της θυσίας και του χρέους την κλειστή πύλη του μαρτυρίου του Γρηγορίου του Ε΄, να φροντίζει ως μητέρα φιλόστοργη «το μικρόν ποίμνιον», «το λείμμα το κατ’ εκλογήν χάριτος» (Ρωμ. 11, 5) «ως εις μήτραν βαστάζουσα σπέρματα μελλουσών γενεών».
Δε θα ήταν, ωστόσο, αυτή η Μητέρα Εκκλησία αν ασπαζόταν και αδιάκριτα αποδεχόταν τις προκλήσεις της εγκόσμιας εξουσίας και της εφήμερης δόξας, αν απαρνιόταν τον σταυρό της και το χρέος της θυσίας της. Μια τέτοια επιλογή δε θα ήταν κατάφαση στη ζωή, αλλά «συσχηματισμός τω αιώνι τούτω». Ο Απόστολος Παύλος όταν ήρθε ανάμεσά στους Κορινθίους, για να κηρύξει το μυστήριο του Θεού, γράφει χαρακτηριστικά ότι: «ήλθον ου καθ’ υπεροχήν λόγου ή σοφίας…», «…ου γαρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν ει μη Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον…» (Α΄ Κορ. 2, 1,2). Αυτόν τον λόγο του Παύλου ακολουθεί πιστά η Κωνσταντινοπολίτιδα Εκκλησία και αυτόν εφαρμόζει στην πράξη της θυσιαστικής της εκδαπάνησης παντού και πάντοτε.
Τριάντα ολόκληρα χρόνια ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ο Α΄, ο Ίμβριος, ο αδευτέρωτος, κομίζει προς κάθε άνθρωπο καλής θέλησης το μήνυμα αυτής της εμπειρίας, το οποίο συνοψίζεται στα παρακάτω λόγια του: «…Είμεθα ευάριθμα ολίγοι εδώ εις την Πόλην. Αλλά είμεθα και πολλοί διότι καθένας εξ ημών φέρει εις τα βάθη της καρδίας του πολλούς και συγχρόνους και παλαιούς. Και εγγύς και μακράν. Φέρει όλο το γένος, όλη την «πονεμένη Ρωμιοσύνη». Και αγωνιζόμεθα να μείνουμε εδώ. Για μας και για τους κεκοιμημένους μας. Για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια μας. Για τα ιστορικά μνημεία και τα περιάκουστα εκπαιδευτήρια του Γένους. Φαροφύλακες του ασβέστου Φαναρίου της Ελπίδας. Μοναχοί που περνούν στο κομποσχοίνι της υπομονής την προσευχή «υπέρ πάσης ψυχής Χριστιανών Ορθοδόξων». … Αυτοί οι ολίγοι, οι πολλοί. Αυτός ο κόσμος, ο μικρός ο Μέγας! Αυτός ο Γολγοθάς, ο καταυγαζόμενος από το ανέσπερο φως της Αναστάσεως…».