» Μιχάλης Μαλανδράκης (εκδόσεις Πόλις)
Την ημέρα εκείνη· ξύπνησα πριν την ανατολή του ηλίου. Ίσως αυτό να οφειλόταν στην αλλαγή της ώρας, ίσως και όχι. Όπως και να ‘χε δεν ένιωθα να έχω χορτάσει ύπνο. Άναψα το φως και κάπως αμήχανα κινήθηκα ανάμεσα στα δωμάτια. Στο τέλος της διαδρομής η βιβλιοθήκη. Δεν είμαι σίγουρος αν η ανάγκη προηγήθηκε της στάσης ή γεννήθηκε εξ αυτής. Ήθελα να διαβάσω ένα βιβλίο μια και έξω. Αυτό ήθελα. Ανάμεσα σε άλλα τράβηξα έξω το Patriot. Βολεύτηκα στην πολυθρόνα. Δεν σηκώθηκα παρά μόνο αφού γύρισα την τελευταία σελίδα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο, είχε πια ξημερώσει για τα καλά. Η μέρα μπορούσε να εκκινήσει.
Όλα τα φυσήματα, όλα τα αγγίγματα όπως πρέπει. Πλέον το έπαιζα τέλεια: Γιάννη μου, το, Γιάννη μου, το, άιντε Γιάννη μου, το μαντίλι σου. Κόσμος ανεβοκατεβαίνει, αλλά εγώ δεν έχω βγάλει ούτε το μεσημεριανό σουβλάκι. Αν δεν βγάλω κι απ’ αυτό, φεύγω. Ωρέ και βάψαν και τα πέντε, βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου. Τίποτα. Ίσως φταίει το κλαρίνο. Στο βαρελάκι και στο επιστόμιο οι γρατζουνιές είναι πολλές· πάνε και δέκα χρόνια που το έχω.
Ο Αγκίμ, στα είκοσι τρία του χρόνια, μοιράζεται ένα μικρό διαμέρισμα με δύο συγκατοίκους κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Οι γονείς του, μαζί με τον μικρό του αδερφό, επέστρεψαν πριν από χρόνια στην Αλβανία, εδώ δεν είχε πια δουλειές. Εκείνος ένιωθε ξένος εκεί, περισσότερο ξένος απ’ όσο εδώ. Αποφάσισε να μείνει. Ο πατέρας του του έδωσε περιθώριο ενός μήνα, ο Αγκίμ το έβαλε πείσμα, βρήκε μια δουλειά, που του πρόσφερε την οικονομική ανεξαρτησία. Το σερβιτοριλίκι όμως δεν αρκεί, έτσι, κάποιες μέρες, παίρνει το κλαρίνο του και στήνεται σε κάποια γωνιά της πόλης. Υπάρχουν μέρες που μοιάζει αόρατος, δεν έχει σημασία αν παίζει καλά ή τι ρεπερτόριο έχει διαλέξει, το δοχείο μένει άδειο. Μια τέτοια μέρα τον πλησίασε ο Αντώνης. Δεν τον έλεγαν Αντώνη πραγματικά, έτσι του συστήθηκε, Αλβανός κι εκείνος. Εκθείασε τον τρόπο του να παίζει το κλαρίνο, τον κέρασε ένα σάντουιτς και ένα ποτήρι μπύρα, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Λίγες μέρες αργότερα θα τον πάρει τηλέφωνο, θα συναντηθούν και θα του προτείνει ένα μαγαζί, θα πάει συστημένος στο αφεντικό, δεν θα υπάρξει θέμα αρκεί να αποκρύψει την καταγωγή του, μιλάει άλλωστε πολύ καλά τα ελληνικά, καλύτερα από τα αλβανικά. Ο Αγκίμ θα μαζέψει το κουράγιο του και θα πάει ως το μαγαζί. Θα συστηθεί ως Γιάννης από τα Γιάννενα. Όλα μοιάζει να κυλούν τέλεια.
Όμως δύσκολα κάποιος κάνει το καλό χωρίς να περιμένει ανταπόδοση.
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης, γεννημένος στα Χανιά το 1996, με σπουδές κινηματογράφου, στο πρώτο του βιβλίο έχει μια καλή ιστορία για να αφηγηθεί και το κάνει με ωριμότητα, ίδιον όχι της ηλικίας αλλά της κλίσης κάποιου προς τη συγγραφή. Μια αφήγηση στην οποία καμία λέξη δεν περισσεύει και που στιγμή δεν χάνεται ο βηματισμός προς την τελική λύση.
Επιτυγχάνει να αποδώσει έναν στέρεο και πειστικό πρωτοπρόσωπο αφηγητή, η φωνή του οποίου πάλλεται από την ανάγκη να διηγηθεί την ιστορία του, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στον κοφτό και μετρημένο λόγο που χρησιμοποιεί. Η αφηγηματική φωνή δεν υπερβαίνει τα όρια και τους περιορισμούς του αφηγητή προς χάρη μιας κάποιας λογοτεχνικότητας, αποτελώντας το κατάλληλο μέσο αφήγησης και όχι μια πλατφόρμα επίδειξης ικανοτήτων από πλευράς συγγραφέα. Με τα πιο απλά υλικά σκιαγραφεί τόσο την άγνωστη πλευρά της πόλης στην οποία άνθρωποι όπως ο Αγκίμ καθημερινά κινούνται, όσο και τη σκοτεινή -παρά τα τόσα φώτα- όψη της νύχτας, αποφεύγοντας με άνεση την αποκλειστική καταφυγή στη στερεοτυπία, την εκ του μακρόθεν καταγραφή. Στον πυρήνα της αφήγησης οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, εκείνοι που δεν είναι ούτε Έλληνες αλλά ούτε και Αλβανοί -εν προκειμένω-, θέμα με το οποίο ελάχιστα η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία έχει ασχοληθεί.
Άνθρωποι που πατάνε με το ένα πόδι εδώ, στον τόπο που μεγάλωσαν, και με το άλλο στη μητρική γη, ξένοι τόσο εδώ όσο και εκεί, αναγκασμένοι να κρύβονται και να υπομένουν τον ρατσισμό ένθεν και εκείθεν των συνόρων. Ο Αγκίμ στην Ελλάδα δεν μπορεί να βρει σπίτι λέγοντας πως είναι Αλβανός, δεν μπορεί να βρει δουλειά αν δεν μετονομαστεί σε Γιάννη. Αλλά και στην Αλβανία θα ‘ναι πάντα ο Έλληνας που δεν μιλάει καλά τα αλβανικά. Το εύρημα με το κλαρίνο, γύρω από το οποίο το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής δομείται, είναι έξυπνο και λειτουργικό, καθώς γεφυρώνει τις διαφορετικές ταυτότητες υπό τη σκέπη της κοινής διαλέκτου της μουσικής.
Η καθημερινότητα του Αγκίμ δεν απαιτεί πολιτικολογία και θεωρία από πλευράς συγγραφέα ώστε να αποτυπωθεί. Και αυτό ο Μαλανδράκης το διαβλέπει έγκαιρα και το αποφεύγει. Το αφήγημα είναι εξόχως πολιτικό και χωρίς αυτά. Η νουάρ διάσταση την οποία αποκτά η ιστορία στην εξέλιξή της επίσης δεν παρασύρει σε αδιέξοδα μονοπάτια τον συγγραφέα, που κάνει χρήση αυτής ώστε να προσδώσει μια δυναμική στην ιστορία του, μια κορύφωση και ίσως μια λύτρωση πλησιάζοντας προς το τέλος. Οι σπουδές στον κινηματογράφο είναι ορατές. Το Patriot είναι γεμάτο από εικόνες. Εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί μια κινηματογραφική μεταφορά, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις για σεναριακές προσαρμογές, μεταφορά που μπορεί να ακολουθήσει πιστά τη νουβέλα. Από τις σπουδές του ίσως απορρέει και ο ρυθμός που διαθέτει η γραφή του Μαλανδράκη, ο τρόπος με τον οποίο επιταχύνει και φρενάρει την αφήγηση. Όμως, και αυτό οφείλει κανείς να το διευκρινίσει, το Patriot δεν είναι ένα σενάριο με τη μορφή νουβέλας, δεν αφήνει την αίσθηση στον αναγνώστη πως γράφτηκε με σκοπό τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, άσχετα αν αυτό κάποια στιγμή συμβεί.
Στο πρώτο του λογοτεχνικό βήμα ο Μαλανδράκης πετυχαίνει να ικανοποιήσει το σύνολο των στόχων που μοιάζει να έθεσε πριν και κατά τη διάρκεια της συγγραφής, δείχνοντας ικανός να διηγηθεί μια αρκετά πρωτότυπη ιστορία, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα για να την αναδείξει. Ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο, που δεν περιορίζεται απλώς στις προσδοκίες που γεννά για το μέλλον.