Με αφορμή τον εορτασμό της μνήμης του Τίτου (25 Αυγούστου), του μαθητή του αποστόλου Παύλου και πρώτου επισκόπου Κρήτης, θα ήθελα στο παρόν σημείωμα να σταθώ σε ορισμένα σημεία της πασίγνωστης επιστολής του Παύλου προς τον Τίτο, τα οποία έχουν, φρονώ, διαχρονική αξία και σημασία.
Στο 1ο κεφάλαιο και στις παραγράφους 7 – 8 ο Παύλος γράφει στο μαθητή του, «δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ». Με άλλα λόγια, ο επίσκοπος, για να είναι παράδειγμα προς μίμηση από τους Χριστιανούς, πρέπει να φροντίζει την ψυχή και το πνεύμα αλλά και το σώμα του. Η σωφροσύνη, η απονομή του δίκιου, η καλοκαγαθία, η αγάπη και η φροντίδα των ξένων και η εγκράτεια είναι τα χαρίσματα που είναι καλό να έχει ένας επίσκοπος, προκειμένου και στον ίδιο να φανούν πολύτιμα εφόδια στον καθημερινό ατομικό αγώνα του για επιβίωση και στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του θα τον συντρέχουν να βοηθά και να βοηθιέται από τους άλλους. Στον αντίποδα, όταν κάποιος άνθρωπος, και πολύ περισσότερο ένας επίσκοπος, είναι αλαζόνας, οξύθυμος, φίλερις, μέθυσος, κυνηγός του αισχρού κέρδους είναι πολυποίκιλα ζημιωμένος νομίζω, γιατί και παράδειγμα προς αποφυγή καταντά για τους άλλους, που αποφεύγουν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τις συναναστροφές μαζύ του, ενώ και στην ιδιωτική του ζωή μπορεί φαινομενικά να φαίνεται επιτυχημένος, αλλά στην πραγματικότητα είναι ρηχός και κενός, μόνιμα ανικανοποίητος, με μιαν λέξη «αποτυχημένος».
Ας σταθούμε, όμως, και στο 3ο κεφάλαιο και στις παραγράφους αυτού 3 – 6 , όπου ο Παύλος σημείωσε προς τον Τίτο «Ἦμεν γάρ ποτε καὶ ἡμεῖς ἀνόητοι, ἀπειθεῖς, πλανώμενοι, δουλεύοντες ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς ποικίλαις, ἐν κακίᾳ καὶ φθόνῳ διάγοντες, στυγητοί, μισοῦντες ἀλλήλους· ὅτε δὲ ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, οὐκ ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ ὧν ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸν αὐτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος ἁγίου, οὗ ἐξέχεεν ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίως διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν». Στο απόσπασμα αυτό ο Παύλος θυμίζει στον Τίτο ότι και αυτός κατά το παρελθόν συμπεριφερόταν άμυαλα και απείθαρχα και ήταν υπηρέτης των παθών και των ηδονών ζώντας με κακία και φθόνο στην ψυχή και μίσος για τους συνανθρώπους του. Μάλλον αναφέρεται στα χρόνια που ήταν φανατικός διώκτης του Χριστιανισμού. Λυτρώθηκε, όμως, τελικά ο Παύλος, για να αποτελέσει έκτοτε παράδειγμα προς μίμηση από τον Τίτο και όλους που ακούν και δέχονται τα χριστιανικά κηρύγματά του, όπως διαβάζουμε, από αυτόν το νοσηρό τρόπο σκέψης και ζωής και βρήκε το σωστό δρόμο χαλιναγώγησης της ψυχής και του σώματος και τιθάσευσης του πνεύματος με την αγαθότητα και τη φιλανθρωπία του Θεού. Και αυτό, κατά τον Παύλο, επετεύχθη χάρη στο λουτρό της αναγέννησης και της ανανέωσης που του προσέφερε διά του Αγίου Πνεύματος και στον ίδιο και σε όλους τους Χριστιανούς και έδωσε διά του Ιησού Χριστού, ο οποίος κατέβηκε ως άνθρωπος στη γη και έσωσε τον κόσμο, ο ίδιος ο Θεός.