Η μουσική στη διαπασών, το κέφι ανεξάντλητο, γέλια, τραγούδια και χορός, στιγμές μετά τη δουλειά, ξέσπασμα της νιότης, ενθουσιασμός και διάθεση πηγαία για ζωή κι ελευτερία κι ονείρατα που ακόμα δεν είχανε ολοκληρωθεί. Ενας πόθος για δημιουργία, μια λαχτάρα να γευτούν κάθε λεπτό, κάθε ανάσα, μυριάδες ανασαμιές, για μια αχαλίνωτη πρόοδο κι εξέλιξη στο δύσκολο διάβα της ζωής. Τα φώτα χορεύανε ρυθμικά με τον ήχο, ώσπου πετάχτηκε η κοπελιά, που, σε μια βδομάδα θα γύριζε ο χρόνος, θα έμπαινε στα είκοσί της με σχέδια ανθόσπαρτα για σπουδές και δράση, στην αγωνία της να σάξει αυτή η κοινωνία. Γιατί ήξερε από μικρή πως στα νέα παιδιά, στις αγίνωτες μανάδες και πατεράδες, σ’ αυτά έχουμε φορτώσει ελπίδες και βάρητα για τη δικιά τους και του τόπου μας την προκοπή. – Αύριο δουλεύουμε, είπε, όμως μεθαύριο, παραμονή, θα έρθετε σπίτι μου να ρεβεγιονάρουμε. Θα είμαστε όλοι της παρέας. Θα περάσουμε ωραία. Εν τάξει; – Χριστούγεννα είναι, πρέπει του, να τον καλοδεχτούμε το Χριστό μας, συμπλήρωσε το εικοσάχρονο αγόρι από δίπλα. – Σύμφωνοι. Θα το κάψουμε! Είπανε με ενθουσιασμό τα δυο άλλα, συνομήλικα, που μόλις είχανε κλείσει τα δεκαοχτώ τους χρόνια. Κι ήρθε η παρέμβαση από τον πιο μεγάλο της παρέας. – Ναι, αλλά την άλλη Τετάρτη, τελευταία του χρόνου, θα πάμε, όπως είμαστε, σε άλλο …ξενυχτάδικο. Στω γονιών μου το σπίτι. Είναι ξηγημένοι, είπε επιταχτικά. Κι αποκρίθηκαν όλοι μ’ ενθουσιασμού χειροκροτήματα. – Σύμφωνοι! Κείνη την ώρα είδε κάποιος το ρολόι, πρωινή ώρα ήτανε, το αποφάσισαν. – Κοντεύει να ξημερώσει. Άντε να φεύγουμε. – Ναι θα μας ψάχνουν. – Θα με περιμένει ξυπνητή η μάνα μου. – Καλά περάσαμε, αλλά, πάμε. – Ναι, ναι, είπαν όλοι κι ένα μπουκέτο ανθοί μυρωδάτοι, σηκώθηκαν ήσυχα, βγήκαν στον δρόμο. Το φεγγάρι έγερνε χλομιασμένο, τ’ αστέρια τρεμοσβήνανε, ένας πένθιμος αγέρας σιγόκλαιγε στα παναθυρόφυλλα, το χειμωνιάτικο κρύο κι αυτό τσουχτερό και το αυτοκίνητο, βουβό, θλιμμένο, έρημο, τους περίμενε. Γιόμισε όμως ήχους χαράς κι ενθουσιασμού, με το που μπήκανε κι οι τέσσερις. Φασαρία, πειράγματα, γέλια, ψιλοτράγουδα κι ευτυχία σκορπισμένη ολούθε το πλημμύρισε, πήρε ψυχή, θαρρείς, όρμησε μπροστά κι υπάκουο στις εντολές του χειριστή με το γκαζ πατημένο τέρμα, πήγαινε, βολίδα. Με εκατόν εβδομήντα, είπανε αργότερα. Η μεθυστική αίσθηση του ιλίγγου κυρίευε όλους, χειροκροτήματα, ενθουσιασμός ακράτητος, όλοι να γελάνε και ν’ αστειεύονται ανάκατα νότες και τραγούδια, η μηχανή να βρυχάται σα λιοντάρι και να καταπίνει την άσφαλτο. Ο νεαρός οδηγός με την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο, μεσουρανούσε, όλα σβουρίζανε, άλλαζε λουρίδες, ένοιωθε πιλότος σε φόρμουλα, μέχρι που σε μια ανοιχτή στροφή, πάνω στη γέφυρα, δεν πρόσεξε για μια στιγμή, δεν υπάκουσε το τιμόνι, κλάσμα του δευτερολέπτου ήτανε, πολύ λίγος ο χρόνος, μα, μοιραίος. Το αμάξι θύμιζε ακυβέρνητο αεροσκάφος, βγήκε απ’ την πορεία του, πανικός επικράτησε κι ως να καταλάβουν τι συνέβαινε, ένας τρομερός κρότος ακούστηκε που ξύπνησε τους γειτόνους, είδανε δέσμη από σπίθες και σίδερα να καταχτυπιούνται και μέχρι να συνειδητοποιήσουν τι γίνεται, πέσανε σε έναν βαθύ, εφιαλτικό ύπνο κι οι τέσσερεις. Το αυτοκίνητο, μια άμορφη μάζα σιδερικών με τους τροχούς σπασμένους τα λάδια σκορπισμένα και τα αγίνωτα ακόμα μπουμπούκια ένα με τα συντρίμμια! Μόνο ο ένας δίνει μάχη στα χειρουργικά κρεβάτια της εντατικής για να επιβιώσει. Οι άλλοι τρεις…. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, βλέπεις, στάθηκε ικανό να χάσουμε τρία νέα παιδιά, και να βυθιστούμε γονείς κι όλοι εμείς οι φίλοι και συντοπίτες σε βαρύ πένθος. Κι αναρωτιόμαστε: – Γιατί τόσοι άδικοι θάνατοι στην άσφαλτο; Γιατί τα ανεκτίμητα νιάτα μας δεν προσέχουν όπως θα έπρεπε; Γιατί; Μα απάντηση δεν παίρνουμε. Και βρίσκουμε παρηγοριά με την προσευχή στο Χριστό και την Παναγία να τους καθοδηγεί και την ελπίδα ότι θα συμπαρασταθούν, πρώτα στα τραγικούς γονείς -συγγενείς κι υστερνά σε όλους εμάς, φίλοι μου αγαπημένοι. * gkamvysellis@yahoo.gr