Σήμερα τα παιδιά έχουνε διάφορα έξυπνα και ευχάριστα παιχνιδάκια. Εγώ στις αρχές της δεκαετίας του 1930, που άρχισα να θυμάμαι τη ζωή από τότε, έτυχα σε δυσκολότατα χρόνια. Ποτέ δεν δόθηκε σε μένα μια δραχμή για να μου πάρουν ένα τοπάκι ή ένα σφυριχτράκι. Εμείς τα παιδιά, κάναμε τοπάκια με παλιόπανα που τα ράβαμε με πανί γέμισμα και πανί περίβλημα. Εχτίζαμε σπιτάκια, είχαμε κοπάδια “γιδοπρόβατα” τα κέρατα των ζώων, τα αγίνωτα φρούτα και τα κούμαρα των κυπαρισσιών. Επαίζαμε τους χαΐνηδες και τους χωροφύλακες, αμπάριζα, ξυλίκι, αμάδες κ.λπ. Ακόμα ετραγουδούσαμε διάφορα παιδικά τραγουδάκια που ούτε ποιητική τάξη ούτε σημασία δεν είχανε. Ακόμα, στο σχολείο όταν πήγα το 1932, ούτε το σχολείο μας δεν είχε ούτε ένα λαστιχένιο τοπάκι, μα και εκεί στις σάκες μας εκρατούσαμε τα αυτοσχέδια πάνινα τοπάκια και τα παίζαμε. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘40 πάρα πολύ άλλαξε ο κόσμος οικονομικά και πολιτιστικά, μα δυστυχώς το ‘40 έγινε αποφράδα χρονολογία, διότι τότε περιεπλάκη η Ελλάδα στον Παγκόσμιο Πόλεμο που μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας είχε αρχίσει από το 1939. Θα μπορεί όποιος θα διαβάσει αυτό το κείμενο να δει με τη φαντασία του μια ομάδα από παιδάκια ξυπόλυτα, ρακένδυτα και αγκαλιασμένα δυάδες και τριάδες να τραγουδούνε τα παρακάτω παιδικά τους τραγουδάκια:
– Εβγα ήλιε να λιαστούμε και κουλούρια σου βαστούμε
με το λάδι ζυμωμένα και στο φούρνο μας ψημένα.
– Ο Γιωργαράς, ο Γιωργαράς κάνει τον παλικαρά
παίρνει μια σκουρολεμπίδα να σκοτώσει τη ζουρίδα.
Μα η ζουρίδα του χετζώνει κι ο παλικαράς κωλώνει.
– Βρέχει βρέχει και χιονίζει κι η μαμά χειρομυλίζει
να μας κάνει το τριβίδι με το μέλι, με το γάλα
σαν και τα τριβίδια τ’ άλλα.
– Ενα, δύο, πέντε, δέκα και του Παντελή η γυναίκα
πήγαινε να πχει το γάλα κι εκατάπχε τη μπουκάλα.
Πού να πα να γιατρευτεί; Στην Αγία Παρασκή,
που ‘χει τέσσερα κατώγεια και σαράντα κομπολόγια.
«Αγιά μου Παρασκή μου και παραστεκούμενή μου
παραστάσου στην ψυχή μου με αγγέλους κι αρχαγγέλους».
– Γιώργη, Γιώργη, Γιωργαρά Κοντουροκαταχανά
πού πας τα πρόβατα; κάτω στα Λαγκώματα, να φάνε ελιές και χώματα.
– Μπάρμπα γέρω Φινοκάλη, κοπελιές γυρεύεις πάλι;
Δε γυρεύω κοπελιές μόνο κάνω μαργιολιές.
– “Παναγιώτη – Παναγιώτη, πόσο δίδεις την κρυγιώτη;”
“Ενα ριάλι κι ένα ρούπι κι ένα κόκκινο χαρούπι”.
– Το Μάη βούι μη ρεχτείς, τον Αγουστο γυναίκα
αν είναι κι εκατό χρονώ χαντάς πως είναι δέκα.
Κάτι μικρά ζωάκια που είναι κόκκινα με σκούρες βούλες που τα λένε πασχαλίτσες, εμείς τα λέγαμε γαζιανά μαμουνάκια, τα πιάναμε και τα βάζαμε στο πίσω μέρος της παλάμης και τους λέγαμε: «Μαμουνάκι γαζιανό, από πού θα παντρευτώ; Από πάνω, γή από κάτω, γή από τση Καρές το λάκκο;»
Οι πεταλούδες, συχνά έχουνε πολύ όμορφα σχέδια στα φτερά τους και άμα θέλαμε να τις πιάσουμε τους λέγαμε: «Κάτσε – κάτσε μπαμπαρόλα να σου δώσω και φρατζόλα».
Οταν παίζαμε με τη σειρά, άμα έχανε ο ένας έπαιρνε σειρά ο άλλος, αυτός που περίμενε να έρθει η σειρά του έλεγε η γητειά: «Πάνω στου παπά το αμπέλι, μαύρος σκύλος κατεβαίνει και κρατεί το χάσει – χάσει, Παναγία μου να χάσεις».
Ετσι εδιαθέταμε την ώρα μας άμα είχαμε ευκαιρία, μάς παίρνανε όμως τότε ακόμα και από το σχολείο και κάναμε απουσίες, άμα μας θέλανε να βοηθήσουμε στο σπίτι. Στο θέρος και στο λιομάζεμα, δεν μας παίρνανε από το σχολείο, όμως όπως κάναμε τότε πρωί και απόγευμα σχολείο, μόλις σκολάγαμε πηγαίναμε στο… βάσανο, άμα ήταν κοντά, και το απόγευμα ξαναπηγαίναμε στο σχολείο. Με αντάλλαγμα ή και με πίεση, θέλανε και τη λίγη βοήθειά μας. Μας αγαπούσανε οι γονείς μας όπως αγαπούνε πάντα οι γονείς, μα συχνά συνηγορούνε διαφορετικά οι ανάγκες που συσχετίζονται με τις δυνατότητες.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Σκουρολεπίδα = Σκουρομάχαιρο
Λαγκώματα = Φαράγγια
Μαργιολές = Πονηριές
Χετζώνω = Αντιστέκομαι
Κρυγιώτη = Κρύο
Τριβίδι = Πολύ μικρά ψωμάκια
Μπαμπαρόλα = Πεταλούδα
Φρατζόλα = Ασπρο ψωμί
Καταχανάς = Βρικόλακας
Χειρομυλίζει = αλέθει στον χειρόμυλο για να κάνει το αλεύρει για το τριβίδι
Χαντώ = Νομίζω
Σημ.: Η παροιμιακή μαντινάδα: «Τον Μάη βούι μη ρεχτείς/ τον Αγουστο γυναίκα», θέλει να μας δείξει ότι τα βόδια τον Μάη είναι ξεκουρασμένα και επί πλέον τότε βρίσκουνε χόρτα να τραφούνε και βρίσκονται σε καλή κατάσταση.
Ακόμα και οι γυναίκες τον Αύγουστο είναι ξεκουρασμένες από τα έξω βάσανα και επιπλέον, τα πολύ δύσκολα χρόνια, τα φρούτα (που εμείς τα λέγαμε δράβιλα) εβελτιώνανε το “σιτηρέσιό” μας και βρισκότανε τον Αύγουστο και η γυναίκα σε καλύτερη κατάσταση από κάθε άλλη εποχή του χρόνου. Αυτή την παροιμιακή μαντινάδα εμείς την είχαμε παιδικό μας τραγούδι.