23 Αυγούστου Σάββατο
ώρα οκτώ βραδάκι εις την ταβέρνα τη γνωστή του Γιώργου του Μπουράκη Από τα πέρατα της γης ξανάρθανε και πάλι του ενάτου τα… λυκόπουλα με μια ζεστή αγκάλη Να συνεορτάσουνε, να συνευρεθούνε και μια κουβέντα μπιστική και γκαρδιακή να πούνε να πούνε όσα δεν είπανε να τα ξαναβρούνε Να θυμηθούνε τα παλιά τα νιάτα τους τα πρώτα τα νιάτα τους τα σχολικά που δεν θα ξαναρθούνε τότες που ήτανε παιδιά κι είχαν λουλούδια στα μαλλιά Kαι μια ευχή ολόθερμη κι ολόψυχη να πούνε του χρόνου να ξανάρθουνε να τα ξαναπούνε. Πέμπτος χρόνος μάζωξης κι έπεται συνέχεια του ενάτου τα… παιδόπουλα με περισσή ευπρέπεια και άλλη τόση ευγένεια -κόντρα στην ανέχεια- Με κέφι μαζευτήκανε στη μάζωξη και πάλι και βροντοφώναξαν παρών στη φιέστα τη μεγάλη στη φιέστα που ειλικρινά δεν έχει προηγούμενο αφού υπερέβη κατά πολύ το μέτρο το ποθούμενο. Πολλές φορές το έζησα κατά τας παρελάσεις πολλές φορές ειλικρινά έζησα τέτοιες φάσεις Οταν με βήμα αέρινο και συνοχή τελεία το ένατο παρήλαυνε κι από το κοινό εισέπραττε την εύφημή του μνεία Πολλές φορές το άκουσα δεν είναι ευφυολόγημα το ένατο παιδιά περνά αξίζει χειροκρότημα Και τότε χαμογέλαναν οι μύστακες του Αρώνη που οι βροντοφωνάρες του διεμβόλιζαν και όρη. Κι ο Πανταλός ο διευθυντής που παρακολουθούσε συγχαρητήρια δέχονταν και χειροκροτούσε. Γιατί εκείνη τη στιγμή που ο Αρώνης οδηγούσε και με το γνωστό το τέμπο του το βήμα το κρατούσε, το φιλοθεάμωνο κοινό θερμά χειροκροτούσε πώς να το κάνουμε παιδιά το ένατο περνούσε.
Ιωάννης Κουρουτάκης