Έχουν περάσει κιόλας πενήντα πέντε χρόνια από την επιβολή της Χούντας των Συνταγματαρχών στη χώρα μας. Πενήντα πέντε χρόνια που κάνουν δύσκολη την κατανόηση του ιστορικού πλαισίου, το οποίο οδήγησε την χώρα για εφτά χρόνια «στον γύψο». Οι μνήμες σιγά-σιγά σβήνουν και η καθημερινότητα σκεπάζει τους λόγους που κάνουν αναγκαία την ιστορική μνήμη, της μαύρης αυτής επετείου.
Αυτό όμως είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, γιατί η ιστορική άγνοια αφήνει χώρο σε διάφορους (λαοπρόβλητους και μη), είτε να παρουσιάσουν τη δική τους οπτική ως «ιστορική αλήθεια», είτε να αυτοπροβληθούν ως «ήρωες». Είναι επομένως ιστορική υποχρέωση όσων γνωρίζουν την αλήθεια των γεγονότων (είτε από πρώτο είτε από δεύτερο χέρι), να καλύπτουν το κενό που δημιουργήθηκε εσκεμμένα στο πέρασμα των χρόνων, προς χάριν της κοινωνικής ειρήνης.
Η Ελλάδα της δεκαετίας του 1960, ήταν μια χώρα με πολλά προβλήματα. Με νωπές ακόμα τις μνήμες του εμφυλίου, είχε έντονους κοινωνικούς διαχωρισμούς: το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ήταν απαραίτητο ακόμα και για την εργασία στο Δημόσιο, ο αστυφύλακας καραδοκούσε και μπορούσε να σε στείλει στο τμήμα για «φιλική συζήτηση», ενώ η αστυφιλία η μετανάστευση άδειαζαν την επαρχία. Ήταν μια Ελλάδα που πονούσε για την Κύπρο, που υπέφερε από τις σπατάλες του παλατιού και που στις αρχές της δεκαετίας έχει ήδη βιώσει τις εκλογές του 1961, οι οποίες έμειναν στην ιστορία ως οι εκλογές που «ψήφισαν και τα δέντρα», με το παρακράτος να οργιάζει προς όφελος της ΕΡΕ και του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ο εκδημοκρατισμός όμως αρχίζει, αργά, να πραγματοποιείται γιατί υπάρχει πλέον κοινωνική ανάγκη γι’ αυτό. Η δημιουργία και ο ερχομός στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου δημιουργούν προσδοκίες στο λαό για καλύτερες μέρες, όμως με τις (δειλές) αλλαγές που προωθούνται, δε συμφωνεί ούτε το παλάτι, αλλά και ούτε το στρατιωτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Παράλληλα βρίσκει αντίθετους και τους «έξωθεν προστάτες» μας, τους Αμερικανούς. Ο φόβος της επιρροής της Αριστεράς στα πολιτικά πράγματα της χώρας, μέσω της ΕΔΑ και της παρουσίας του Ανδρέα Παπανδρέου στ’ αριστερά της Ένωσης Κέντρου, δημιουργούσαν «πονοκεφάλους» και αφού ο λαός δεν αποδέχτηκε τις διαδοχικές κυβερνήσεις αποστασίας (τις οποίες ενορχήστρωσε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης), οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη κοινωνική αναταραχή και πλήθος διαδηλώσεων, καταλήξαμε στην επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας.
Η Χούντα βέβαια ήρθε μια περίοδο που τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν έρθει σε μια συμφωνία για εκλογές, υπό το φόβο μιας δικτατορίας από τους Στρατηγούς. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και η Αριστερά, είχε καθησυχαστεί από τις πολιτικές εξελίξεις, και πιάστηκε κυριολεκτικά «στον ύπνο». Οι Συνταγματάρχες (οι οποίοι είναι ιστορικά πλέον αποδεδειγμένο ότι ήταν αμερικανο-κινούμενοι) ανέτρεψαν την κυβέρνηση με ευκολία και τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Οι φυλακές και τα ξερονήσια γέμισαν σε μια νύχτα με αριστερούς και «συμπαθούντες», οι πολιτικοί αρχηγοί και οι οικογένειές τους μπήκαν «υπό περιορισμό» και ο τότε Βασιλιάς Κωνσταντίνος όρκισε την «κυβέρνηση» Παπαδόπουλου, στεναχωρημένος που η παρέα του τελευταίου, πρόλαβε εκείνον και τους στρατηγούς του.
Η Χούντα θεωρούσε ότι με την επιβολή στρατιωτικού νόμου, την χρήση χαφιέδων και τη φυλάκιση των αριστερών (και των «συμπαθούντων»), είχε εξασφαλισμένη την εξουσία – παρά τις αντιδράσεις των Ελλήνων που ζούσαν στο εξωτερικό και της διεθνούς κατακραυγής. Είχαν υποτιμήσει όμως το δημοκρατικό φρόνημα και την επαναστατικότητα κάποιων που θεωρητικά δεν είχαν κανένα λόγο για να ξεσηκωθούν. Κεντρώοι αλλά και κάποιοι Δεξιοί, υπεράνω πάσης υποψίας, ήταν εκείνοι που έκαναν τις πρώτες ομάδες αντίστασης ενάντια στην Χούντα. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου Γιάννης Κλωνιζάκης που ήταν από την αρχή δίπλα στον Αλέκο Παναγούλη στην οργάνωση «Ελληνική Αντίσταση» (και η οποία οργάνωσε την απόπειρα ενάντια στον δικτάτορα Παπαδόπουλο), ήταν οργανωμένος στο Κέντρο, όντας πολιτικός μηχανικός, με πολύ καλό όνομα στην Δυτική Αττική. Ο Λευτέρης Βερυβάκης και ο Στάθης Γιώτας, επίσης Κεντρώοι, είχαν αρχίσει να δικηγορούν, ο θείος μου Αρτέμης Κλωνιζάκης ήταν γιατρός. Όλοι τους νέοι, στην αρχή της καριέρας τους και υπεράνω πάσης υποψίας.
Ο Παπαδόπουλος επέζησε της απόπειρας και η Χούντα ταρακουνήθηκε, αλλά δεν έπεσε, ούτε από τις βόμβες της «Δημοκρατικής Άμυνας», αλλά και ούτε από το Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο αποτέλεσε την κορυφαία συλλογική πράξη αντίδρασης της ελληνικής νεολαίας, αλλά δυστυχώς δεν είχε το πολιτικό εκτόπισμα να τη ρίξει.
Η Χούντα κατέρρευσε όταν ολοκλήρωσε την αποστολή της, που ήταν να πέσει η μισή Κύπρος στα χέρια των Τούρκων. Έτσι έγιναν ακριβά τα διδάγματα που μας άφησε – που είναι η ανάγκη για πίστη και στήριξη της δημοκρατίας και των κοινωνικών ελευθεριών, ανεξαρτήτως του πολιτικού χώρου στον οποίο ανήκουμε.
Μακάρι τέτοιες επέτειοι να μην καταντήσουν σαν τα εκθέματα σε μουσεία, στα οποία δεν πατάει ποτέ κανείς. Το χρωστάμε σε όλους εκείνους που φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν για χάρη της δημοκρατίας, στους νέους που ξεσηκώθηκαν στο Πολυτεχνείο και κυρίως στους αδερφούς μας τους Κυπρίους, που έχουν ακόμα την πατρίδα τους χωρισμένη.
Για να μην πάνε οι θυσίες, οι αγώνες και η καταστροφή χαμένες…
Αξιότιμε κύριε, επιτέλους ένα άρθρο που λέει τα πράγματα όπως συνέβησαν χωρίς να μοιράζει δεξιά-αριστερά επιπλέον παράσημα σε εκδιωχτες της χούντας. Όπως πολύ σωστά αναφέρετε η χούντα κατέρρευσε πνιγμένη στο αίμα και την καταστροφή των αδελφών μας στην Κύπρο. Σε συνδυασμό με όσα συνέβησαν το μοιραίο για τον Ελληνισμό καλοκαίρι του 1964 παραθέτω 4 ημερομηνίες ως τροφή για σκέψη:1)21/04/1967 χουντικό πραξικόπημα 2)Δεκέμβριος 1967 απόσυρση της ελλαδικης μεραρχιας από την Κύπρο 3)20/07/1974 τουρκική εισβολή στην Κύπρο 4)24/07/1974 η χούντα καταρρέει. Προφανώς είχε εκπληρώσει τους λόγους ύπαρξης της. Τέλος μήπως θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς εορτάζουμε στις 23/07 κάθε χρόνο;Την ντροπή του Πενταδακτυλου;Τις σφαγές του Αττίλα;Μήπως πρέπει αντί εορτής οι ημέρες αυτές πρέπει να είναι ημέρες ενδοσκόπησης και περισυλλογής; Όπως πολύ σωστά λέτε επώδυνο διαχρονικό μάθημα;….Καλή Ανάσταση και καλή λευτεριά σε όσους την στερούνται…..Με εκτίμηση