«2, 8, 2, 5, 0, 5, 1…/ Τηλεφωνώ./ Να πω στη μητέρα μου/ την “καλημέρα” της καινούριας μέρας,/ θέλω./ Το τηλέφωνο δεν απαντά./ “Η κυρία Ήρα θα την αλλάζει” σκέφτομαι./ Τηλεφωνώ ξανά, ξανά, ξανά, ξανά, ξανά…/ Το τηλέφωνο συνεχίζει να μην απαντά./ Έχω ξεχάσει ότι η μάνα μου/ ζει -τώρα και μια εβδομάδα-/ στο άλλο ημισφαίριο της ζωής./ Σε άγνωστη διεύθυνση./ Δίχως τηλέφωνο./ Επιμένω./ Κάποτε το τηλέφωνο θ’ απαντήσει,/ θα το ακούσει όπου κι αν βρίσκεται,/ και θα τρέξει να το σηκώσει./ Η ίδια./ Την ξέρω εγώ καλά τη μάνα μου!». Το πρώτο απ’ τα πολλά ποιήματα που έγραψα για τη μάνα μου (κάποια απ’ αυτά “μπήκαν” στην ποιητική μου συλλογή “Οταν γίνεις ποίημα”, εκδ. “Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης – Πυξίδα της πόλης”, Χανιά 2013), όταν έφυγε -σαν σήμερα πριν από εφτά (7) χρόνια η κηδεία της- στο άλλο ημισφαίριο της ζωής. “Το βουβό τηλέφωνο” ο τίτλος του.
«Πρώτα το αναπηρικό αμαξίδιο,/ που ποτέ δεν χρησιμοποίησες/ -“τρακτέρ” το έλεγες./ Ύστερα τον συμπυκνωτή και τις φιάλες οξυγόνου./ Τελευταίο το στρώμα./ Μία μία με τη σειρά,/ οι δουλειές που είχα να κάνω σήμερα./ Επιστρέφω στο σπίτι./ Πρέπει να σου δώσω αναφορά, όπως έκανα πάντα./ Το ξέρω πως δεν θα σε βρω, μάνα./ Το ξέρω πως εδώ και δέκα μέρες/ είσαι κάτοικος/ της χώρας των Κεκοιμημένων./ Πρέπει, όμως, να σου δώσω αναφορά!», «Αναφορά», ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος γι’ αυτήν. Της άρεσε πολύ αυτή η λέξη τα τελευταία χρόνια της ζωής της, που τα πέρασε κατάκοιτη στο κρεβάτι. Με το «νι και με το σίγμα» ήθελε να της λέω τα «νέα» μας…
«Τόσα κεριά όσα τα παιδιά της/ -παιδιά της κι οι νύφες κι οι γαμπροί της-/ συν ένα ακόμη./ Τόσα άναβε στο μανουάλι, όταν πήγαινε/ στην εκκλησία, η μάνα μου./ Μου άρεσε να την βλέπω,/ ν’ ανοίγει το πορτοφολάκι της,/ να βγάζει τα χρήματα/ και να τ’ αφήνει στο παγκάρι./ Μα πιο πολύ μου άρεσε,/ όταν την έβλεπα να πηγαίνει/ σιγομουρμουρίζοντας στο στασίδι της:/ “Να ’χουνε την υγεία τους,/ τα παιδιά μου και τα παιδιά του κόσμου, Παναγία μου!”». «Τα κεριά» ο τίτλος αυτού του ποιήματος. Δεν ξεχνούσε ποτέ ν’ ανάψει κι ένα κερί για τα παιδιά του κόσμου η μάνα μου. Τα ‘χε όλα στην έγνοια της…
«“Εγώ, μαμά, θα τραβώ την κατσίκα”, λέει ο Αντώνης μ’ όλο το βάρος/ των τεσσάρων του χρόνων./ Ζηλεύω, ζηλεύω πολύ γιατί το ‘πε αυτός,/ που του ρίχνω κοντά δύο χρόνια -αιώνες./ “Είστε μικροί και η κατσίκα είναι άγρια”, λες δένοντας κόμπο το σκοινί στη μέση σου./ Χέρι ελεύθερο γι’ αυτή δεν έχεις./ Στο ένα θα κρατάς το καλάθι με το φαγητό/ και το άλλο πρέπει να το κάνεις αγκαλιά/ για τη Στέλλα που έχει μόλις χρονιάσει./ “Θα τρέχει ο ποταμός, μην πάμε,/ μπορεί και να βρέξει”, κλαψουρίζω./ Δε σηκώνεις κουβέντα:/ “Ο πατέρας σας μας περιμένει/ να μαζέψουμε τις ελιές! Ας τρέχει ο ποταμός κι ας βρέξει…”». Ένα από τα μαθήματα ζωής που μου (μας) παρέδωσε η μάνα μου κι αυτό στο ποίημα με τίτλο «Ας τρέχει κι ας βρέξει».
«Όπως έλεγε η μάνα μου./ Όπως έκανε η μάνα μου./ Όπως δούλευε η μάνα μου./ Όπως έδινε δέκα για να πάρει ένα, αν το έπαιρνε κι αυτό, η μάνα μου./ Όπως διηγιόταν παλιές ιστορίες η μάνα μου./ Όπως είχε την πόρτα ανοιχτή στους διακονιάρηδες η μάνα μου…/ Σε παρατατικό χρόνο η ζωή της μάνας μου./ Σε παρατατικό που δηλώνει ενεστώτα». Ωσεί παρούσα και τα πάντα πληρούσα στη ζωή μου, μάνα μου. Μια μόνο σκέψη, η απόσταση που μας χωρίζει. Μια θύμηση και ο παρατατικός γίνεται ενεστώτας. «Ενεστώτας» και ο τίτλος του πέμπτου ποιήματος…
«Πέντε ποιήματα – κεριά για τη μάνα μου» ο τίτλος της σημερινής Στάσης. Πέντε κεριά – ποιήματα στο μανουάλι της μνήμης… Συν «δυο κάρβουνα στο θυμιατό κι ένα κουτί λιβάνι», για να θυμηθώ έναν στίχο του Γιάννη Ρίτσου.