Τις ανοιξιάτικες βραδιές που κελαηδούν τ’ αηδόνια,
χαράματα στ’ αγιόκλημα και μες στο γιασεμί,
μαζί τους σιγοτραγουδώ κι αναπολώ τα χρόνια
που ξενυχτούσαμε αγκαλιά και τρέμει μου η φωνή.
Όταν τα χρυσοφέγγαρο απ’ το βουνό προβαίνει
και τ’ αγναντεύω μοναχός, νιώθω μες στην ψυχή
πως βάτοι τη ματώνουνε κι η σκέψη μου πηγαίνει
πίσω στα χρόνια που αγκαλιά το βλέπαμε μαζί.
Ώρες με τ’ άστρα τ’ ουρανού, καλή μου, κουβεντιάζω,
άλλη δεν έχω συντροφιά κι όταν ροδίζει η αυγή,
αποσταμένος κι άγρυπνος πέρα μακριά κοιτάζω
το δρόμο, μήπως και φανεί η αιθέρια σου μορφή.
Όμως τα μάτια της ψυχής το άλλο στρατί θωρούνε,
που πάει στο κοιμητήριο στην άκρη του χωριού
κι ενώ δάκρυ(α) απ’ τα μάτια μου θολόπικρα κυλούνε,
κατασιγάει ο πόνος μου στις νότες τ’ αηδονιού.
Μα όταν ο ρήγας τα’ ουρανού την πλάση όλη ζεσταίνει,
θαρρώ μι’ απόκοσμη φωνή τριγύρω μου αντηχεί
που λέει «Σ’ έν’ άστρο εκεί ψηλά, μπορεί να σε προσμένει
κι άλλη ζωή ν’ αρχίσετε αντάμ’ απ’ την αρχή…».