Λυχνάρι αχνόφεγγο στης στράτας το κανάλι
κόκκινος ήλιος στα πλάτη σκαλώνει
κουδούνισμα χρόνου στον άτοπο χρόνο
ψίθυρος ανατάσσει σκέψη θνητού.
Πουλιά πλαταγίζουν στις ράχες του αιθέρα
περάσματα διαβάτη στο άφωνο σύμπαν
θωριά του ακουμπά στην περίστροφη γη
άνεργη χαρά στο μάκρος της ουτοπίας.
Ξανοίγει σέρνεται στο χνουδισμένο κάμπο
άσκεπος θνητός στ’ ανάριο σκοτάδι
άχνα κόσμου μύρισε στα διάσκελά του
άστρο να φέξει στου νου την ανέμη.