Αγροίκησα μία πρωινή παλιά και περασμένα
είδα το νου μου να περνά σε μύρια κατατόπια
τη σκέψη μου να οδηγεί σε χαραγμένες μνήμες
στα ιδανικά που γράφτηκαν στου τόμου τις σελίδες.
Της νιότης φλόγα που ’λαμψε στην απεραντοσύνη
κι έδωσε στα γυρίσματα το μήνυμα του χρόνου,
τροφή στη γεύση του θνητού στης θύμησις το μάκρος
ζάλα στη στράτα της ζωής την ομορφιά θωρούνε.
Κι όταν το βάθος της ψυχής ανοίξει ένα συρτάρι
νοσταλγικό το βούισμα στη μηχανή του τρένου
βροντόφωνο σ’ ανηφοριές υψώνεται στα πλάτια
εκεί που οι ρίζες κατοικούν δίπλα στις αναμνήσεις