«Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;»
Οι Περαστικοί είναι η ιστορία κάποιων εκατοντάδων προσφύγων στο Βερολίνο, η μάχη τους να πάψουν να είναι αόρατοι, να αποκτήσουν χαρτιά και δικαίωμα στην εργασία, να έχουν μέλλον. Είναι η ιστορία κάποιων τυχερών προσφύγων που κατόρθωσαν να φτάσουν μέχρι τη Γερμανία, ενώ οι περισσότεροι με τους οποίους ξεκίνησαν μαζί χάθηκαν στον δρόμο. Τη ζωή τους έχασαν στον δρόμο, όχι τον προσανατολισμό τους. Είναι η ιστορία του Ρίχαρντ, του καθηγητή πανεπιστημίου. που πρόσφατα βγήκε στη σύνταξη. Γεννημένος στο Ανατολικό Βερολίνο, είδε το 1989 το Τείχος να πέφτει, το Βερολίνο να ενώνεται. Προσδοκίες για ένα καλύτερο αύριο γεννήθηκαν σε πολλούς, τώρα εκείνος παίρνει μικρότερη σύνταξη από τους δυτικούς συναδέλφους του. Αν και δεν υπάρχει καμία σημείωση εκ μέρους της συγγραφέως πως το μυθιστόρημα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, εντούτοις δεν νομίζω πως υπάρχει αμφιβολία επ’ αυτού. Αναρωτιέμαι πόσοι κάτοικοι του Βερολίνου να γνώριζαν την ιστορία αυτή ή κάποια παρόμοιά της. Ο Ρίχαρντ ενεπλάκη στην ιστορία αυτή σταδιακά και από σύμπτωση, κάτι διάβασε μια μέρα στην εφημερίδα, από περιέργεια αποφάσισε μια άλλη να επισκεφτεί το κτίριο που αρχικά φιλοξενούνταν οι πρόσφυγες, ύστερα θέλησε να ακούσει τις ιστορίες τους.
Πού μεγαλώσατε; Ποια είναι η μητρική σας γλώσσα; Σε ποια θρησκεία ανήκετε; Πόσοι άνθρωποι ήσασταν στην οικογένειά σας; Πώς ήτα το διαμέρισμα, το σπίτι, που μεγαλώσατε; Πώς γνωρίστηκαν οι γονείς σας; Είχατε τηλεόραση; Πού κοιμόσασταν; Τι τρώγατε; Ποια ήταν η αγαπημένη σας κρυψώνα στα παιδικά σας χρόνια; Έχετε πάει σχολείο; Τι ρούχα φορούσατε; Είχατε κατοικίδια ζώα; Μάθατε κάποιο επάγγελμα; Έχετε δική σας οικογένεια; Πότε φύγατε από την πατρίδα σας; Γιατί; Έχετε ακόμα επαφές με την οικογένειά σας; Με ποιο σκοπό φύγατε; Πώς τους αποχαιρετήσατε; Τι πήρατε μαζί σας όταν φύγατε; Πώς φανταζόσασταν την Ευρώπη; Τι είναι διαφορετικό; Πώς περνάτε τις μέρες σας; Τι σας λείπει πιο πολύ; Τι επιθυμείτε; Αν είχατε παιδιά που μεγάλωναν εδώ, τι θα τους λέγατε για την πατρίδα σας; Μπορείτε να φανταστείτε ότι θα γεράσετε εδώ; Πού θέλετε να σας θάψουν;
Με κάθε καινούριο βιβλίο της η Έρπενμπεκ μοιάζει να αφαιρεί ολοένα και περισσότερα από τα πέπλα εκείνα με τα οποία έκρυβε τον ωμό ρεαλισμό στα πρώτα της βιβλία, να εγκαταλείπει τους συμβολισμούς και τις παραβολές, να μην αναζητά καταφυγή στο μεταφυσικό «αν», να επικεντρώνεται στην απτή πραγματικότητα. Κάποιες ιστορίες οφείλουν να αποδοθούν χωρίς φτιασίδια. Καλώς ή κακώς η τύχη του κάθε βιβλίου επηρεάζεται πέραν της εγγενούς αξίας του και από τις επικρατούσες συνθήκες. Οι Περαστικοί, το πέμπτο βιβλίο της Έρπενμπεκ που κυκλοφορεί στα ελληνικά -όλα σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη-, μοιάζει να είναι αυτό που εγκαθιδρύει οριστικά τη φήμη τής συγγραφέως σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς κερδίζει βραβεία ή υποψηφιότητες για βραβεία και διθυραμβικές κριτικές. Ναι, θα μπορούσε κάποιος να πει πως ένα βιβλίο για ένα ζήτημα τόσο φλέγον όσο το προσφυγικό, σε συνδυασμό με την πολεμική που αυτό γεννάει, αποτελεί την κατάλληλη συνταγή για την επιτυχία, επιπρόσθετα θα μπορούσε να κατηγορήσει τη συγγραφέα ακόμα και για καιροσκοπισμό. Ωστόσο η κυκλοφορία του βιβλίου στη Γερμανία (2015) απλώς συνέπεσε με τα κύματα προσφύγων από τη Συρία. Οι πρόσφυγες της Έρπενμπεκ προέρχονται όλοι από την Αφρική. Σαφώς οι περισσότερες κριτικές που κυκλοφορούν για τους Περαστικούς, αποθεωτικές στην πλειοψηφία τους, εκεί τείνουν να εστιάζουν, στο ανθρωπιστικό μέρος, στο ντοκουμέντο. Και προφανέστατα αυτό είναι ένα σημαντικό συστατικό του μυθιστορήματος, η αλήθεια που έχει να διηγηθεί, η ιστορία αυτών των προσφύγων, οι ιστορίες όλων εκείνων που βρέθηκαν ξένοι σε ξένο τόπο. Όμως αποτελεί παράλειψη να μη σταθεί κανείς στην εξέχουσα γλώσσα, στο χτίσιμο των χαρακτήρων, στις διακειμενικές αναφορές, στο στήσιμο της πλοκής και στην αφήγηση. Οι Περαστικοί είναι μυθιστόρημα και όχι ρεπορτάζ εφημερίδας.
Ο τόπος και ο ήρωας. Το Βερολίνο, στο οποίο η Έρπενμπεκ γεννήθηκε και κατοικεί, είναι το σκηνικό, η πλέον ανοιχτόμυαλη και προοδευτική όψη της Γερμανίας, το Βερολίνο με την πολιτική ταυτότητα και με το βάρος της μνήμης. Εκεί η αντίθεση μοιάζει πιο έντονη. Ο Ρίχαρντ, για τον οποίο η ιστορία των ανθρώπων αυτών είναι κατ’ αναλογία γνώριμη και οικεία, προσωποποιεί τις δύο Γερμανίες, τη διαίρεση και την επανένωση, είναι ταυτόχρονα ντόπιος και ξένος, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, και ας μη χρειάστηκε ούτε σπίτι να αλλάξει. Η Έρπενμπεκ δίνοντας μορφή στον Ρίχαρντ δεν αμέλησε να τον προικίσει με περαιτέρω γωνίες και πλευρές πέραν της ενασχόλησής του με τους πρόσφυγες, έτσι ο Ρίχαρντ είναι ένας χαρακτήρας σφαιρικός και αληθοφανής, με παρελθόν, λάθη και απώλειες να τον βαραίνουν, με παρόν, φίλους και ενδιαφέροντα να τον συντροφεύουν. Το πρόβλημα είναι πως η συμπεριφορά του Ρίχαρντ φαντάζει στα μάτια του αναγνώστη ηρωική και όχι ανθρώπινη και αναμενόμενη, δείγμα της εποχής που ζούμε ─αν είμαστε αισιόδοξοι─ ή της ανθρώπινης φύσης ─αν όχι.
Όταν διαβάζω ένα βιβλίο συχνά αναρωτιέμαι, εν είδει μεταναγνωστικού παιχνιδιού, ποια θα μπορούσαν να είναι τα κίνητρα που ώθησαν τον συγγραφέα να αφηγηθεί τη συγκεκριμένη ιστορία. Και στην περίπτωση των Περαστικών υποθέτω ─γιατί για παιχνίδι υποθέσεων πρόκειται άλλωστε─ πως η Έρπενμπεκ θέλησε να διηγηθεί την ιστορία αυτή για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί είναι μια ιστορία δυνατή, τρομερά στενάχωρη, ιστορία που τείνει να γίνει κλισέ δυστυχώς, μια πραγματικότητα που όσο και αν επιμένουμε να αγνοούμε εμείς οι κάτοικοι της Δύσης είναι ολοένα και πιο παρούσα. Δεύτερον, για να κάνει την απαραίτητη έρευνα, να διαβάσει νόμους και διατάγματα, να καταρρίψει μύθους, να έρθει σε επαφή με τον ξενοφοβικό λόγο, να θέσει τα κατάλληλα ερωτήματα, μήπως και βρει απαντήσεις. Και τρίτον, για να πάρει θέση, θέση πολιτική, να ταχθεί με την πλευρά των προσφύγων και να ορθώσει ανάστημα ενάντια στον ακροδεξιό οχετό. Δεν είναι δεδομένη η κοινωνικοπολιτική θέση κάποιου απλώς και μόνο επειδή είναι ή δηλώνει καλλιτέχνης, η θέση κάποιου πρέπει να δηλώνεται με σαφήνεια.
Παρότι οι προσδοκίες μου γι’ αυτό το βιβλίο ήταν μεγάλες, εντούτοις οφείλω να παραδεχτώ πως, παίρνοντάς το στα χέρια μου και γνωρίζοντας μέσες άκρες την υπόθεση, διακατεχόμουν από έναν φόβο, που είχε να κάνει με την πιθανή ύπαρξη ενός διδακτικού τόνου, φόβο μήπως η δύναμη της ιστορίας των προσφύγων παρέσερνε το μυθιστόρημα σε μονοπάτια ηθικοπλαστικά. Όχι, ο Ρίχαρντ δεν είναι ένας τύπος που κουνάει το δάκτυλο, και δεν είναι ένας τέτοιος τύπος ακριβώς γιατί είναι ένας άνθρωπος που δρα κατά συνείδηση.
Η πρσοφυγιά και η μετανάστευση δεν είναι όπως πολλοί λανθασμένα πιστεύουν και ─σκοπίμως ή από άγνοια─ διαδίδουν ένα φαινόμενο συγκαιρινό. Η προσφυγιά και η μετανάστευση είναι η ιστορία της ανθρωπότητας, η ιστορία του κάθε τόπου, παλαιότερη από κάθε γραφειοκρατία και από κάθε σύνορο. Η φυγή από την κόλαση είναι ένστικτο, η φυγή από την κόλαση είναι δικαίωμα. Η αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο επίσης. Σε μια εποχή που η ανοχή όλων μας στις ιστορίες φρίκης όλο και δυναμώνει, ίσως η λογοτεχνία να έχει την απάντηση, και ίσως μόνο η σπουδαία λογοτεχνία να μπορεί να αφυπνίσει τον ναρκωμένο άνθρωπο, να τον κάνει να αναλογιστεί τη θέση του στον κόσμο, να επιτελέσει τον ρόλο της ψυχαγωγίας. Αν υπάρχει μια τέτοια πιθανότητα ίσως να είναι οι Περαστικοί.