Φίλους καλούς έχω πολλούς, μ’ αδερφοχτό ‘χω ένα,
που η άδολη φιλία μας, περνά τα εσκαμμένα.
Μυτιληνιός που κατοικεί, πέρ’ από το Καστέλι,
διδάκτωρ Γεωπονικής, τον λένε Καμβυσέλλη.
Αυτός μετέδιδε παλιά και τη «φωνή τ’ αγρότη»,
από την τηλεόραση, στη νιότη ντου τη πρώτη.
Βιογραφία έγραψε, του Γαλανού τ’ Αλέκο,
γίγαντα τσ’ υποκριτικής κι εγκώμια του πλέκω.
Του αδερφού ντου το παιδί, βράβευσε ο Ομπάμα,
φαίνετ’ η γενιά αυτή, πως είν’ απ’ άλλο κράμα.
Εις το Σφηνάρι τα ‘χούμε, πολλές φορές τσουγκρίσει,
τα ποτηράκια εννοώ, ώσπ’ ηύραμε τη λύση.
Αφού εκεί σκεφτήκαμε, την άδολη φιλιά μας,
πράξη να την εκάνουμε, ν’ ανοίξ’ η αγκαλιά μας.
Τα Νέα τα Χανιώτικα, μετά χαράς δεχτήκαν,
να τη δημοσιεύουνε και στο χορό εμπήκαν.
Όλο το δεκατέσσερα, βλέπατε κάθε Πέμπτη,
την άδολη φιλία μας, κι η σάτιρα να πέφτει.
Πρόσφατα στ’ Αννουσάκειο, με έχουν αιμοδότη
και δεν το πήρε σοβαρά, όταν τον είπα πότη.
Ψάχνει με στο τηλέφωνο, το σταθερό μονάχα,
τσι ρίμες μου αναζητά, ίντα τσι θέλει τάχα.
Αφού δεν έχω κινητό, για να με βρίσκει πάντα,
κρυφτό του παίζω που και που, είναι κι αυτό αβάντα.
Μα διόλου δεν καθυστερώ, στο σπίτι σαν γυρίσω
και μάθω πως με ζητησε, να του τηλεφωνήσω.
Νταμώνουμε και στα Χανιά, μια δυο φορές το μήνα,
πριν να μας έρθ’ ο κορονιός, Φλεβάρ’ από την Κίνα.
Κι αν θα μας φύγει σύντομα, θα σμίξουμε και πάλι,
θα πιούμε τα κρασάκια μας, να μας περάσ’ η ζάλη.