Στην προφορική, αλλά και στη λόγια, παράδοση της χώρας μας η αριστεία ανήκει στις αρετές εκείνες που κατέχουν μια εξέχουσα θέση. Το Αιέν αριστεύειν… Ιλιάδα Ζ’ 208. (Να είσαι πάντα πρώτος…) είναι ίσως από τις πρώτες γραπτές προτροπές, στις οποίες η αριστεία θεωρείται μια αξία την οποία ο άνθρωπος πρέπει διαρκώς να επιζητεί.
Αλλά και στην κλίμακα των Ολυμπιακών αξιών η αριστεία τίθεται στην κορυφή. Ο έντιμος αγώνας (fair play) που ίσως κάποιοι θεωρούν ως την κορυφαία αξία αποκτά νόημα μόνο μέσα από έναν αγώνα ο οποίος έχει ως στόχο τη νίκη και την πρώτευση των αρίστων.
Μόνο ο υπουργός Παιδείας κ. Μπαλτάς πρωτοτυπώντας διαφωνεί με τα παραπάνω. Το ότι θεωρεί ότι η αριστεία μπορεί να εκληφθεί και ως κάτι αρνητικό και απευκταίο π.χ. ρετσινιά ίσως αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αρέσκεται να αριστεύει είτε είναι μαθητές, γιατροί, δικηγόροι, έμποροι, αθλητές κ.λπ. Αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν ρετσινιά είναι η μετριότητα και η αποτυχία.
Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με διαφορετικές έμφυτες ικανότητες γι’ αυτό και οι δεξιότητες που θα αποκτήσουν στη ζωή τους θα φτάσουν σε διαφορετικό επίπεδο, εάν οι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι οι ίδιοι. Αυτός που γεννιέται με περισσότερες ικανότητες π.χ. μουσικές ή κινητικές θα γίνει καλύτερος μουσικός ή αθλητής από αυτόν που θα γεννηθεί με λιγότερες και αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά και δίκαιο. Η Πολιτεία οφείλει φυσικά να παρέχει σε όλους τις δυνατότητες να φτάσουν στο όριο των ικανοτήτων τους δημιουργώντας ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση ή σε άλλους θεσμούς που ελέγχει. Αυτή είναι μια γενική ανθρωπιστική αρχή και από αυτήν ίσως ορμήθηκε και ο υπουργός Παιδείας. Του διαφεύγει όμως μια άλλη αρχή σύμφωνα με την οποία η ίση κατανομή των πόρων (κύρια χρημάτων) που είναι κάτι κοινωνικά δίκαιο μπορεί να ανεβάσει για όλους τον μέσο όρο, δε θα βοηθήσει όμως τους ιδιαίτερα προικισμένους να φτάσουν στο όριο των δυνατοτήτων τους. Δεν έχει δηλαδή ένα εκπαιδευτικό σύστημα τη δυνατότητα όσα χρήματα ή άλλες πηγές και αν διαθέτει για την εκπαίδευση, να παρέξει εξειδικευμένη βοήθεια στους περισσότερο ικανούς, όταν αυτοί είναι διεσπαρμένοι σε όλα τα σχολεία της Επικράτειας. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να βοηθήσει έναν μαθητή να αναπτύξει στο έπακρο τις ικανότητές του στη μουσική, όταν αυτός βρίσκεται σε ένα τμήμα με άλλους τριάντα των οποίων οι έμφυτες μουσικές ικανότητες είναι πολύ χαμηλότερες από τις δικές του. Για να γίνει αυτό θα πρέπει ο συγκεκριμένος μαθητής με τους όμοιούς του να δεχτεί ιδιαίτερη εκπαίδευση προσαρμοσμένη στις ικανότητές του. Το παράδειγμα του αθλητισμού κάνει ίσως περισσότερο κατανοητά τα παραπάνω. Όσο και να βελτιωθεί η Φυσική Αγωγή στα σχολεία για όλους τους μαθητές, κάτι που είναι επιθυμητό με στόχο να φτάσουν όλοι στο έπακρο των αθλητικών τους επιδόσεων, δε θα μπορέσει ποτέ να δημιουργηθεί με αυτόν τον τρόπο η Εθνική Ελλάδος. Για να μπορέσει να δημιουργηθεί η βέλτιστη Εθνική πρέπει οι ιδιαίτερα ταλαντούχοι, άσχετα πόσο υψηλός είναι ο μέσος όρος της τάξης, να εκπαιδευτούν χωριστά. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να φτάσουν στο όριο των βιολογικών τους προδιαγραφών.
Κάποιος βέβαια θα μπορούσε πολύ εύλογα εδώ να ανταπαντήσει ότι δε χρειάζεται να φέρουμε τους μαθητές με τις υψηλές έμφυτες ικανότητες π.χ. στα μαθηματικά ή στη γλώσσα ή στη μουσική στα όρια των ικανοτήτων τους. Αν ανέβει ο μέσος όρος, αυτό είναι αρκετό. Έτσι θάχουμε πιο ευτυχισμένους μαθητές χωρίς άγχη και στίγματα. Σε αυτή βέβαια την αξιολογική θέση στηρίζεται η γνωστή λογική της μετριότητας που επικαλείται κύρια ψυχολογικά επιχειρήματα, όπως αυτά του άγχους, του φόβου και του στίγματος και την οποία η χώρα μας έχει από παλιά υιοθετήσει. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πρακτικής οδήγησε στη δημιουργία ατόμων χαμηλών δεξιοτήτων σε όλους τους τομείς και σε μια κοινωνία ελάχιστα ανταγωνιστική, η οποία ηττάται σε κάθε επίπεδο, στην έρευνα, στην επιχειρηματικότητα, στη γεωργία, στις κατασκευές, στο μάνατζμεντ κ.λπ., πάντα βέβαια σε σχέση με τους φίλους Ευρωπαίους και ανταγωνιστές μας. Έτσι η έλλειψη του άγχους και του στίγματος στη μαθητική ηλικία μετατρέπεται σε διαρκές άγχος και στίγμα ολόκληρης της κοινωνίας κατά την ενηλικίωση που διαρκώς μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά.
Ποιος λοιπόν μπορεί να μας απαλλάξει από αυτά τα αγχώδη και μειονεκτικά συναισθήματα, από αυτά τα στίγματα, από τον φαύλο κύκλο της μετριότητας, παρά μόνο οι άριστοι; Η ανίχνευση και εκπαίδευση των αρίστων έπρεπε να είχε αποτελέσει την άμεση προτεραιότητα όλων των κυβερνήσεων. Αυτό είναι μια προτεραιότητα περισσότερο επείγουσα και από αυτήν της εξόδου από το μνημόνιο. Διότι ακόμα και αν χρεοκοπήσουμε σήμερα, αν βοηθήσουμε να αναδειχτούν οι άριστοι και να πάρουν τις τύχες της πατρίδας μας στα χέρια τους στις επόμενες γενιές θα μας επαναφέρουν εκεί που θα έπρεπε να είμαστε.
Αν θέλουμε η Εθνική Ελλάδος να νικήσει ή έστω και να φέρει ισοπαλία με τους αντιπάλους σε μια διαπραγμάτευση μετά από είκοσι ή τριάντα χρόνια, θα πρέπει οι παίχτες εκείνης τη εποχής, τα σημερινά ταλέντα, να ανιχνευτούν με προσοχή και να τύχουν της κατάλληλης προετοιμασίας, ώστε να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους τους επί ίσοις όροις. Διαφορετικά δε θάχουμε μάθει τίποτα από τις σημερινές μας ήττες.
*ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, πρώην σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
kmudakis@uop.gr”