∆ιάβασα συγκινηµένος το πρόσφατο άρθρο του φίλου και συγκρατούµενου σε δύσκολες εποχές Αντώνη Γκαζή. Το κείµενο αυτό γράφτηκε απ’ αφορµή τη θλιβερή επέτειο της Χούντας του 1967.
Επειδή διαπιστώνω και εγώ πως πολλοί συµπατριώτες µας µιλούν για φασισµό και φασίστες χωρίς να έχουν µελετήσει το απάνθρωπο, το εξευτελιστικό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια φαινόµενο και βέβαια χωρίς οι νεότεροι να έχουν µια κάποια µικρή έστω προσωπική εµπειρία για ό,τι µπορεί να σηµαίνει η ασφυκτική στέρηση της ελευθερίας του λόγου και η εξοντωτική αίσθηση ότι µια αυθαίρετη εξουσία των όπλων σε µετατρέπει σε ένα άθλιο, βουβό υποζύγιο.
Με τις παραπάνω διαπιστώσεις κατά νου είπα να παραθέσω ένα µικρό απόσπασµα από ένα υπό έκδοση αυτοβιογραφικό βιβλίο µου ελπίζοντας να βοηθήσει κάποιους να καταλάβουν τι περίπου σηµαίνει φασισµός, προκειµένου να χρησιµοποιούν τον αντίστοιχο χαρακτηρισµό εκεί που πρέπει και όταν πρέπει.
Ιούλιος 1973. Ένα όνειρο στο Ε.Α.Τ. / Ε.Σ.Α.
Η περίοδος των ανακρίσεων έχει τελειώσει. Έξω ακούγονται ρυθµικά βήµατα και χορωδιακές απαγγελίες:
– «Ζήτω, ζήτω ο Πα-πα-δό-που-λος, ζήτω, ζήτω η Ε-πα- νά- στα- σίς!» Νέα παιδιά, φαντάροι από διάφορα µέρη της Ελλάδας, τα πιο πολλά αµόρφωτα, εκβιαζόµενα, παρασυρµένα από άγνοια ή κι από φόβο, είχαν µεταµορφωθεί σε σκληρούς εκτελεστές βάρβαρων εντολών, απάνθρωπων. Πόσα χρόνια άραγε θα περάσουν για να απαλλαγεί, να καθαρίσει το κορµί της πατρίδας µας από τις µολύνσεις και τη βρόµα που άφησαν πάνω και µέσα του οι βιαστές της. Ώρες ατέλειωτες πηγαινοέρχοµαι στο κελί, τρία βήµατα στην ευθεία, τεσσεράµισι διαγωνίως. Οχτακόσιες είκοσι εφτά φορές πήγαιν’ έλα. Ένα βασανιστικά επαναλαµβανόµενο γιατί, γιατί, γιατί τρυπά τ’ αυτιά, το νου και τη σκέψη µου. ∆εν παίρνω καµιά απάντηση και τρελαίνοµαι. Γιατί είµαι εδώ; Ποιοι µου στέρησαν τον αέρα και το φως µου; Ποιοι είναι αυτοί που ρυπαίνουν τον τόπο µου; Η ανθρώπινη φύση µου ακρωτηριάζεται, στενεύει, αλλοιώνεται. Καταρρέω. Λυγµώντας σωριάζοµαι στο τσιµεντένιο πάτωµα. Βρυκολακιασµένες φαντασιώσεις ή όνειρα… δεν ξέρω. Κλείνω τα µάτια και χάνοµαι. Ο ίδιος βασανιστικός και απελευθερωτικός ταυτόχρονα εφιάλτης επανέρχεται και σκεπάζει τα πάντα:
Είµαι πεσµένος κάτω, δεµένος χειροπόδαρα. ∆εν θυµούµαι πότε µε έγδυσαν και µε έδεσαν. Είµαι τυφλός. Έτσι γεννήθηκα. Χρώµατα, φως και σκοτάδι δεν υπάρχουν για µένα. Κάποιος δήµιος, δεσµοφύλακας, φαντάρος ή χωροφύλακας, βρίσκεται από πάνω µου. Φωνάζει πολύ δυνατά και µε απειλεί: – Ένα-ένα βρε τσογλάνι θα σου βγάλουµε τα νύχια και τα δόντια και θα τα στείλουµε πεσκέσι στη µάνα σου… Πονώ, οργίζοµαι, αγωνιώ, φοβούµαι. Ουρλιάζω κι εγώ χωρίς να ξέρω τι λέω τινάζοντας το δεµένο κορµί µου δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω. Βρώµικα χνώτα έρχονται στη µύτη µου και µια βροντώδης φωνή προστάζει: – Σκάσε και πλάνταξε βρε ρεµάλι του κερατά. Λέγε, πώς είναι το κόκκινο χρώµα; – Παπαρούνες και σφυροδρέπανο, του απαντώ στριγγλίζοντας. Ένα στειλιάρι ή σιδερολοστός προσγειώνεται µε πολυβολικούς ρυθµούς στα πέλµατα των ποδιών µου. Ο πόνος είναι αφόρητος. Το στειλιάρι συνεχίζει να σχεδιάζει στις καµπυλότητες των πελµάτων µου. Ένα ηλεκτρικό ρεύµα οξύ, ξυράφι διατρέχει το σώµα µου. Ο πόνος δεν υπάρχει πια. Ούτε ο φόβος. Το σώµα µου είναι σε φάση διάσπασης. – Πες µου ρε παλιοκουµούνι, πώς είναι το µπλε; Η κραυγή µου, αστραπή, τα αλλάζει όλα. – Η θάλασσα, η λεύτερη θάλασσα και η σηµαία µου ρε µπάσταρδε, φασισταρά! Οι σκηνές εναλλάσσονται κινηµατογραφικά και µε απογειώνουν. Ένα αχνό φως διαχέεται στον ανοιχτό πια χώρο. Ο δεσµοφύλακας έχει εξαφανιστεί. Είµαι όρθιος και έχω στραµµένο το βλέµµα µου προς τον ήλιο που µόλις φαίνεται να προβάλει στη θάλασσα εµπρός µου. Πέντε δέκα βήµατα και πέφτω µε ανοιχτά τα χέρια στην αγκαλιά της. Είµαι γονατισµένος στη µέση µιας µικρής σχεδίας. Με τα χέρια απλωµένα κουπιά και τις παλάµες ανοιχτές, τραβώ νευρικά, ασταµάτητα τη θάλασσα και είµαι κιόλας καταµεσής του πελάγου. Ξέπνοος πέφτω µπρούµητα και αγκαλιάζω σφιχτά τη σχεδία µου. «Θάλασσα µε ακούς;», φωνάζω, «είµαι παιδί σου κι εγώ, µε ακούουους;»… και περιµένω το δικό της λυτρωτικό αεράκι που θα µε φέρει µακριά, σε λεύτερη ακτή, αµόλυντη… Ξυπνώ και πετιέµαι απάνω. Όχι, όχι, φωνάζω δυνατά, ουρλιάζω και χτυπώ τα χέρια µου στον τοίχο. Μάτωσα. Σκουπίζω τα χέρια στο παντελόνι µου. Συνέρχοµαι αργά και προσπαθώ να κρατήσω όρθιο… το µέσα µου.