Γράφω σε πρώτο πρόσωπο για να είμαι σίγουρος πως ζω ακόμα. Γράφω σε τρίτο πρόσωπο για να είμαι σίγουρος πως δεν είμαι απλή προβολή του δικού μου εγώ, πως είμαι τρισδιάστατος και έχω σώμα. Μερικές φορές πετάω κάτω ένα ποτήρι και διαπιστώνω με ικανοποίηση πως πέφτει και σπάει. Αυτό σημαίνει πως υπάρχω και πως η ύπαρξή μου έχει συνέπειες.
Αν κανείς δεν με παρατηρεί, θα χρειαστεί να παρατηρήσω ο ίδιος τον εαυτό μου, για να μη μετατραπώ σε κβαντική σούπα.
Ήδη από την αναγγελία της επικείμενης έκδοσης του μυθιστορήματος αυτού, το ένστικτό μου σήμανε συναγερμό. Πρόκειται για σπουδαίο βιβλίο, σπεύσε, έλεγε με επιμονή. Υπάκουσα σχεδόν τυφλά. Ταυτόχρονα σχεδόν με την κυκλοφορία του ξεκίνησα να το διαβάζω. Και -τουλάχιστον αυτή τη φορά- είχε δίκιο.
Ο Μινώταυρος, σώμα ανθρώπου με κεφάλι ταύρου, γνωστός και ως Αστερίων, ήταν η τιμωρία του Ποσειδώνα στον Μίνωα, που παράκουσε και δεν έσφαξε τον λευκό ταύρο, και ο Ποσειδώνας, στο σώμα του ταύρου, άφησε έγκυο την Πασιφάη. Ο Μίνωας ζήτησε από τον Δαίδαλο να κατασκευάσει έναν λαβύρινθο ώστε να κρύψει το νόθο τέρας. Ο Μινώταυρος, ο αθώος Μινώταυρος, θύμα των διαφορών θεών και ανθρώπων, έμεινε στην ιστορία ως ένα αιμοσταγές τέρας και ο δολοφόνος του, ο Θησέας, ως ήρωας, κανείς δεν βρέθηκε να μιλήσει για το φοβισμένο πλάσμα στα σκοτάδια του λαβύρινθου.
Ο αφηγητής, από πολύ μικρός, διέθετε την ικανότητα να μπαίνει στο σώμα του πρωταγωνιστή κάθε ιστορίας που άκουγε, και στη συνέχεια να τη βιώνει από την αρχή και να παρασύρεται σε διαφορετικά μονοπάτια από εκείνα της πρωτότυπης. Κάποια στιγμή, μεγαλώνοντας, απόλεσε την ικανότητα αυτή.
Στους λαβύρινθους αυτούς μεγάλωσε ο αφηγητής, εκεί γνώρισε και συμπάθησε τον Μινώταυρο, χάθηκε και βρέθηκε να περνάει ξανά και ξανά από τα ίδια σημεία, γνώρισε όμως και νέες γωνιές, και η απόπειρά του να διηγηθεί τη ζωή του, και μέσω αυτής τη ζωή πολλών ακόμα, δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθεί μία διαρκώς ανακοπτόμενη και επαναπροσδιοριζόμενη πορεία. Μία σύνθεση δεκάδων μικροιστοριών, το Περί φυσικής της μελαγχολίας του Βούλγαρου συγγραφέα Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ μοιάζει να γράφτηκε αποσπασματικά, με μία διαδικασία που θυμίζει κατασκευή κολάζ, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα διαθέτει συνοχή και λογική στην κατασκευή του, αλλά διαθέτει και αίσθημα που απαιτεί την ανάγνωση για να κατανοηθεί, να βιωθεί και εν τέλει να αποθεωθεί από τον εκστασιασμένο αναγνώστη.
Δεν περίμενα πως κάποιος άλλος συγγραφέας θα μου δημιουργούσε συναισθήματα παρόμοια με εκείνα του σπουδαίου Ενρίκε Βίλα-Μάτας, και μάλιστα χωρίς να έχει, την πάντοτε γοητευτική, βιβλιοφιλική διάσταση. Και αυτό, για μένα, είναι ένα σπουδαίο προτέρημα.