Όφου ειντά ‘παθ’ αδερφέ στο νου μου τριγυρίζει.
όλος ο κόσμος γλάκιζε, σα σβούρα που γυρίζει.
Να σκύψω όντε πάσκιζα, παπόρι να βουλιάξω
και κράτουμουν την κουπαστή, μη πέσω μη μπλαντάξω.
Και τότε σου με πήγανε, χεραγκαλιά για άτα.
στου Τζανακάκη μ’ άφηκαν, σαν την παλιοπροβάτα,
Που είναι τούτος ντόκτορας, καλός και προκομένος,
λαρύγκια μύτες και αυτιά, είναι ξεσκολισμένος.
Με ξάνοιξε πολλώ λογιώ, μ’ έριξε στο κρεβάτι
κι αφήκε μου την κεφαλή να πέσει για το σφάχτη.
Λωλάθηκα αδερφοχτέ, μπάντεχα ν’ αποθάνω
ως την κνισάριζε με δύναμη δεξόζερβα και πάνω.
Μα γρήγορα συνέφερα, που να ‘χει την ευκή μου
στάθηκα ντρέτα στράφηκα, κίτρινη η δική μου.
Κι ως είδε μ’ έτσα ζωηρό, συνήρθε η καημένη,
που θάρρεσε θα έφευγα και μόνη ν’ απομένει.
Σαν έφευγα αντίκρισα, κι εσέ να περιμένεις
γιατ’ έμαθες και έτρεξες, τι, μακριά κι αν μένεις.
Αγκόνοφιληθήκαμε, μ’ αγάπη και με… πάθος
και τότες είδα σε, ..λωλέ, σα πρόσκοπο στο βάθος.
Μάσκα γάντια και γυαλιά, στην κεφαλή σου κράνος!
Με λοκατζή μωρ’ έμοιαζες και μια ουλιά σα νάνος.
Μ’ ογλήγορα συνέφερα, φύγαν οι παραισθήσεις
και συ αντράκι μ’ ήσουνα, πρόσκοπος για ασκήσεις.
Γάντια μάσκα δε φόραγες, ντα μας λαλούν, χαμπάρι,
κι αν σ’ έπιαναν θα έσκαγες, θαρρώ το κατοστάρι.
Μα για να βάλεις γνώσ’ εσύ, οι κούπες μας προσμένουν,
με μαρουβά ολόγιομες, τη φίλιωση να φέρουν.
Λόγο βαρύ ξεστόμισες, σαν είπες ποτηράκι
γιατί κατέεις το, Γιαννιό, γλεντάμε με μεράκι.
Μα πριν α πέσουν κουμπουριές, γροίκα ν’ ανταμωθούμε,
και θα ‘ρεμήσω θέλ’ ευτύς, σα σταωτά τα πιούμε.