«Κοιμητήριο: Τελευταίο στάδιο της πάλης των τάξεων!»
(Jacques Mailhot, Γάλλος δημοσιογράφος και τραγουδοποιός, 1949-)
ΟΣΟ περίεργος κι αν ακούγεται ο τίτλος, τα κοιμητήρια (cemetery, cimetière) των ευρωπαϊκών πόλεων του Βορρά αποτελούν ιερά ταφικά μνημεία -και μάλιστα επισκέψιμα! Είναι μακριά από τα κέντρα των πόλεων, απλώνονται σε μεγάλες εκτάσεις και φιλοξενούν μεγαλειώδεις τάφους (όπως στο Highgate του Λονδίνου, στη Γλασκόβη, στο Staglieno της Ιταλίας, στη Βιέννη κ.ά.), με νεκρούς «όλων των τάξεων». Λόγω δε του μεγέθους τους μερικά αποκαλούνται “Νεκροπόλεις” (Necropolis).
Σ’ ΑΥΤΑ συναντάς επίγειους ή υπόγειους «οίκους» με γλυπτά, ανάγλυφες παραστάσεις και αγάλματα που πολλές φορές έχουν μια αισθησιακή αισθητική (Staglieno, Genova της Ιταλίας)και στα οποία τονίζεται η ομορφιά του γυμνού ανθρώπινου σώματος (εφήμερον κάλλος). Ο πόνος της απώλειας ενός πολυαγαπημένου προσώπου και ταυτόχρονα το πάθος για ζωή εκφράζονται με φροντίδα. Οι παραστάσεις αποτελούν ανυπέρβλητα καλλιτεχνήματα, η δε σύνδεση εφήμερου και «επέκεινα» είναι διαρκής.
ΒΛΕΠΕΙ κανείς τάφους διάσημων ανδρών, κάτι που προκαλεί το ζωηρό ενδιαφέρον των ξένων επισκεπτών: ο ταφικός τουρισμός μεταπολεμικά αναπτύχθηκε στις χώρες της βόρειας Ευρώπης και σήμερα αποτελεί μια πρόσθετη πηγή εσόδων!
Ενα τέτοιο «τουρισμό» γεύτηκα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 επισκεπτόμενος το Panthéon (=Πάνθεον) και το κοιμητήριο του Père – Lachaise στο Παρίσι. Εδώ βιώνεις έντονα τη λεπτή διαχωριστική γραμμή -το μεταίχμιο- ανάμεσα στη σφριγηλότητα της ζωής και στο ακίνητο του θανάτου, συνήθως μέσα σ’ ένα ομιχλώδες, βροχερό ή μοβ τοπίο στο οποίο η αίσθηση του rigor mortis είναι εντονότερη.
ΣΕ μια βορεινή Νεκρόπολη, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις νότιες χώρες της Ευρώπης, ο στοχασμός ξεκινά από το μάταιο (vanitas) των πραγμάτων, την «κούφια» δόξα των «επιφανών» και το φευγαλέο της ομορφιάς. Έτσι, ο ταφικός στοχασμός αποτελεί πηγή συνεχούς έμπνευσης τόσο για τη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες όσο και για τη φιλοσοφία. Αντίθετα, στα κοιμητήρια του Νότου, όπως στην Ελλάδα (πλην του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών κι ελαχίστων άλλων), ο «συνωστισμός» των νεκρών είναι πρωτοφανής, η στενότητα χώρου για νέους ενταφιασμούς απαγορευτική και η εκταφή μετά από ορισμένο χρόνο δεδομένη! Στα νεκροταφεία του Νότου κυριαρχεί το εκτυφλωτικό μεσογειακό φως, με ένα δυνάστη ήλιο: έτσι ακριβώς όπως τα περιγράφει ο Γάλλος Paul Valéry στο «Παραθαλάσσιο Κοιμητήριό» του (Le cimetière marin). Κυρίαρχη είναι η ζωή παντού.
ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ αυτή των ταφικών πολιτισμών μεταξύ Βορρά και Νότου περιγράφει με ρεαλισμό και γλαφυρότητα ο μακαριστός Ειρηναίος Γαλανάκης, όταν βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Λίλλης (Lille, Γαλλία) (1). [Σ.σ. Πλην του μονοτονικού, διατηρούμε αυτούσια την ορθογραφία και το ύφος του αποσπάσματος του κειμένου του] (2):
«Τώρα το καλοκαίρι οι γιγάντιες καστανιές,τα φλαμούρια και τα πλατάνια σκεπάζουνε με το βαθύ των ίσκιο τα μνήματα στο μεγάλο Κοιμητήριο της Lille και δίνουνε σ’αυτή τη πένθιμη πολιτεία του θανάτου μια κάποια εικόνα ζωής. Μα την πρώτη φορά που τόδαμε στο Δεκέμβριο του περασμένου χειμώνα, τα δέντρα αυτά ήταν γυμνά και τα κλωνιά των έμοιαζαν κι αυτά με σκελετούς πεθαμένων κι αύξαιναν την είκονα του θανάτου.
Κάτω, τα πλούσια μνήματα είναι σαβανωμένα με το μαύρο μάρμαρο, μα τα φτωχά πούναι μόνο από πέτρα καμωμένα είναι μισοφαγωμένα από την αδυσώπητη υγρασία του τόπου αυτού κι έχουν πάρει κι αυτά το μολυβένιο χρώμα των σπιτιών του Βορρά.
Υστερα ολόγυρα ο πένθιμος ουρανός και η αιώνια ομίχλη αποτελειώνουνε αυτό το θλιβερό πίνακα και τον βάζουνε μπροστά στην ψυχή του ανθρώπου με πολλή φρίκη. Μόνο σ’ αυτούς τους τόπους μπορεί κανείς να νοιώση το «μαύρο χώμα» και την «κρύα γη», για την οποία μιλούνε τα τραγούδια του θανάτου και τα μοιρολόγια στην Πατρίδα μας. Όλα τα Κοιμητήρια βέβαια είναι πάντα ένας θλιβερός τόπος, μα τούτα τα κοιμητήρια του Βορρά είναι ακόμη πλειό πένθιμα και ξυπνούνε μια βαθειά μελαγχολία στην ψυχή του επισκέπτη. Μα εκεί που όλα είναι πένθιμα καί σκοτεινά και θλιβερά, να και κάτι που ρίχνει φως και γεννά ελπίδες. Πάνω σε κάθε τάφο υπάρχει πάντα ένας σταυρωμένος μαρμάρινος ή μεταλλικος, πούναι το μόνο φωτεινό και παρήγορο σημείο σ’ όλο αυτό το σκοτεινό πίνακα του θανάτου.
Στον τόπο μας Έλλάδα, αν διαβαίνης από Νεκροταφείο και κουρασθούν τα μάτια σου να βλέπης τα μνήματα, μπορείς να τα στρέψης κάπου σ’ ένα κυπαρίσι, σ’ ένα λουλούδι, πέρα μακρυά στον ανοικτό ορίζονται η ψηλά στο γαλάζιο ουρανό κι αυτό φέρνει μια ανακούφιση στην ψυχή. Μα σ’ αυτά τα κοιμητήρια του Βορρά μόνο ο Σταυρωμένος μπορεί να σηκώση τη σκέψη σου από τις πένθιμες εικόνες του θανάτου και να ρίξη στην ψυχή σου ήλιο και φως. Κυττάζω τις επιγραφές των μνημάτων: Λόγια τρυφερά κι εγκάρδια χωρίζουν τα ανδρόγυνα και τα παιδιά από τους γονιούς.
Μα κείνο που μου κάνει ξεχωριστή εντύπωση είναι η ήρεμη όψη που παίρνει ο θάνατος κάτω από τήν εγγύηση της πίστης: Νομiζεις πως βρίσκεσαι σε αρχαίο χριστιανικό κοιμητήριο, σε μια Κατακόμβη, εκεί που ο θάνατος γίνεται γλυκός μέ την ελπίδα της άλλης ζωής και υμνείται με τη χαρά μιας καινούργιας γέννας. Μ’ αρέσουν πολλές απ’ αυτές τις επιγραφές των τάφων, μα ξεχωρίζω κείνην που κυριαρχεί σ’ όλα σχεδόν τα μνήματα και θυμίζει την απόκοσμη χαρά που φέρνει ο Σταυρός στη ζωή και στο θάνατό μας: Ο Crux, aνe spes unica… Χαίρε, ώ Σταυρέ, μοναδικη ελπίδα…».
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ταξίδι στη σιωπή. Στοχασμός για τους νεκρούς όλου του κόσμου με αδιάκοπα αναρωτήματα: Ενταφιασμός ή αποτέφρωση; Μαρμάρινη Μνήμη ή Αμυδρή Ανάμνηση; Κοιμητήρια ή αποτεφρωτήρια; Μαρμαρόπλακες ή Κλίβανοι; Λέξεις φοβερές που αφότου βρέθηκε ο άνθρωπος «επι γης» αποτέλεσαν πεδίο έντονης θρησκευτικοπολιτιστικής διαμάχης και φιλοσοφικών ερωτημάτων. Λέξεις που κρύβουν την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου για το «μετά». Υπάρχει, άραγε, αυτή η «μοναδική ελπίδα» του Σταυρού ή μήπως όλα μεταθάνατον γίνονται ένα τίποτε;
Το «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» είναι η αρχή μιας νέας ζωής ή μήπως το αμετάκλητο τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-(1)Λίλλη (Lille): μεγάλη πόλη της β. Γαλλίας, στα σύνορα με το Βέλγιο. Στο Πανεπιστήμιό της εφοίτησε ως υπότροφος ο Ειρηναίος Γαλανάκης (αρχές δεκαετίας του 1950).
-(2) Μικρό απόσπασμα από το υπέροχο βιβλίο του Ειρηναίου Γαλανάκη, «Πορείες κι αλήθειες για τον αγαπημένο μου Χριστό», «Ο crux ave spes unica…» (=Χαίρε ώ Σταυρέ, μοναδική έλπίδα…) σελ. 98-99, Χανιά, 1997.
*Νοέμβρης, μήνας των απογενομένων