Φύτρωσε σε μιαν άγονη γωνίτσα ένα λουλούδι
και πάσχιζε να κρατηθεί το δόλιο στη ζωή,
τα φύλλα του τα σκέπασε με βελουδένιο χνούδι
μην τα μαράνει η παγωνιά κι όρθιο να σταθεί.
Ονειρευότανε κι αυτό ν’ ανθήσει, να καρπίσει,
δεν το ‘νοιαζε που στη γωνιά του βράχου είχε βρεθεί,
κι έλεγε “ο μεγαλοδύναμος κι αυτό θα το φροντίσει
να το βρει ο Απρίλης δροσερό και να μην μαραθεί”.
Μα οι ρίζες του δεν πρόφθασαν στη γη βαθιά να μπούνε
τροφή να βρουν, να μεστωθεί να γίνει δυνατό,
κι οι θύελλες το χτυπήσανε, που ότι αδύναμο βρούνε
το σπάνε δίχως έλεος και το ‘σπασαν κι αυτό.
Κι έγινε ο μίσχος του βορρά στις άπληστες ακρίδες
που σαν σμάρια ανελέητα επάνω του χιμούσαν,
μυριάδες άγριες τ’ άμοιρο το δέρναν καταιγίδες
που σαν τα φίδια σφύριζαν κι όλα γύρω απειλούσαν.
Όμως μια ρίζα του έμεινε μέσα στο χώμα ακέρια,
κι όταν ήρθεν η άνοιξη πρόβαλε χαρωπή,
κι έβγαλε φύλλα που ‘λεγαν πως της οργής τα χέρια,
δεν φτάνουν μέσα στην ψυχή, εκεί που ελπίδα ζει.