Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Περιγραφή της αφής της τελετής του Αγίου Φωτός στην Ιερουσαλήμ

Ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του “Ταξιδεύοντας” πέρα από τις άλλες περιγραφές, όπως αυτήν την με τριήμερη πορεία με καμήλες επίσκεψη στη Μονή Σινά, αναφέρεται και στην Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ και περιγράφει την τελετή του Αγίου Φωτός στον Ναό της Αναστάσεως με μοναδικό τρόπο. Πρέπει να πραγματοποιήθηκε γύρω στο 1927. Αποσπάσματα από την περιγραφή αυτή καταχωρώ παρακάτω:
«Στέκουμαι στην είσοδο του Αγιου Τάφου με ολανοιγμένα αχόρταγα μάτια: Μεγάλο Σάββατο. Ο ναός της Ανάστασης σα μια τεράστια κυψέλη βουίζει, οι πλάκες κάτω είναι γιομάτες αραβόφωνους χριστιανούς, με τα φέσια, με τις βρωμερές πολύχρωμες τζελεμπίες, με τα φλεγόμενα τσιμπλιασμένα μάτια. Κάτω από τις αψίδες του ναού, ξαπλωμένοι σε ψάθες, σε κουρέλια ή σε χαλιά, άντρες και γυναίκες που έχουν κοιμηθεί εδώ τη νύχτα προσμένοντας τη στιγμή τούτη τη φοβερή που θα σφεντονιστεί το άγιο φως από το κουβούκλι του Πανάγιου Τάφου.
Αξαφνα τα μαυροκέφαλα ολόδρωτα πλήθη τρικύμισαν· καινούριοι προσκυνητές Αραβίτες χιμούνε στην αυλή με τα εξαφτέρουγα και τα φανάρια τους και τις μεγάλες, του μπογιού τους, λαμπάδες. Οι Εγγλέζοι αλύγιστοι, αδιάφοροι, σηκώνουν τα ραβδιά τους απάνω από τις κεφαλές. Μα οι Αραβίτες σκληρίζουν ξεφρενιασμένοι, ένας γέρος ανεβαίνει απάνω στους ώμους της ανθρωπομάζας, πηδά από ώμο σε ώμο, αφρίζοντας, κρατάει δυο γδυμνά σπαθιά και σπαθίζει τον αγέρα. Χορεύει απάνω στους ώμους, σκληρίζει, τα μάτια του έγιναν όλο ασπράδι, τα κεριά που έχει τυλίξει τη μέση του λιώνουν μέσα στη βαριά ζέστη και στάζουν.
Σε λίγο καταφτάνουν οι Αρμένηδες, τα λάβαρα σαλεύουν στον αγέρα, τα μικρά παιδιά του ψαλτικού χορού, ντυμένα με κίτρινα πουκάμισα, υψώνουν μέσα στο μουντόν αγέρα τη δροσερή φωνή τους. Ερχουνται οι Κόφτες, οι Σύριοι, οι Αβησσυνοί, οι τσομπάνηδες οι Βεδουίνοι, οι Μαρωνίτες, πέντε έξι λιναρόξανθοι Ρούσοι απ’ όλη την απέραντη Ρουσία, μερικοί Αμερικάνοι, κρύοι και κωμικοί μέσα στο φλογερό τούτο ασιάτικο καμίνι. Ερχουνται οι γυναίκες οι Βηθλεμίτισσες με τ’ αψηλά χωνωτά κεφαλοδεσίματά τους και με τις ολάσπρες μπόλιες. Κύματα πολύχρωμα, επιθετικά, ένας ρυθμός γοργός, πολεμικός, σα να καταφτάνουν στρατέματα.
Ξεχείλισε ο ναός, σκαρφάλωσαν οι πιστοί πάνω στις κολόνες, καβαλίκεψαν τα στασίδια, κρεμάστηκαν απάνω στο γυναικωνίτη. Ολα τα μάτια αγριεμένα, εκστατικά, έχουν καρφωθεί στη μέση του ναού, στο μικρό κουβούκλι, όπου κιόλας μπήκε ο Πατριάρχης κι απ’ όπου θα τιναχτεί, τώρα να, το άγιο φως.
Η μεγάλη μαρμαρένια πλάκα που σκεπάζει το χώμα όπου ξάπλωσαν στην αποκαθήλωση το Χριστό, είναι γλειμμένη, φαγωμένη από τα φιλιά. Αιώνες πέφτει η ανθρωπότητα απάνω της και τη φιλάει και την τρώει. Αγγίζουν με τις παλάμες τους αλαφριά την πλάκα κι ύστερα τρίβουν το πρόσωπό τους και το λαιμό τρεις φορές.
– Να δώσει ο Θεός, αποκρίθηκα, να ‘ρθει μέρα να γιομώσει η καρδιά σας αγάπη, να κατέβει το άγιο φως όχι πια στα κεριά σας παρά μέσα στο αντίχριστο σκοτεινό μυαλό σας!
Ενα κύμα φελάχοι πέρασε και μας χώρισε. Εβγαζαν τις γλώσσες τους όξω, σφύριζαν, γελούσαν, τα μάτια τους ήταν φαγωμένα από τα τραχώματα, τα δόντια τους έλαμπαν κάτασπρα. Οι άντρες ήταν ψηλοί, λιγνοί, λυγερόκορμοι· οι γυναίκες άσκημες, παχιές, το μέτωπο σφιχτοδεμένο με μπακιρένια νομίσματα, τα χείλια τους ξαφρισμένα.
Μα να, γλυκότατη μελωδία ακούγεται από το Ιερό, οι καβάσηδες με τ’ αψηλά ασημόλαβα ραβδιά τους χτυπούν ρυθμικά τις πλάκες, προχωρούν κι ανοίγουν δρόμο. Προβαίνει ο παιδικός ψαλτοχορός, ακολουθούν οι μητροπολιτάδες κι οι δεσποτάδες με κατάχρυσα άμφια, πατάει το κατώφλι ο Πατριάρχης με τα κάτασπρα γένια, με τα κουρασμένα μεγάλα μάτια και τα κάτασπρα μακροδάχτυλα χέρια…
Η λιτανεία αρχίζει, χτυπούν οι καμπάνες, αγέρας σφοδρός αγιότητας και παραφροσύνης φυσάει απάνω από τα πολύχρωμα κεφάλια. Ενιωσα πάλι τη θερμότητα και τη παντοδυναμία της καρδιάς του ανθρώπου.
Τα χέρια σηκώνουνται, τα πόδια χορεύουν, η καρδιά πηδάει και φωνάζει τον Κύριο. Ο αγέρας γιομώνει αόρατη παρουσία.
Ο Πατριάρχης έσκυψε και μπήκε μοναχός στο ιερό κουβούκλι του Αγιου Τάφου. Ολο το πλήθος σώπασε τρέμοντας. Οι μάνες σήκωσαν στους ώμους τα μωρά τους για να δουν, οι φελάχοι ξεχάσκισαν με χείλια κρεμάμενα, οι Ευρωπαίοι ανασηκώθηκαν στις μύτες των ποδιών τους, με περιέργεια. Τα δευτερόλεφτα πέφταν πηχτά απάνω στις κεφαλές· ο αγέρας τεντώθηκε, έτριξε σα δερμάτι τούμπανου. Κι ολομεμιάς μια λάμψη πήδηξε από τη χαμηλή θύρα του Άγιου Τάφου· ο Πατριάρχης πρόβαλε κρατώντας μεγάλο μάτσο άσπρα κεριά αναμμένα. Σε μια αστραπή, από τη ρίζα ως την κορφή ο ναός πλημμύρισε φλόγες. Άλλοι κρατούσαν χοντρές άσπρες λαμπάδες κι άλλοι τριάντα τρία άσπρα κεριά και χιμούσαν στον Πατριάρχη να πάρουν το φως· έβαζαν τα χέρια τους στη φλόγα κι έτριβαν γρήγορα γρήγορα το πρόσωπό τους και τα στήθια. Ξεχύθηκαν στην αυλή, τύλιγαν με τις παλάμες τους τη φλόγα κι έτρεχαν στα σπίτια τους.
Ο ναός άδειασε. Σαν όνειρο ξωτικό, απίθανο μου φάνταξε όλη τούτη η φοβερή βουή, το μανιασμένο πλήθος και τα λοήσιμα κουρέλια».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα