Κύριε διευθυντά, κυρίες και κύριοι,
ελάτε! Ακολουθείστε μας σε μια πολύ ιδιαίτερη ξενάγηση στην παραλία της πόλης!
Παρότι πλέον το παλιό λιμάνι έχει χάσει το μεγαλείο που είχε τον δέκατο κάτι αιώνα όταν και χτίστηκε, διατηρεί μια σαγηνευτική γοητεία και προσφέρεται για αναζωογονητικές, πρωινές βόλτες, για απολαυστικές, απογευματινές περατζάδες και για δροσερές, βραδινές τσάρκες. Στο ένα άκρο του, συναντά κανείς τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο, ο οποίος στεγάζεται σε ένα αναπαλαιωμένο κτήριο με μοντέρνα, γυάλινη πρόσοψη και εκκινώντας από εκεί και προχωρώντας παραλιακά, θα περάσει από πλήθος ταβερνών, εστιατορίων και καφετεριών, μέχρι να φτάσει στην άλλη πλευρά του λιμανιού, εκεί όπου ορθώνεται το ερυθρόχρωμο Ναυτικό μουσείο και το δεσπόζον Ενετικό φρούριο.
Αυτή η περιγραφή ίσως να μην είναι ικανή να γοητεύσει τους απαιτητικούς. Η αλήθεια είναι πως αν θελήσουμε για μια στιγμή να γίνουμε απολύτως αντικειμενικοί, να εγκαταλείψουμε κάθε εξωραϊστικό μέσο έως και του βαθμού οι περιγραφές μας να στερηθούν πλήρως κάθε ποιητικής απόχρωσης, τότε αυτή η διαδρομή που σας περιγράφω δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν πετρόχτιστο πεζόδρομο στο χείλος του παλιού λιμανιού. Εμείς όμως αρνούμαστε να υιοθετήσουμε τοιούτου είδους τοποθετήσεις. Αποτάσσουμε κάτι τέτοιες άχρωμες και άγευστες απεικονίσεις. Ο ωμός ρεαλισμός είναι ο πιο μισητός εχθρός μας, οπότε ετοιμαστείτε να αποδυθούμε μαζί σε ένα εξπρεσιονιστικό ταξίδι, με ξεκάθαρες επιρροές από τον αισθητισμό και διάχυτους, σουρεαλιστικούς παροξυσμούς. Και μη χειρότερα να λέτε!
Ξεκινώντας, λοιπόν, από τον Όμιλο, στα αριστερά μας βρίσκουμε διάφορα χαριτωμένα εστιατόρια, αλλά και ψαροταβέρνες που επωμίζονται την ευθύνη να ταΐζουν με τηγανιτό καλαμαράκι και ψαράκια, και να ποτίζουν με δροσερό ουζάκι τα αδηφάγα, αναψοκοκκινισμένα στίφη των βορειοευρωπαίων τουριστών. Στο σύνολό τους οι ταβέρνες αυτές, με την ρουστίκ και φολκλόρ, θαλασσινή αισθητική, έχουν όλα όσα θα ζητούσε ο κάθε φθινωπορινοχειμωνοδαρμένος επισκέπτης. Την ίδια στιγμή, στα δεξιά μας βλέπουμε να λικνίζονται ντουζίνες από βαρκούλες του ψαρά, οι οποίες μας μεταδίδουν την ανυπομονησία τους να βγουν στο περιγιάλι. Σκανδαλίζουν -με την καλή έννοια (βασικά και η άλλη έννοια καλή είναι)- την φαντασία μας βάζοντάς την να πλάσει εικόνες μιας γαλήνιας θάλασσας και οι βαρκούλες, χιλιάδες επί χιλιάδων, σαν μικρά, επιπλέοντα καρυδότσουφλα πάνω στα λαδιά νερά να κινούνται νωχελικά προς το λαμπρό, νηπενθές λιόγερμα.
Μετά από αυτήν την καλλιτεχνική παράσυρση, φτάνουμε να περπατάμε δίπλα στα Νεώρια. Μεγάλα, πέτρινα κτίσματα με αψιδωτές οροφές, σφυροκοπημένα από τον χρόνο και την αλμύρα που άλλοτε χρησίμευαν σαν χώροι επισκευής των καραβιών του στόλου της πόλης κατά τους άγριους μήνες του χρόνου. Στα πόδια αυτών των δονκιχωτικών γιγάντων, κάτω από την σκιά τους, ίσως και να συναντήσουμε κάποιους υπηρέτες των Μουσών που θα ντύσουν με τις μουσικές τους εκτελέσεις τα βήματά μας.
Μερικά μέτρα πιο κάτω, βγαίνοντας από την σκιά των πέτρινων βουνών και μπαίνοντας στους πρόποδες του Μεγάλου Αρσενάλι, συνεχίζουμε για λίγο δίχως πολλά ερεθίσματα τη βόλτα μας, κοιτάζοντας ελεύθερα δεξιά και αριστερά τα καραβάκια, τις βαρκούλες, αλλά και κάποια πομπώδη, τουριστικά, θαλάσσια οχήματα που προτείνουν να προσφέρουν στους τουρίστες αξέχαστες εμπειρίες. Σε κάποιο παγκάκι στα δεξιά μας κάθεται ένας κύριος, αλλά μην του δίνετε σημασία. Φαίνεται πως έχει «χτυπήσει» δυο-τρεις ρακές. Ζητώ συγγνώμη για την ερμηνεία του. Είναι εμφανές πως δεν σπούδασε φωνητική σε κάποιο αναγνωρισμένο από το κράτος ωδείο. Οφείλουμε, όμως, να του δώσουμε δεκάρι για την χορογραφία. Θαυμάστε πλαστικότητα! Έτοιμες οι βαθμολογίες σας; Με το ένα, με το δύο, με το τρία. Συγχαρητήρια κύριέ μου. Συγκεντρώσατε είκοσι επτά στα τριάντα. Περνάτε στην επόμενη φάση. Φοβάμαι πως θα πρέπει να αποχωρήσει ο νεαρός που προσπεράσαμε πριν λίγο. Στονάριζε και συνολικά η σκηνική του παρουσία ήταν φτωχή. (Αφού χαιρετήσαμε και συγχαρήκαμε ένας-ένας τον οινοπνευματικό καλλιτέχνη, του δώσαμε ένα συμβολικό, χρηματικό έπαθλο και προχωρήσαμε στον περίπατό μας. Μετά από λίγο τον είδαμε να μας προσπερνάει τρέχοντας αλαφιασμένος και να τον κυνηγάει από πίσω ο νεαρός κραδαίνοντας ένα λαούτο).
(Συνεχίζουμε αρκετά ήσυχα και σχεδόν μονότονα θα μπορούσα να τολμήσω να πω… αλλά δεν το τολμάω τελικά, οπότε αντ’ αυτού θα πω ότι συνεχίζουμε τον περίπατό μας με αμίμητο μπρίο και κέφι). Περνάμε τώρα μπροστά από μεγάλες και γνωστές ταβέρνες, οι οποίες μοσχοβολούν ψητό κρέας και τηγανιτό λάδι. Οι χωριάτικες σαλάτες περνούν ασταμάτητα με δίσκους πάνω από τα κεφάλια των πεινασμένων πελατών. Οι παπάρες δίνουν και παίρνουν. Τα τζατζίκια απλώνονται άφθονα πάνω στα φρυγανισμένα και πασπαλισμένα με ρίγανη ψωμιά. Οι στάκες χύνονται σαν αστείρευτα, λευκά ποτάμια πάνω στις πατάτες. Κόκαλα ξεγυμνώνονται από τις καλοψημένες σάρκες και τις κρατσανιστές πετσούλες τους. Και κάθε τόσο, οι ευτυχισμένοι από φαΐ συνδαιτυμόνες του εστιατορίου ξεπλένουν τις κορεσμένες παλέτες τους με δροσερά, μοσχοβολιστά ποτήρια κρασιού, ώστε να εκτεθούν εκ νέου στις ντελικάτες γευστικές εμπειρίες που μόνο οι γνήσιες ελληνικές χασαποταβέρνες ξέρουν να προσφέρουν. Ας σκουπιστούμε και ας πάμε παρακάτω. Τώρα προσπερνάμε μαγαζιά που φημίζονται για την ποιότητα του πρωινού που προσφέρουν. Τηγανιτά αυγά σε μοσχομυριστό βουβαλίσιο βούτυρο, πάνω σε μπρουσκέτες και τοστ με ρόκα, σολομό, αβοκάντο και άλλα γνήσια συστατικά της τοπικής κουζίνας, δίπλα σε τηγανίτες λουσμένες στην πραλίνα, τα φρούτα και το τριμμένο μπισκότο για να κάνει κανείς βούτα τα αφράτα κρουασάν βουτύρου του, ολοκληρώνουν ένα ελαφρύ πρόγευμα για να συνεχίσουμε ανάλαφροι το περπάτημά μας.
Φτάνοντας τώρα στην μεγάλη πλατεία του τζαμιού έχουμε μια πολύ ωραία θέα όλων των μαγαζιών που έπονται μετά το πέταλο που κάνει η διαδρομή μας. Αξίζει να αφήσουμε το βλέμμα μας να πετάξει δίπλα στα ξενοδοχειακά δωμάτια που είναι σκαρφαλωμένα πάνω από τα μαγαζιά και γαντζωμένα δίπλα στα τείχη σαν φωλιές πουλιών. Όμορφα, πολύχρωμα κτήρια, με μικρά μπαλκονάκια που προσφέρουν στους αξιότιμους επισκέπτες την απαραίτητη θέα για να εποπτεύσουν τον χώρο δράσης και καταδρομής τους. Εδώ ο πεζόδρομος στενεύει ελαφρώς, ενώ φαίνονται στα αριστερά οι κάθετοι πάροδοι που οδηγούν σε τουριστικά καταστήματα μέσα στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης. Εκεί τα στενάκια καταφέρνουν να μας σαγηνέψουν με τις προσόψεις των ψηλών, πέτρινων κτιρίων τους και την ιστορία που αποπνέουν. Γεννιέται η επιθυμία να μπορούσαμε να περιπλανιόμασταν για πάντα μέσα τους.
Όμως, γυρνώντας και πάλι στην παραλία φαίνεται πως φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής μας. Εδώ αριστερά μας υψώνεται επιβλητικό το τείχος του φρουρίου. Ελπίζω να μαγευτήκατε όσο κι εγώ με όσα είδατε, και πριν σας αποδεσμεύσω για τα καλά, αν θα δεχόσασταν μια τελευταία συμβουλή, ορίστε τι θα ήθελα να σας πω: να κάνετε αυτήν την διαδρομή άλλες πέντε, δέκα, είκοσι φορές. Περπατήστε και απολαύστε κάθε μια από αυτές τις εμπειρίες. Δεν έχετε δει τίποτα ακόμα!
Δημήτρης Γερακίνης