Σ’ ένα δρόμο της ζωής μου,
πολυσύχναστο, γνωστό,
βλέπω χίλιες δυό φιγούρες,
που προσμένουν το Χριστό.
Βλέπω άστεγους ,γριούλες
και ζητιάνους κι ορφανά,
μα και πλούσιους…Που ξεχνάνε,
πώς το ψάλλουν τ’ “Ωσαννά”.
Περιμένουν εις τη Φάτνη,
να φανεί ο Λυτρωτής,
που θα καθαρίσει ρύπους
σώματός τε και ψυχής.
Περιμένουν και προσμένουν
και κοιτούν απ’ τη γωνία,
μα Εκείνος αργεί να ‘ρθει
και τους τρώει η αγωνία.
……………………………………….
Πέρασε εκείν’ η μέρα,
π’ έπρεπε να ‘ρθεί στη γη
κι όλοι ,όσοι περιμέναν,
απομείναν νηστικοί.
Με τα χέρια υψωμένα
-καθώς φτάνει δειλινό-
περιμένουν ένα σήμα,
να ‘ρθει από τον ουρανό.
Κι είπε Εκείνος κι η φωνή Του
έφτασε έως εδώ…
-Μη με φέρετε κοντά σας,
για να ξανασταυρωθώ.
-Γίνετε το ποίμνιό μου,
το αγνό κι αγαπημένο
κι εγώ θα ‘μαι όλο κοντά σας
και εκεί θα παραμένω.