«Πρέπει να βγεις από το σπίτι σου για να βρεις το δρόμο των δακρύων. Και δεν είναι όλοι οι δρόμοι τόσο απλοί. Είναι δρόμοι που απ’ αλλού ξεκινούν κι αλλού σε βγάζουν».
Στρατής Τσίρκας
«Ο ύπνος του θεριστή», Διηγήματα Εκδόσεις Κέδρος.
Γυρίζοντας σπίτι μετά από μια βόλτα περιπάτου στην πόλη, σκεφτόμουν τι προτιμώ περισσότερο, το περπάτημα ή το οδήγημα κάποιου οχήματος. Το καβάλημα της βέσπας ή το οδήγημα του αυτοκινήτου, από τον καθαρόαιμο ποδαρόδρομο. Δεν μπορώ να καταλήξω κάπου. Το περπάτημα από μόνο του είναι πιο υγιεινό για τον άνθρωπο, δεν τον πάει όμως πολύ μακριά. Το οδήγημα απ’ την άλλη επιτάσσει επιπλέον ικανότητες, και πάλι είναι πιθανό να εμπλακείς σε ατύχημα. Καθένα όμως κρύβει χαρές που το άλλο αποκλείει. Το περπάτημα είναι πιο κοινωνικό, συναντάς κόσμο, χαιρετάς, πιάνεις την κουβέντα σταματώντας εδώ και εκεί, δίχως να δημιουργείς πρόβλημα. Μπορείς ταυτόχρονα να σκέφτεσαι, να ρεμβάζεις, να χρησιμοποιείς όλες σου τις αισθήσεις απεριόριστα. Μπορείς να πας όπου θες , να λοξοδρομήσεις, να κόψεις δρόμο, ή να παρατείνεις το περπάτημα για όσο αντέχεις.
Με τα μηχανοκίνητα οχήματα όμως, έχεις εξουσία πάνω στην τεχνολογία. Σε κρίνουν αυτόματα οι άλλοι για τις ικανότητες σου, αποκτάς ένα είδος ελευθερίας που σου δίνει η επιτάχυνση πέρα απ’ τα ανθρώπινα όρια. Έχεις να κάνεις με το μηχάνημα που σου ανήκει, και με το οποίο δημιουργείται μια σχέση, πολλές φορές αγάπης και αφοσίωσης. Πιο γρήγορα, πιο μακριά, είναι το επιχείρημα που δε σηκώνει αμφισβήτηση.
Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι θα ταξιδεύσεις πιο πολύ και ότι θα επισκεφτείς πιο πολλά μέρη. Εχω γνωρίσει ανθρώπους που δεν οδήγησαν ούτε ποδήλατο, αυτό όμως δεν τους απέτρεψε από το να κάνουν αμέτρητα ταξίδια ανά τον κόσμο σε βάθος χρόνου. Οδηγούν άλλοι γι αυτούς, κι όχι απλά μηχανή ή αυτοκίνητο αλλά και λεωφορείο, αεροπλάνο και καράβι. Ολα λοιπόν συμβιβάζονται σα θες.
Το περπάτημα μου άρεσε πάντα, μια και συνδυάζεται πιο πολύ με τα νεανικά μου χρόνια, τότε που τα κατάφερνα όλα απλά περπατώντας. Είναι η πιο φυσική διαδικασία εκτόνωσης και χαλάρωσης. Φτάνει να μη βιάζεσαι, γιατί… όποιος βιάζεται σκοντάφτει, όπως λέει και το γνωμικό. Δε βιαζόμουνα ποτέ και ταυτόχρονα φρόντιζα να είμαι συνεπής, στην ώρα μου. Η γιαγιά μου με συμβούλευε… μην κάνεις άσκοπες βόλτες. Όμως εκεί εγώ ανακάλυψα, στον άσκοπο δρόμο, ότι μου δινόταν η ευκαιρία να συλλογιέμαι λογής-λογής πράγματα. Να θέτω ερωτήματα και αργά ή γρήγορα να έρχεται να με βρίσκει η απάντηση. Είναι σαν όταν σε απασχολεί ολημερίς ένα πρόβλημα και να μη βρίσκεις λύση, που να σπας το κεφάλι σου, και σαν αποκοιμιέσαι ονειρεύεσαι ότι λύνεις ως δια μαγείας το πρόβλημα με τη σωστή λύση. Έτσι και στο δικό μου ονειροπόλο, άσκοπο περπάτημα, η απάντηση ερχόταν αβίαστα, δεν μπορώ να πω όμως ότι ήταν πάντα η σωστή, αν κρίνω εκ των μετέπειτα αποτελεσμάτων. Η διαδικασία πάντως ήταν ευχάριστη.
Μεγαλώνοντας έγινα πρώτα δικυκλιστής και αργότερα οδηγός τεσσάρων τροχών και η μαγεία χάθηκε, η προσοχή ήταν πάντα στο δρόμο μπροστά, ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Δεν γίνεται λόγος για ερωταποκρίσεις, κινδύνευε η σωματική ακεραιότητα εμού και των άλλων. Η αλήθεια είναι ότι στην πορεία αγάπησα τους τροχούς, και υπήρξε ένα είδος εξάρτησης. Τα χρόνια όμως περνούν, εγώ μεγαλώνω, και ξαναγυρνώ στο περπάτημα, αποφεύγοντας όσο μπορώ ακόμα, και με κρατούν τα ποδάρια μου, τη φυσική ανημποριά που φέρνει το γήρας.
Σαν παίρνω τους δρόμους τώρα, επικεντρώνομαι στους ανθρώπους που συναντώ στο διάβα μου. Στα πρόσωπά τους αποτυπώνονται λογιών-λογιών εκφράσεις συναισθημάτων. Ο κάματος της ημέρας, η απογοήτευση της στιγμής, η αγωνία να προφτάσουν, η ευτυχία της οικογένειας, ο ναρκισσισμός του ωραίου ή της ωραίας. Στιγμιότυπα που χαράσσονται στη μνήμη και προκαλούν σκέψεις που προσπαθούν να δώσουν μια συνέχεια, και να ολοκληρώσουν τα τυχαία συναπαντήματα.
Γιατί ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του ο κύριος με τη μαύρη ομπρέλα; Έδειχνε να νοιάζεται για το καθετί, και δεν ήθελε να πιαστεί εξ απροόπτου αιφνιδιασμένος. Προέβλεπε βροχή, αν και καιρός ήταν απλά συννεφιασμένος. Η συννεφιά όμως στη ζωή προειδοποιεί και για την πιο ξαφνική νεροποντή και τα βάσανα καλά κρατούν.
Ο εργάτης που σχόλασε απ’ το μεροκάματο, με ρούχα ταλαιπωρημένα και λερωμένα απ’ τη δουλειά, γυρνά κι αυτός στο σπίτι να ξαποστάσει, κρατώντας παραμάσχαλα ένα καρβέλι ψωμί. Αυτό ήταν και για σήμερα, και με το τσιγάρο ακόμα στο στόμα να τον πικραίνει, πάει να βρει τη φαμίλια που τον περιμένει.
Η ωραία κυρία, γυρνά με μια καινούργια κουπ απ’ το κομμωτήριο, φρέσκια- φρέσκια, μες στο ταγέρ της και κάνει σχέδια για τη βραδινή έξοδο μετά του συζύγου. Ολος ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να τη θαυμάζει.
Η νεόκοπη οικογένεια με μπροστάρη το μπαμπά με το καρότσι του μωρού, και από πίσω κατά πόδας η μαμά, χέρι-χέρι με το μεγαλύτερο παιδί, τραβούν όλο καμάρι για την παιδική χαρά. Το παιδί ρωτά, κι ο πατέρας παντογνώστης δίνει απαντήσεις, έχοντας το αλάθητο. Η μητέρα ακολουθεί, έχοντας εκπληρώσει το καθήκον της μητρότητας.
Και δίπλα σ’ αυτά, η νέα γενιά συνεχώς βιαστική, πότε για το μάθημα του φροντιστηρίου, πότε για το μάθημα του χορού ή της μουσικής ή της ξένης γλώσσας. Που καιρός για ξέγνοιαστο παιχνίδι, μεγαλώνουν και απογοητεύονται πριν την ώρα τους.
Συνεχίζω να περιπλανιέμαι άσκοπα στην πόλη, σε δρόμους χιλιοπερπατημένους και οικείους, ώσπου τα βήματα με βγάζουν στο λιμάνι. Εκεί όλα αλλάζουν με μιας, γιατί δεσπόζει η θάλασσα. Πότε γαλήνια και πότε θυμωμένη, μα ποτέ η ίδια, κρύβει κάτι απρόβλεπτο, κάτι το ανθρώπινο. Και ατενίζοντας τον ορίζοντα που χάνεται στα βάθη, αποξεχνιέμαι κάνοντας παρέα σε ερασιτέχνες ψαράδες, δουλεύοντας την υπομονή και την προσμονή. Την άλλη μέρα όλα θα ξεκινήσουν απ’ την αρχή.