Στην αμμουδιά της ανδρώθηκαν γενιές και γενιές, έθρεψε οικογένειες, αποτέλεσε το σημείο αναφοράς των Χανίων και… παραμένει το ίδιο και σήμερα. Πολύ διαφορετική σε σύγκριση με το παρελθόν, με βασικά κοινά σημεία αναφοράς τη θάλασσα και τον άνθρωπο. Μια ιστορική αναδρομή στην “αμμούτσα” της Νέας Χώρας, όπως την ξέρουν οι παλαιότεροι, στην ακτή Παπανικολή -όπως ονομάζεται σήμερα- επιχειρούμε μέσα από τις διηγήσεις των ανθρώπων που ζουν την περιοχή.
Μέσα από ένα ποίημα
Ο Νεοχωρίτης, δάσκαλος – ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας Γιώργος Πιτσιτάκης, μιλώντας στα “Χ.ν.” για το χθες της ακτής Παπανικολή θυμάται την “αμμούτσα”, έτσι λεγόταν τότε η περιοχή, που σημαίνει πως ήταν άμμος και μάλιστα έφτανε από την ακτή μέχρι ψηλά, κοντά στην οδό Σελίνου.
Σ’ αυτήν την αμμουδιά, η σπουδαία Νεοχωρίτισσα ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου που μεγάλωσε εκεί, έχει αφιερώσει το ποίημά της «Στην άμμο» από την ποιητική συλλογή «Κατώφλι και παράθυρο» (1962). Στους πρώτους στίχους λέει:
«Στην άμμο εκεί στην αμμουδιά που
καίει τους σπόρους
που δε στεριώνουν τα θεμέλια των σπιτιών
κι όλα τα γλύφει η θάλασσα,
μεγάλωσα παιδί, μαζί με τ’ άλλα.
Τα μάτια μας τα φλόγωναν οι μισιριώτικοι άνεμοι
μες το φαγί, μες το ψωμί, μες τα μαλλιά μας η άμμος. […]».
«Ως παιδί θυμάμαι τις ιστορίες για τα βάσανα της ζωής, τις εξορίες για τις αριστερές του πεποιθήσεις. Το καφενείο αυτό ήταν η… γιάφκα του κομμουνιστικού πυρήνα της Νέας Χώρας, εκεί γίνονταν οι συνεδριάσεις τους, εκεί πήγαιναν οι ψαράδες μετά το ψάρεμα και έπιναν μια τσικουδιά, εκεί πηγαίναν οι εργάτες… Έχει μια μεγάλη ιστορία αυτό το μαγαζί. Εκεί οι μνήμες είναι καταλυτικές», θυμάται ο κ. Πιτσιτάκης και συνεχίζει λέγοντας: «Επειδή ο πατέρας μου και ο παππούς ήταν εργάτες στο λιμάνι και εγώ γεννήθηκα στα στενά της παραλίας, εκεί κάτω στην αμμουδιά, στην “αμμούτσα” μεγαλώσαμε και παίζαμε. Απέναντι από το καφενείο του ο Φραγκιός είχε φτιάξει μία καλύβα με καλάμια, όπου εκεί πήγαινα ως νέος και κουβέντιαζα με τον ίδιο και μου έλεγε τις ιστορίες του για τη φυλάκισή του στην Ακροναυπλία και τη “συγκατοίκησή του” με τον Δημήτρη Γληνό. Όλα αυτά που δεν μπορούσα τότε να αξιολογήσω, έμειναν ως μνήμες.
Εκεί οι ψαράδες τα καλοκαίρια μπάλωναν τα δίχτυα τους, έφτιαχναν τα παραγάδια τους στην καλύβα και τους χειμώνες στο καφενείο μεταξύ καφέ, τσικουδιάς και ούζου ο καθένας έλεγε τις δικές του ιστορίες. Όλα αυτά είναι μνήμες που έχουν χαραχτεί μέσα μου. Μάλιστα ως σπουδαστής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας σε μια λαογραφική εργασία μου για τα σημάδια των καιρών, πηγή μου ήταν οι αφηγήσεις των ψαράδων της Ν. Χώρας, οι οποίοι απλόχερα μου χάρισαν όλη τη λαϊκή σοφία που κατείχαν για να την καταγράψω».
Στη δεκαετία του ’50
«Σε αυτή την αμμουδιά μεγαλώνανε τα παιδιά των Νεοχωριτών, που ορισμένοι από αυτούς είχαν χτίσει τα σπίτια τους με υλικά (πέτρες) από το Πετροκοπιό, τον λόφο κοντά στον Κλαδισό. Εμείς ως παιδιά κάναμε τα μπάνια μας στη θάλασσα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές του ’60.
Ο δρόμος της ακτής Παπανικολή δεν ήταν τότε ακόμη διαμορφωμένος, υπήρχε αμμούτσα και ως δρόμος χαράκτηκε το 1964.
Πριν τον πόλεμο, στην περιοχή αυτή είχε δημιουργηθεί αρκετά σημαντική δραστηριότητα, άνοιξαν ταβέρνες, κοσμικά κέντρα. Στην ταβέρνα του Κωστή του Γαναδάκη κατέβαιναν όλα τα Χανιά για να φάνε ψάρι. Στου Φραγκιού την ταβέρνα που είχε σπεσιαλιτέ τον αχινό έπαιζε κομπανία με καλλιτέχνες κρητικής μουσικής.
Με τον πόλεμο τα πράγματα άλλαξαν εντελώς. Η περιοχή βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς λόγω της ΑΒΕΑ. Ο στόχος ήταν να καταστραφεί το εργοστάσιο λαδιού και το σαπωνοποιείο, ώστε οι ντόπιοι να μην έχουν εφόδια.
Στην περίοδο της Κατοχής οι Γερμανοί -επειδή φοβόντουσαν ότι θα υπάρξει απόβαση των Άγγλων- έφτιαξαν μπροστά στο παραλιακό μέτωπο και σε μεγάλο μήκος, ένα οδόφραγμα με καντουνάδες από τη σύληση των τάφων στο εβραϊκό νεκροταφείο, αναγκάζοντας ντόπιους να κάνουν αγγαρείες. Επειδή η μορφή του οδοφράγματος ήταν οδοντωτή το ονόμαζαν “Δόντια του Δράκου”», μας διηγείται ο κ. Πιτσιτάκης.
«Μετά τον πόλεμο άνοιξαν ξανά κάποια μαγαζιά, π.χ. το 1952 άνοιξε η “Αφρικάνα” προς το τέρμα του παραλιακού μετώπου (σημερινός “Αχιλλέας”) που τα βράδια λειτουργούσε και ως κέντρο διασκέδασης. Δίπλα ακριβώς, προς τα δυτικά που τώρα είναι τα αλμυρίκια υπήρχε η “Χαβάη”, μια ταβέρνα κυρίως για τους λουόμενους. Σήμερα δεν υπάρχει πια. Η οικογένεια που είχε τη Χαβάη έκτισε το ξωκκλήσι του Αγ. Νικολάου πάνω στα Λαζαρέτα.
Μια εύθυμη νότα της καθημερινής ζωής, ήταν τις δεκαετίες ’50 – ’60 όταν τις Κυριακές διοργανώνονταν αγώνες ποδοσφαίρου πάνω στην άμμο μεταξύ Νεοχωριτών, αθλητών και άλλων, με τις ομάδες των παντρεμένων και των ελεύθερων που τις είχαν ονομάσει “Παντρεμεναϊκός” και “Ελευθεριακός”. Έφτιαχναν τέρματα με καλάμια και έπαιζαν μπάλα με πλήθος θεατών και πολλά ευτράπελα», θυμάται ο κ. Πιτσιτάκης και προσθέτει:
«Το 1966 μπήκαν οι βάσεις για να γίνει το λιμανάκι της Ν. Χώρας. Το 1969 έγινε η προβλήτα από τη δυτική μεριά, ενώ η βόρεια προβλήτα έγινε μετά από 2 χρόνια περίπου.
Αργότερα στη δεκαετία του ’70, εκεί που είναι σήμερα το ξενοδοχείο “Δαναός” ήταν η ταβέρνα ο “Ερωτόκριτος” της οικογένειας Θεοδωράκη, δηλαδή της οικογένειας της Βικτωρίας Θεοδώρου που μεγάλωσε εκεί.
Μετά τον πόλεμο δόθηκε το όνομα ακτή Παπανικολή στο παραλιακό μέτωπο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο τότε Πολιτιστικός – Εξωραϊστικός Σύλλογος Ν. Χώρας μαζί με το Συνοικιακό Συμβούλιο και την Ενορία Ν. Χώρας είχε διοργανώσει μια σειρά από εξαιρετικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, π.χ. τριήμερα και τετραήμερα, πάνω στην παραλία και στο λιμανάκι».
“Ο Φραγκιός”
«Το παραθαλάσσιο καφενείο του Φραγκιού δυτικά από το μεγάλο λιμάνι, πέρα στο λιμανάκι με τις τράτες και τις βάρκες, καθώς ήταν απόμερο είχε γίνει το “στέκι” των εργατών και ψαράδων. […] Από το μικρό αυτό ιστορικό καφενείο ξεκίνησε το κίνημα στη Δικτατορία το 1936 […]», γράφει στο αφήγημά της “Τράικο” η Νεοχωρίτισσα λογοτέχνις Βικτωρία Θεοδώρου, για το καφενείο του Φραγκιού Λαγωνικάκη, που σήμερα λειτουργεί ως ταβέρνα στο ίδιο σημείο από τον γιο του, Σταύρο.
Σε προφορική αφήγηση του Φραγκιού Λαγωνικάκη που δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα “Αλήθεια” τη δεκαετία του ’80 αναφέρει μεταξύ άλλων: «…κάποτε βρήκα ένα καφενεδάκι στην παραλία, το νοίκιασα, βρήκα και ένα δωμάτιο κοντά, εγκαταστάθηκα. Εκεί στο ίδιο μέρος στο λιμανάκι έζησα τη βασανισμένη ζωή μου, έκαμα οικογένεια, φίλους, και συντρόφους […] Όπως ήταν παράμερο και εξοχικό, το βρήκαν βολικό οι κομμουνιστές της γειτονιάς και το έκαναν στέκι».
Στην Ακτή Παπανικολή, συναντήσαμε τον γιο του αείμνηστου Φραγκιού, Σταύρο Λαγωνικάκη, ιδιοκτήτη σήμερα του εστιατορίου “Φραγκιός”, το οποίο λειτουργεί από τη δεκαετία του 1920 και μας διηγήθηκε πως τα παιδικά του χρόνια είναι άμεσα συνυφασμένα με αυτή τη γειτονιά καθώς εκεί γεννήθηκε. «Εδώ στον πρώτο όροφο ήταν το σπίτι μας, εδώ με ξεγέννησε η μαμή και εδώ βαφτίστηκα. Μεγάλωσα με τις ιστορίες του πατέρα μου Φραγκιού που διατηρούσε καφενείο και είχε υποστεί εξορίες σε Ακροναυπλία, Πύλο, Αγιά, Αθήνα… Θυμάμαι ότι εκείνες τις εποχές ήμασταν όλοι μια οικογένεια. Τους θαμώνες του μαγαζιού μας, τους θεωρούσα οικογένειά μου. Τότε υπήρχε αλληλεγγύη, δηλαδή οποιαδήποτε βοήθεια μπορεί να χρειαζόταν ο ένας, την πρόσφερε ο άλλος. Την εποχή που δεν υπήρχε ακόμη το λιμανάκι, οι βάρκες που είχανε οι ντόπιοι όταν έπιανε κακοκαιρία τις τραβάγανε έξω, εδώ στην αμμουδιά. Και θυμάμαι ότι έτρεχαν όλοι για να βοηθήσουν να βγάλουν τις βάρκες έξω ή μπορεί να ήταν αρόδου ένα καΐκι που κινδύνευε και έτρεχαν όλοι να πέσουν στη θάλασσα να το προστατέψουν».
«Το βράδυ θυμάμαι ότι έρχονταν τότε τα μεγάλα “ονόματα” όπως ο Μπιστολάκης, ο Όθωνας, ο Κώστας Μητσοτάκης, ο Μπακλατζής… Έμπαινε μέσα στο μαγαζί ο Μητσοτάκης, ο οποίος ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από τον πατέρα μου και χτύπαγε φιλικά την πλάτη του πατέρα μου και του λεγε: Είντα κάνεις Φραγκιό;’’», θυμάται ο κ. Λαγωνικάκης και προσθέτει: «Μάλιστα ενώ από το τότε καθεστώς απαγορευόταν η είσοδος στο μαγαζί μας (λόγω της αριστερής του ιδεολογίας) αυτοί οι ίδιοι που επέβαλαν την απαγόρευση, (Μητσοτάκης, Μπακλατζής), ήταν αυτοι που ερχότανε εδώ. Ήμουν τότε 10-15 ετών και τους θυμάμαι γιατί τις περισσότερες ώρες βοηθούσα τον πατέρα μου στο μαγαζί… Καβγάδες έβλεπες αλλά την επόμενη ημέρα ήταν όλοι φίλοι πάλι. Ήταν σαν να τίποτα να μην είχε συμβεί».
«Τότε υπήρχαν μονοκατοικίες και κάθε οικογένεια είχε πολλά παιδιά. Τα παιδιά κάναμε τα μπάνια μας στη θάλασσα, παίζαμε τα παιχνίδια μας, πατητές ή μακριά-γαϊδούρα… Πολλές φορές παίζαμε ξιφομαχίες που τις λέγαμε «ψυχομαχίες» δηλαδή φτιάχναμε αυτοσχέδια σπαθιά και ασπίδες ή παίζαμε πετροπόλεμο. Άλλες φορές φτιάχναμε… καράβες, αυτοσχέδιες βάρκες με τενεκέδες που στεγανοποιούσαμε με το κατράμι που έβγαινε στη στεριά και έπειτα βάζαμε κατάρτια με πανιά! Σπάνια φτιάχναμε αυτοσχέδια κανό από… βαρέλια», μας διηγείται ο κ. Λαγωνικάκης που θυμάται ότι τότε υπήρχαν κάποια λιγοστά μαγαζιά:
«Παραδίπλα υπήρχε το μαγαζί του Κοκολίνου, το οποίο δούλευε το πρωί ως καφενείο με καφέ, τσικουδιά, κονιάκ, ούζο. Τα υπόλοιπα ήταν εποχιακά μαγαζιά, δηλαδή άνοιγαν μόνο καλοκαίρι, π.χ. ο Μουσκουντής που είχε φτιάξει μια ξύλινη εξέδρα στην άμμο και σέρβιρε εκεί μόνο τα καλοκαίρια, ήταν επίσης η “Χαβάη” που επίσης δούλευε εποχιακά όπως και η “Αφρικάνα” του Σκουτέλη. Μετά τη διαμόρφωση του δρόμου ανοιχτήκανε και τα άλλα μαγαζιά».
Mια ζωή δίπλα στη θάλασσα
Ναυτικός δεν ήταν ποτέ, ούτε επαγγελματίας αλιέας, όλοι όμως τον αναγνωρίζουν ως τον κορυφαίο ερασιτέχνη ψαρά όχι μόνο της Νέας Χώρας αλλά όλων των Χανίων. Ο λόγος για τον κ. Σήφη Κοτσολάκη που βρέθηκε μεταπολεμικά στη Νέα Χώρα με καταγωγή από τον Βαφέ Αποκορώνου. «Μετά τον πόλεμο δεν μπορούσες να ζήσεις στο χωριό. Ήμασταν 8 αδέλφια, πώς να ζήσουμε; Ήλθα στα Χανιά με 4 από τα αδέλφια και ξεκίνησα να κάνω τον τσαγκάρη και μετά τον οικοδόμο. Από το 1957 μετακόμισα στη Νέα Χώρα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε λιμάνι ούτε δρόμος παραλιακός ούτε τίποτα. Οι λιγοστές βάρκες δένονταν πάνω στα βραχάκια. Ο κόσμος που ζούσε στη Νέα Χώρα ήταν φτωχός, όλοι προσπαθούσαν να ζήσουν μαζεύοντας χόρτα, ψαρεύοντας, κάνοντας ό,τι δουλειά μπορούσαν να κάνουν εκείνη την εποχή. Εγώ ήμουν λάτρης του ψαρέματος, αρχικά με καλάμι, έπειτα πήρα και μια βαρκούλα», λέει.
Δεν θα ξεχάσει ποτέ τον τεράστιο ροφό που είχε πιάσει που ο ψαρομανάβης του τον πλήρωνε 11.000 δραχμές για 17 κιλά αλλά δεν τον πούλησε… «Είχε πολύ ψάρι εκείνη την εποχή. Με συρτή βγάζαμε κάθε βράδυ και 6 και 7 τουρνάδες, μια φορά έπιασα και 11. Χρησιμοποιούσαμε συρτή και παραγάδι, τα δίχτυα ήλθαν μετά».
Όσο περνούσε ο καιρός ο κ. Σήφης αποφάσισε να ασχοληθεί πιο ενεργητικά με τον Σύλλογο των Ερασιτεχνών Αλιέων. «Στα 1981 αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με τον Σύλλογο των Ερασιτεχνών Αλιέων. Μπήκαμε λοιπόν οι πιο νέοι άνθρωποι, μαζέψαμε μεταξύ μας χρήματα και πήραμε τον χώρο που είναι και σήμερα ο Σύλλογος, φτιάξαμε με πολύ προσωπική εργασία το κτίσμα με λίγους τσιμεντόλιθους, λίγο τσιμέντο, βάλαμε και ένα νεροχύτη, μερικά τραπέζια, καρέκλες, το κάναμε το στέκι μας», θυμάται. Ο Σύλλογος τότε δεν ήταν απλά ένα σημείο συνάντησης φίλων του ψαρέματος. «Είχαμε έντονη κοινωνική δράση. Βοηθήσαμε να γίνει το μνημείο στη Ν. Χώρα δίνοντας ένα πολύ μεγάλο ποσό και δεν υπήρχε Νεοχωρίτης που να είχε ανάγκη και να μην του δώσουμε από το ταμείο του Συλλόγου ό,τι μπορούσαμε. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο σεισμός της Αθήνας, μαζέψαμε χρήματα για να αγοράσουμε κουβέρτες και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τους σεισμόπληκτους. Πάντα οι ερασιτέχνες αλιείς της Ν. Χώρας μπροστάρηδες σε όλα», καταλήγει ο συνομιλητής μας.
Φτώχεια και φιλότιμο…
Παιδί της Ν. Χώρας και ο Γιώργος Πουλιδάκης, γεννήθηκε στη μεγάλη αμμούτσα και έζησε τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και σήμερα. Περπατάμε μαζί στην ακτογραμμή και μας δείχνει “πατιά-πατιά” τη Ν. Χώρα όπως την έζησε.
Πρώτος σταθμός μας η ακτή πίσω από το μνημείο της Ν. Χώρας. «Εδώ είναι η λεγόμενη “κολύμπα” ένας σχεδόν κλειστός χώρος από βράχια. Εδώ έκαναν μπάνιο οι γυναίκες φορώντας τις φουφούλες που λέγανε τότε, υποτίθεται κάτι σαν μαγιό. Ουαί και αλίμονό σου αν περνούσες την ώρα που έκαναν μπάνιο. Σου έκαναν νόημα να φύγεις και αν πλησίαζες σε πετροβολούσαν. Oι άντρες πήγαιναν πιο πέρα, εκεί που είναι τώρα τα αλμυρίκια. Πώς βουτούσαν; Με σώβρακα ή ξεβράκωτοι, δεν υπήρχαν μαγιό την εποχή εκείνη. Βέβαια, τότε ο κόσμος δεν πήγαινε για διασκέδαση στη θάλασσα, δεν το είχαν απαραίτητο το μπάνιο. Στη θάλασσα έμπαιναν για να βγάλουν ψάρια. Εμείς τα παιδιά εκεί μεταπολεμικά και πριν γίνει το λιμανάκι πηγαίναμε σε ένα βράχο που τώρα δεν φαίνεται γιατί έχει γίνει η προβλήτα και τον λέγαμε Χάρακα. Εκεί μαθαίναμε κολύμπι. Παίζαμε τη βουτιά και σε περίμενε κάποιος μεγαλύτερος να βγεις στην επιφάνεια… Αν βουλόπλεγες σου έριχνε άλλη μια να ξαναπάς κάτω για να κολυμπήσεις. Πιο πέρα ήταν η “μικρή και η μεγάλη Καμήλα”, δύο βράχοι που επίσης δεν υπάρχουν πια. Στην παραλία τώρα ήταν η καλύβα του “Φραγκιού”, του Κοκολίνου, του Κανίτσου, του Αποστολάκη του Στέφανου του Μαλανδράκη του Παναγιώτη του Αλευρά, αυτά ήταν τα κτίσματα στην παραλία. Και πιο πέρα μετά τον Κλαδισό ήταν η τοποθεσία του “γιατρού τα χαράκια”, γιατί εκεί είχε πνιγεί ένας γιατρός και είχαμε δώσει αυτό το όνομα εμείς οι Νεοχωρίτες στο συγκεκριμένο μέρος», θυμάται ο κ. Γιώργος.
Στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια τα παιδιά πάλευαν μαζί με όλη την οικογένεια για τα προς το ζην. «Ψάρεμα και πλιατσικολόγημα. Αυτό στην ουσία κάναμε. Κατεβαίναμε στη θάλασσα να σηκώσουμε τις πέτρες και να βγάλουμε καβούρια, τα βράδια έβαζε φωτιά ένας σε ένα λάστιχο και το κρατούσε ψηλά για να φέγγει και ο άλλος με το καμάκι να κτυπάει τα χταπόδια. Σε μια τέτοια εξερεύνηση εκεί κάτω από την ΑΒΕΑ είχαν πετάξει οι Γερμανοί ένα σωρό πολεμοφόδια φεύγοντας. Ταινίες ολόκληρες με ιταλικές σφαίρες (ήταν στρογγυλές στην άκρη αντί για μυτερές) τις φορτώναμε σε ένα ξύλινο καρότσι και τις πουλούσαμε στον παλιατζή τον Θοδωρή στην πλατεία Κολοκοτρώνη και μας έδινε ένα χαρτζιλίκι καλό για την εποχή εκείνη. Επίσης, πάλι μεταπολεμικά, επειδή στον Κλαδισό είχαν εγκαταλείψει ένα σωρό οχήματα, στρατιωτικό υλικό ακόμα και τανκς οι Γερμανοί πήγαιναν οι Νεοχωρίτες έβγαζαν το μπαρούτι μέσα από τα βλήματα (τσατσάρα το λέγαμε λόγω της εμφάνισής του) και έφτιαχναν δυναμίτες για ψάρεμα. Πολύς κόσμος είχε χάσει τη ζωή του ή είχε τραυματιστεί σοβαρά…».
Ο ίδιος δε θα ξεχάσει τα κεφαλόπουλα που έβγαζαν από τη θάλασσα. «Είχαν Ντακότες που ψέκαζαν για τα μικρόβια, για τα κουνούπια, πού να ξέρω εκείνη την εποχή και όταν περνούσαν πάνω από τη θάλασσα έφευγε το δηλητήριο στη θάλασσα. Τότε έβλεπες τα κεφαλόπουλα να βγαίνουν στην επιφάνεια ζαλισμένα και να σπαρταράνε και πέφταμε εμείς τα παιδιά να τα μαζέψουμε. Αν τα τρώγαμε; Όχι θα τα αφήναμε! Δεν είχες επιλογή τότε στο φαγητό, έτρωγες ό,τι υπήρχε!».