Η ιστορία που παραθέτουμε σήμερα αποτελεί πραγματικό γεγονός και αναφέρεται στην επιστράτευση του 1940, από το προσωπικό ημερολόγιο του Πανακάκη Νικολάου, ο οποίος κατάγεται από το χωριό Σκινιά του Νομού Ηρακλείου.
Πρόκειται για χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το αυθεντικό ημερολόγιο του παππού μου, ο οποίος καθημερινά κατέγραφε τα γεγονότα από την πρώτη ημέρα κατάταξής του έως και την ημέρα που επέστρεψε στην Κρήτη. Ο ίδιος μου εμπιστεύθηκε το ημερολόγιο το οποίο αποτελεί πολύτιμο κειμήλιο μνήμης των ημερών του ’40. «Η κυβέρνηση Ιωάννου Μεταξά, 1940 25 Αυγούστου, επήραν την κλάση μας το 1932 για μετεκπαίδευση επί ένα μήνα. Πήγαμε λοιπόν εις το Ηράκλειο και παρουσιαστήκαμε και μας ντύσανε και κάναμε γυμνάσια και περιμέναμε να περάσει ο μήνας για να απολυθούμε, αλλά ο μήνας πέρασε και καμιά απόλυση δεν έγινε. Παρά καθημερινά επαίρνανε με ψηφία διάφορες κλάσεις και σιγά – σιγά εγινότανε κανονική επιστράτευσις. Και επερνούσανε οι μέρες και ήρθε η 28η Οκτωβρίου και ένα πρωί μάς ήρθε το χαμπέρι ότι οι φίλοι μας οι Ιταλοί, μάς άρχισαν τον πόλεμο.
Αμέσως κήρυξαν γενική επιστράτευση και στις 22 Νοεμβρίου, μάς ετοίμασαν όλο το Σύνταγμα, μάς έδωσαν ξηρά τροφή, ένα ψωμί και μια κονσέρβα, διότι επρόκειτο για ταξίδι και αφού ετοιμάσθηκαν όλοι οι λόχοι, με τα υλικά και τα φορτώματα στα μουλάρια, πάμε για το λιμάνι.
Εφτάξαμε δε εις το λιμάνι στις 6 η ώρα το βράδυ και γέμισε όλος ο λιμενοβραχίονας μέχρι το φανάρι με στρατό, μουλάρια και υλικό του λόχου.
Κατά τις 10 η ώρα, ήρθαν δέκα (10) υπερωκεάνια βαπόρια, τα οποία άρχισαν και εφόρτωναν το καθένα και ορισμένα πράγματα και μέχρι το πρωί είχαν φορτώσει όλα, και κατά τις 6 η ώρα το πρωί, στις 23 Νοεμβρίου 1940, εξεκινήσαμε ένα – ένα κατά σειρά, και μόλις επεράσαμε την Ντία μάς ακολουθούσαν έξι (6) πολεμικά και ένα αεροπλάνο.
Συνοδεία, λοιπόν, εταξιδεύαμε όλη τη μέρα και τη νύχτα· και το πρωί κατά τις 7 η ώρα βγαίνουμε εις το λιμάνι του Πειραιά στις 24-11-1940 και από κει μάς οδήγησαν εις τον καταυλισμό στο Χαϊδάρι. Εκεί ήτο ωραίο μέρος, όλο πεύκα και εκαθίσαμε εκεί 25, 26, 27, 28 Νοεμβρίου 1940. Και το βράδυ στις 28 ετοιμαστήκαμε πάλι και από ‘κει φεύγουμε για το τρένο.
Πάμε λοιπόν στο σταθμό και κατά τις 2 μετά τα μεσάνυχτα, ξεκινούμε και τα παιδιά της νεολαίας μάς μοίρασαν πολλά τσιγάρα και με ευχές μάς αποχαιρετούν…
Ξεκινούμε λοιπόν, αλλά δε βλέπαμε τίποτα, διότι ήτο νύχτα και κλειστήκαμε μέσα στα βαγόνια διότι ήτο πολύ κρύο. Το πρωί λοιπόν που ξημέρωσε, ανοίγαμε τις πόρτες και βλέπαμε ένα κάμπο απέραντο και ρωτούμε και μάς λένε ότι είμασθε εις τις Θήβες. Ο κάμπος αυτός, λοιπόν, έβγανε πατάτες και έβλεπες χιλιάδες τσουβάλια, να στέκονται στα χωράφια.
Ήτο δε σήμερα 29-11-1940 και ταξιδεύαμε όλη την ημέρα και το βράδυ, όλη τη νύχτα και ξημερώνει το πρωί 30-11-1940 του Αγίου Ανδρέα και φθάνουμε εις ένα χωριό που λέγεται Αμύνταιον και κει βγήκαμε από το τρένο και φεύγουμε πεζοπορία για ένα άλλο χωριό που λέγεται Άγιοι Ανάργυροι και μείναμε ένα βράδυ και μετά πάμε στο χωριό Γαλατία, όπου καθίσαμε τέσσερις (4) μέρες και μετά φτάνουμε εις άλλο χωριό που λέγεται Κλεισούρα. Και εκεί ήσαν όλο Τουρκαλβανοί και κατασκηνώσαμε έξω, διότι δεν τους είχαμε εμπιστοσύνη να μείνουμε στα σπίτια τους. Ήτο λοιπόν η βραδιά αυτή όλο βροχή και πλημμύρισε το χωράφι που είχαμε κατασκηνώσει και γίναμε όλο λάσπες. Το βράδυ φεύγουμε και πάμε στο χωριό Λητιά και εκεί μείναμε το βράδυ και όλη τη νύχτα κλαίγαμε την τύχη μας, που έβρεχε και ήμασταν ολόγροι μες στο αντίσκηνο και τρέμαμε από το κρύο. Από κει, αφού βαδίσαμε 18 χλμ. Φθάνουμε στο Άργος Ορεστικού, όπου κάθε Τρίτη γίνεται παζάρι. Μετά περνάμε από την Καστοριά με τη μεγάλη λίμνη, την Κολοκυνθού, το Καλοχώρι, την Μεσοποταμία, την Ιεροπηγή. Εδώ φθάσαμε στις 3 τα μεσάνυχτα, ολόγροι και απελπισμένοι και ευτυχώς που βρήκαμε ένα σπίτι με άχυρα και χαρήκαμε πολύ που θα κοιμόμασθε μέσα, να μη βρεχόμασθε όλη τη νύχτα. Μόλις λοιπόν ξαπλώσαμε, ήρθε ένας κάτοικος του χωριού και είδε τα χάλια μας, που σουρώναμε τα νερά, μάς λυπήθηκε και μάς πήρε στο σπίτι του και άναψε μια σόμπα… και τι χαρά που πήραμε να στεγνώσουμε!!
Δεν κοιμηθήκαμε, λοιπόν, καθόλου παρά στεγνώναμε τα ρούχα μας όλη τη νύχτα και το πρωί που ξημέρωσε είχε πολύ χιόνι. Και μες στο χιόνι, περπατώντας φθάσαμε στην Αγία Κυριακή και στο χωριό Άγιο Δημήτρη, όπου τελειώνουν τα ελληνικά σύνορα και μπαίνουμε στην Αλβανία. Εις το δρόμο, συναντήσαμε τρία (3) χωριά, τα οποία δεν γράφω τα ονόματά τους, διότι ρωτούσαμε τους Αλβανούς να μας πουν, αλλά δεν καταλαβαίνανε τι τους λέγαμε…
17 Δεκεμβρίου 1940, φθάνουμε στο χωριό Βισκούκι, 30 χλμ. από την Κορυτσά, όπου μένουμε ένα μήνα, μέχρι 17 Ιανουαρίου 1941, διότι μάς απέκλεισε το χιόνι και ούτε μπρος μπορούσαμε να πάμε ούτε πίσω, ούτε τα αεροπλάνα, ούτε τα αμάξια μπορούσαν να μας τροφοδοτήσουν και έτσι εδώ τραβήξαμε τα πάνδεινα. Πότε τρώγαμε φαΐ δίχως λάδι, πότε δίχως αλάτι, και φαΐ δύο (2) οκάδες ρύζι ρίχναμε στο καζάνι και νερό για να φάει ένας λόχος. Πότε μάς δίναν τσάι για συσσίτιο, πότε δύο ελιές, πότε ένα κύπελλο σταφίδες. Αυτή τη ζωή περνούσαμε εδώ σ’ αυτό το χωριό.
24-12-1940. Σήμερα πήγαμε εις την εκκλησία και κοινωνήσαμε και άμα γυρίσαμε, μάς δώσανε φακή δίχως αλάτι και κάθε δέκα στρατιωτών μια κουραμάνα και το βράδυ δε μας δώσανε τίποτα, και αρχινά μια βροχή ραγδαία και πέσαμε να κοιμηθούμε…
Και το πρωί 25-12-1940, ημέρα Χριστουγέννων και εμάς εδώ μας δώσαν τσάι αντί φαΐ και οχτώ (8) τσιγάρα και μαρμελάδα στο δρόμο, την ώρα που εχιόνιζε και γίναμε ολόγροι.
31-12-1940. Παραμονή Αρχιχρονιάς και εμείς νηστικοί και μάς λένε ότι αύριο θα μάς δώσουν διάφορα δώρα και έχουμε υπομονή έως ότου ξημερώσει να δούμε τα δώρα.
1-1-1941. Νέο έτος 1941, μαύρο και σκληρό για εμάς. Αχ! Σήμερα αρχιχρονιά ήρθαν τα δώρα που μας έλεγαν. Λοιπόν ήτονε ένα λουκούμι, μία σοκολάτα, ένα πακέτο τσιγάρα και ένα ποτήρι κονιάκ. Το μεσημέρι μας ψήσανε τέσσερις (4) οκάδες ρύζι για 250 στρατιώτες, σκέψου λοιπόν τι φαΐ ήτονε, μόνο νερό! Έτσι πέρασε η αρχιχρονιά.
2-1-1941. Σήμερα, μας δώσαν και άλλα δώρα. Στείλανε από διάφορα μέρη της Ελλάδας μερικά δέματα, έκαμαν κλήρους και ετραβούσανε καθένας και ένα κλήρο. Εγώ πήρα τον αριθμό 49 και κέρδισα ένα πουλόβερ μάλλινο και με προφύλασσε πολύ από το κρύο. Αν και κρυωμένος πάρα πολύ και έβηχα και με βλέπει ένας Αλβανός αλλά Έλλην και με ελυπήθηκε και με πήρε μαζί του μου έβρασε ρακί και ήπια και είπα “ο Θεός να τον έχει καλά”.
11-2-1941. Και σήμερα, είμεθα κρυμμένοι όλη την ημέρα. Το βράδυ, μόλις νύχτωσε, μας λένε να φορτώσουμε πράγματα, να τα πάμε στην πρώτη γραμμή. Εφορτώσαμε λοιπόν κουραμάνες, γαλέτες, τυρί, κονσέρβες και πυρομαχικά και τα πήγαμε μπροστά εκεί που μαχότανε οι στρατιώτες. Και μόλις τα ξεφορτώσαμε φεύγουμε αμέσως και γυρίζουμε πίσω διότι εγινότανε χαλασμός κυρίου. Έβλεπες τον κόσμο να χαλά, να κουνιούνται τα βουνά και τα κορμιά να πέφτουν σα ψάρια χάμε»
Η καθημερινή καταγραφή στο ημερολόγιο συνεχίζεται έως και την 25-5-41.
Ο στρατιώτης Νικόλαος Πανακάκης επέστρεψε με καϊκι από το Γύθειο στο Καστέλι Κισάμου και από εκεί μετά από 13 ημέρες έφτασε με τα πόδια στο χωριό του Σκινιά Μονοφατσίου Ηρακλείου.
Σημ.: Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ)