Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, 2024

Περιστατικά, που βιώσαμε σε βάθος:

«Λυπούμαι, αλλά προ του άνακτος, με τέτοια ρούχα, δε γίνεσαι… σημαιοφόρος…»

Mε την ευκαιρία της προ ημερών κυκλοφορίας του τρίτομου έργου “Βασιλεύς Κων/νος – χωρίς τίτλο”, από το “Βήμα” των Αθηνών και του φυλλαδίου της “Εφημερίδας των Συντακτών”, με τίτλο: “Οσα δεν είπα…”, τα οποία μελετήσαμε και μιας κι εμείς λόγω ηλικίας τα ζήσαμε, έχουμε πολλά να θυμούμαστε και να εκτιμούμε… και μάλιστα με πίκρες…

Για την ώρα -προλογικώ τω τρόπω- θα χαρίσουμε στους αναγνώστες μας ένα περιστατικό από τα φοιτητικά μας χρόνια στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου, των χρόνων: 1950 – 1952, που έχει μια κάποια σχέση με την παραπάνω αφορμή που μας το θύμησε. Ισως μάλιστα, ακολουθήσουν κι άλλα…
Για να δούμε, λοιπόν, τι θυμηθήκαμε, ύστερ’ από 65 χρόνια και που δεν φαίνεται να το ξεχάσουμε ποτέ! Μελετούμε με συγκίνηση τα συμβάντα εκείνα, εκτιμούμε βαθύτατα τα ήθη της εποχής εκείνης, συγκινούμαστε με τον απέραντο ψυχικό πλούτο του τότε περίγυρού μας κι αναπολούμε πρόσωπα και γεγονότα, με δάκρυα στα μάτια! Αυτή ήταν η ζωή μας κι αυτές οι πολύτιμες αναμνήσεις μας!
Και να μας στο προκείμενο, όπως ακριβώς είναι καταγραμμένο, από τότε, στις αυτοβιογραφικές σημειώσεις μας:
«Τέλη του Σεπτέμβρη του 1950, αφού είχα πετύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις της Ακαδημίας Ρόδου, μ’ ετοίμασαν οι γονείς μου, πουλώντας ό,τι είχαν και δεν είχαν και αφού δανείστηκαν κι από συγγενείς και μ’ έφεραν στα Χανιά από την Κάντανο (δρόμο δεν είχε ως τότε το Ανατολικό Σέλινο) για τα τελευταία ψούνια και να με “συναποβγάλουν ως το καράβι!”
– Με πήγαν, λοιπόν, στη “Σταφιδική”, ένα τεράστιο κατάστημα με πάμφτηνα ρούχα. Κι έβαλαν και φόρεσα ένα μπλε πανταλόνι στα μέτρα μου κι ένα σακάκι του ιταλικού στρατού προς το καφέ, το χακί, με τα γυαλιστερά κουμπιά του με το εθνόσημο το ιταλικό επάνω τους, δυο πουκάμισα και μια γραβάτα κόκκινη. Ολα 14+14, είκοσι οχτώ δραχμές!
Μαζί με τα υπάρχοντά μου από το χωριό και τα σημερινά σκολινά ψώνια, αποχαιρέτηξα τον πατέρα μου στη Σούδα και μπήκα στο πλοίο με την πάνινη πράσινη βαλίτσα μου και τις δύο κόκκινες υφαντές πατανίες μου, απ’ επάνω δεμένες!
– Στο κατάστρωμα κι άλλοι γνωστοί και φίλοι, που πήγαιναν για τον ίδιο σκοπό μ’ εμένα στη Ρόδο! Ανοίξαμε κουβέντα, μιλήσαμε για συγκατοικίες, για όνειρα φοιτητικά.
Φτάνοντας στον Πειραιά το πρωί της επόμενης μάθαμε που είναι το πλοίο για τη Ρόδο. Το βρήκαμε, βγάλαμε εισιτήρια μπήκαμε μέσα κι ανημέναμε να ξεκινήσει για τη Ρόδο.
Κι όταν τ’ απόβραδο ξεκίνησε, η αγωνία μας ήταν μεγάλη θα ’χει καλό καιρό; Θα βρούμε εύκολα δωμάτιο φτηνό να νοικιάσουμε, ποιους τελικά θα κάμουμε συγκάτοικους κ.α.π.
Ολα πήγαν συν Θεώ. Νοικιάσαμε μια παρέα Χανιωτάκια ένα δωμάτιο μεγάλο στο Νιοχώρι, οδός Κωνσταντόπαιδος κοντά στην Ακαδημία. Τρώγαμε σ’ ένα φτωχικό μαγέρικο εκεί κοντά και παρακολουθούσαμε τα μαθήματά μας.
Εγώ από την αρχή διάβαζα πολύ. Ισως πιο πολύ, γιατί το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ν’ αριστέψω, επειδή λέγανε πως ο αριστούχος διορίζεται αμέσως κι εμείς είχαμε φτώχεια κι ο μπαμπάς μας μαραγκός με λίγες δουλειές… Κι είμαστε έξι αδέρφια κι εγώ ο μεγαλύτερος. Δεν ξεχνώ επίσης, πως: Επαιζα και μαντολίνο από μαθητής Γυμνασίου, διασκέδαζα τους συμφοιτητές μου τους Κρητικούς στις εκδρομές, μαζί με τον Σπ. Θυμιανό, που έπαιζε βιολί και τον Θεοχάρη Ξανθουδάκη π’ έλεγε ωραίες μαντινάδες. Πρώτοι χορευτές ήταν: ο Χαρχαλάκης ο Στέλιος, η Βλοντάκη Ελένη, οι αδερφές Καργιολάκη κ.ά. πολλοί από μας τους Κρητικούς!
Κάθε χρόνο στις 7 του Μάρτη γιόρταζαν τα Δωδεκάνησα την ενσωμάτωσή τους με τη μητέρα Ελλάδα κι ήρχονταν οι Βασιλείς κι η Ακαδημία έκανε παρέλαση μπροστά τους εκεί στον Τύμβο στο Διοικητήριο!
Σύμφωνα με τον κανονισμό, ο αριστούχος του δεύτερου έτους έφερε τη Σημαία στις 25 Μαρτίου, ενώ ο αριστούχος του πρώτου έτους, την έφερε κατά τις εορτές ενσωμάτωσης! Η ανακοίνωση του Συλλόγου των Καθηγητών της Ακαδημίας έγραφε: «Σημαιοφόρος κατά τας εορτάς της ενσωματώσεως θα είναι ο πρωτοετής αριστούχος φοιτητής Σταμάτιος Απ. Αποστολάκης». Και άρχισαν οι πρόβες με τον καθηγητή μας κ. Νεοφύτου στον αύλειο χώρο του Πειραματικού.
Τα καταφέρναμε όλοι καλά κι εγώ προσπαθούσα.
Το πρωί όμως της επετείου κι ενώ όλοι οι καθηγητές και ο δ/ντής της Ακαδημίας κ. Αντ. Ισηγόνης ήμασταν έτοιμοι, είπαν στον γυμναστή να μας κάνει μια πρόβα, μιας κι έχομε ώρα και ξεκινήσαμε. Οταν περνούσε η Σημαία μπρος από τον γεν. δ/ντή της Ακαδημίας, κάτι είπε εκείνος στον γυμναστή μας, οπότε σταμάτησε την πρόβα και έρχεται μπροστά μου και μου λέει: «Λυπούμαστε πολύ, κύριε Αποστολάκη, αλλά με τέτοια ενδυμασία προ του άνακτος, σημαιοφόρος δε γίνεται…».
«Ε, και τι να κάνω εγώ; αυτά τα ρούχα μου πήραν οι γονείς μου, αυτά φορώ!». Και φορούσα το ιταλικού στρατού σακάκι, το μπλε πανταλόνι, πουκάμισο, κόκκινη γραβάτα -ό,τι μου είχαν πάρει από τη “Σταφιδική” των Χανίων, πάμφθηνα!
Τότε ο συμφοιτητής μου Γεώργιος Παγκάς, γιος του γυμνασιάρχη του Βενετόκλειου Γυμνασίου Ρόδου, λέει: «Κύριε δ/ντα, συγγνώμη, να πάω στο σπίτι μας, εδώ δίπλα, να φέρω ένα κοστούμι του πατέρα μου να ντυθεί ο συσπουδαστής μου ο Σταμάτης; Είναι ο καλύτερός μας! Και να πάει τη Σημαία!».
– Εστω, απαντά ο κ. γενικός· και φτάνει ένα καφετί κοστούμι καινούργιο κι αρχινώ το ντύσιμο, εκεί στα λουτρά. Ομως ο πατέρας του συμφοιτητή μου είναι αρκετά κοντός και τα ρούχα του δε μ’ εξυπηρέτησαν… έτσι· ξανάβαλα τα δικά μου…
Τη σημαία την πήρε ο Ζαντές ο Δημήτρης, ντυμένος τσολιάς κι εμένα μ’ έχωσαν κάπου στην πέμπτη σειρά στη μέση να μη φαίνομαι. Στην αρχή πήγε να με πάρει το παράπονο, βρήκα όμως την ψυχραιμία μου βαδίζοντας, μιας κι εδώ στην πλατεία της Ρόδου, δεν είναι οι γονείς μου να με δουν και να με χειροκροτήσουν, ούτε άλλοι δικοί!
Μ’ αυτές τις σκέψεις τέλειωσε η γιορτή αυτή, δοκιμασία πάντως αναπάντεχη, σ’ αυτήν την ηλικία των είκοσι χρονώ!
Δεν ξεχνώ όμως τους συσπουδαστές μου, που φώναξαν: «Αδικία! Αδικία!», αναγνώριση που με βοήθησε κι αρίστεψα στο πτυχίο!

Υ.Γ.1 Συν Θεώ κατάφερα σήμερα κι έγραψα…
Υ.Γ.2 Στην πλούσια συνέντευξη που μου πήρε ο αγαπητός Γιώργος Κώνστας προ ημερών και που φιλοξενήθηκε στα “Χανιώτικα νέα” στις 19.12.2015 “διαδρομές” σ. 8 – 9, παραλείφθηκαν πολλά -δεν γινόταν εξ άλλου κι αλλιώς- όμως την προ χρόνων συνέντευξή μου στον αγαπητό Ανδρέα Κουφουδάκη (“Χαν.Νέα”, 23.8.1998, σ. 19η) δεν θέλω να την ξεχνούμε και γιατί ’ναι φίλος ακριβός, απ’ τα παλιά και γιατί εκείνη η σελίδα μου ήταν πάντα ενδιαφέρουσα, προ πάντων, όπως τέλειωνε!…
Ευχαριστώ και πάλι τον Γιώργο και τον Ανδρέα και ξεχωριστά τη διεύθυνση κι όλο το επιτελείο των “Χανιώτικων νέων”.
Να ’στε όλοι καλά!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα