Σήμερα, έχει, πλέον κατανοηθεί και αναγνωριστεί ότι η συνεχώς επιδεινούμενη οξύτητα των περιβαλλοντικών μας προβλημάτων, όσο και η κρίση του παθητικού, θεωρητικού, βαθμοθηρικού, νοησιαρχικού και φορμαλιστικού εκπαιδευτικού μας συστήματος, που εξακολουθεί να αδυνατεί να κοιτάξει κατάματα τη φύση, την κοινωνία και τη ζωή, πηγάζει από το κοινωνικό – οικονομικό μας μοντέλο, το οποίον προσδιορίζεται από τη στρεβλή εξέλιξη της παραγωγικο-καταναλωτικής διαδικασίας, βασισμένης -αποκλειστικά- στο κίνητρο του μεγιστοποιημένου κέρδους, που δεν εκτιμά τις περιβαλλοντικές της επιπτώσεις. Μέσα σ’ ένα τέτοιο ανορθολογικό, έστω και υποτυπώδες, αναπτυξιακό πλαίσιο, οι ποσοτικές πρακτικές οργάνωσης της παραγωγής, τα παρακμιακά καταναλωτικά πρότυπα, η αλόγιστη χρήση των φυσικών μας πόρων, η κερδοσκοπική και απρογραμμάτιστη χρήση γης, η οικοπεδοποίηση των δασικών μας εκτάσεων και άλλα σοβαρά οικο-περιβαλλοντικά προβλήματα, υποτίμησαν τη βιολογική, ιστορική, πολιτισμική και διαλεκτική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον και τη φύση, οδηγώντας σε μια πολυδιάστατη κοινωνική, οικολογική, οικονομική και εκπαιδευτική κρίση, η οποία αποδιοργάνωσε τον κοινωνικό μας ιστό, αλλοίωσε την ψυχοσυναισθηματική μας ιδιοσύσταση, ρομποτοποίησε την καθημερινότητα και έφερε -και στον τόπο μας- την κοινωνική παθητικοποίηση, τη βία, το ρατσισμό, την αποξένωση, την απομόνωση, την αλλοτρίωση ή και τη διαμόρφωση μονοδιάστατων τρόπων σκέψης.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο οικολογικός προβληματισμός, ως διεπιστημονική αναγκαιότητα πολυ-επιστημονικής συνεργασίας, ως φιλοσοφικός στοχασμός, ως κοινωνικο-οικονομικός προσανατολισμός, ως πολιτική πρακτική και ως τρόπος ζωής, έχει μια σημαντικότατη επικαιρότητα για τη διδακτική πράξη, η οποία οφείλει μέσα από προγράμματα Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (Π.Ε.) να αξιολογήσει ή και να αμφισβητήσει τις κοινωνικές του προτάσεις, οι οποίες προβάλλουν μια άλλη ανάπτυξη, στηριγμένη κυρίως στην επαναχρησιμοποίηση των πρώτων υλών και στη χρήση των εναλλακτικών, ήπιων, ανανεώσιμων μη ρυπογόνων μορφών ενέργειας, μέσα από αποκεντρωτικά και χωροταξικά σχεδιασμένες, παραγωγικές διαδικασίες. Μια τέτοια οικο-αναπτυξιακή αντίληψη, υπονοεί ότι οι αιτίες, οι συνέπειες, και τα μέσα καταπολέμησης της ρύπανσης δεν συνδέονται μόνο με την ανυπαρξία βιομηχανικών φίλτρων, τη θέσπιση ορίων και νομοθεσίας ή την απομάκρυνση των οχλουσών βιομηχανιών, αλλά και με την υπερ-κερδώα λογική, που κινεί το αναπτυξιακό μοντέλο. Γι’ αυτό και η οικολογική σκέψη αντιπαραθέτει μια ποιότητα ζωής με λιγότερα αλλά καλύτερα επιλεγμένα αγαθά, αλλά και με ουσιαστικότερες ανθρώπινες σχέσεις στους χώρους ζωής, εργασίας και ψυχαγωγίας. Και ακόμη η οικολογική σπουδή, αγωγή και εκπαίδευση, αμφισβητώντας και ανασυνθέτοντας τους κατακερματισμένους στόχους και τις μονοδιάστατες προσεγγίσεις των ξεχωριστών επιστημονικών περιοχών, προβάλλει ένα νέο οργανωτικό και λειτουργικό πρότυπο απεικόνισης του φυσικού κόσμου, ικανό να εμπνεύσει ακόμη και το σχεδιασμό της ανθρώπινης κοινωνίας.
Έτσι προτρέπει όχι μόνο στην προστασία της φύσης, αλλά και στην αλλαγή των οικονομικών προτεραιοτήτων, των παραγωγικών σχέσεων, των καταναλωτικών συνηθειών, των κοινωνικών αξιών και του τρόπου ζωής. Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο η ειρήνη, η επικοινωνία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η διάλυση των πυρηνικών εξοπλισμών και άλλες αξίες έχουν την ίδια βαρύτητα και σημασία με την προστασία της φύσης. Μπροστά σ’ αυτές τις επιδιώξεις και προοπτικές του οικολογικού στοχασμού και σχεδιασμού γίνεται πλέον φανερό ότι: 1. Τα περιβαλλοντικά ζητήματα και προβλήματα δεν μπορούν να βρουν βιώσιμες λύσεις μόνο με την επιστημονική έρευνα ή την εφαρμογή της νομοθεσίας, αν πρώτα δεν συνειδητοποιηθούν, μέσα από ενεργητικές μεθοδεύσεις της σχολικής διαδικασίας. 2. Η οικολογική συνείδηση και η περιβαλλοντική ευθύνη αποτελούν κοινωνικές και παιδευτικές αξίες για τους αυριανούς και όχι μόνο πολίτες, οι οποίοι θα επηρεάσουν την περιβαλλοντική νομοθεσία και πολιτική με την ψήφο, την πίεσή τους ή τη συμμετοχή τους. 3. Γνώσεις, δεξιότητες, στάσεις, αντι-στάσεις, δράσεις, συμπεριφορές και νοοτροπίες, μέσα από το περιβάλλον και για χάρη του περιβάλλοντος, είναι αναγκαιότητες που αφορούν όλους τους πολίτες του πλανήτη μας. Είναι συνεπώς ανάγκη το σχολείο όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, να γνωρίσει στο νεανικό κόσμο του, τις θεμελιακές αλληλοεξαρτήσεις του ανθρώπου με τη φύση, μέσα από τη σύνδεσή του με τα κοινωνικο-οικολογικά προβλήματα του περιβάλλοντός του.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο διασύνδεσης του σχολείου με το φυσικό, κοινωνικό, δομημένο και πολιτισμικό ολιστικό περιβάλλον, μπορεί ο σπουδαστής διερευνητικά, βιωματικά και διεπιστημονικά: • Να αναζητήσει, να συλλέξει και να αναλύσει, κριτικά, ιδέες, πληροφορίες και υλικά που προέρχονται από πολλαπλές πηγές πληροφόρησης. • Να συνθέσει σφαιρικά, να αξιολογήσει κοινωνικά και να παρουσιάσει εποπτικά, απόψεις, προτάσεις και συμπεράσματα που διαμορφώνουν ομάδες εργασίες σπουδαστών, κάτω από τη διακριτική καθοδήγηση πολυ-επιστημονικής ομάδας εκπαιδευτικών του σχολείου. Το περιβάλλον στις ενεργητικές αυτές διαδικασίες περιβαλλοντικής αγωγής και εκπαίδευσης λειτουργεί: – Ως πεδίο μελέτης και έρευνας μέσα στο οποίον εντοπίζονται τα περιβαλλοντικά ζητήματα και προβλήματα. – Ως χώρος που παρέχει μεθοδολογικά και ερευνητικά εργαλεία μάθησης. – Ως δυναμικός στόχος, η επίτευξη του οποίου βελτιώνει την ποιότητα της ζωής. Ωστόσο, οι δυσκολίες σχεδίασης και εφαρμογής σοβαρών και αποτελεσματικών προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης είναι αρκετές, γεγονός που παραπέμπει στην αναγκαιότητα παρέμβασης και δράσης όχι μόνο των εκπαιδευτικών, αλλά και των κοινωνικών, παραγωγικών και πολιτισμικών φορέων, που εμπλέκονται στη λειτουργία των προγραμμάτων αυτών, για να απελευθερώσουν τις άκαμπτες -πολλές φορές- και άτεγκτες διοικητικές και γραφειοκρατικές δομές του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ευνοώντας έτσι την εφαρμογή των ευέλικτων αυτών καινοτομικών προγραμμάτων.
Οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις είναι θετικές για την παρέμβαση της Π.Ε. στη λειτουργική ακαμψία του σχολικού μας συστήματος, το ρόλο που μπορεί να παίξει στις σχέσεις σπουδαστών και εκπαιδευτικών, καθώς και στη διασύνδεση σχολείου και κοινότητας. Οι εκτιμήσεις αυτές εμπλέκουν στη διαπραγμάτευση τους, τους άχαρους και τυπικούς ρόλους των εκπαιδευτικών ως απλών εφοδιαστών γνώσεων, τους κυρίαρχους ρόλους του σχολείου για την εισαγωγή των μαθητών στα Α.Ε.Ι. καθώς και τις ψυχο-συναισθηματικές και φιλοσοφικές ευαισθησίες και αντιλήψεις των εκπαιδευτικών μας για τη λειτουργία της διδακτικής πράξης, σε σχέση με τη διαμόρφωση των αυριανών πολιτών. Ωστόσο, η Π.Ε. ως κριτική παρέμβαση κοινωνικής αγωγής, στηριγμένη στον πολυδιάστατο οικολογικό προβληματισμό, αντιμάχεται τα παθολογικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού σχολείου, μέσα από γνώσεις, ικανότητες και αξίες, που βιώνονται στη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα, διαμορφώνοντας φιλοπεριβαλλοντικές στάσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές στην ελληνική και πλανητική κοινωνία. *καθηγητής Περιβαλλοντικών Επιστημών (*) Εισήγηση στο Διήμερο Βήμα Διαλόγου της Κίνησης: Πράσινοι – Αλληλεγγύη, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 14 και 15 Μαρτίου 2015.