Το ευρύτερο κίνημα που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως για την προστασία και διατήρηση του περιβάλλοντος είναι φυσικό να προσεγγίζει άμεσα και τον τομέα της γεωργίας. Έτσι καθώς μια ολοένα αυξανόμενη μερίδα “ευαισθητοποιημένων” καταναλωτών απαιτεί “στο πιάτο της” τρόφιμα υγιεινά, απαλλαγμένα από χημικά κατάλοιπα, ένα -όχι και τόσο νέο- σύστημα γεωργικής παραγωγής που ακούει στο όνομα Βιολογική ή Οικολογική Γεωργία, έρχεται στο επίκεντρο των αγροτικών εξελίξεων και προοπτικών.
Η μορφή αυτή παραγωγής είναι ιδιαίτερα φιλική με το περιβάλλον και γι’ αυτό υποστηρίζεται όχι μόνο από τις οικολογικές οργανώσεις, αλλά και από κάθε πολίτη της “πλανητικής κοινωνίας” που ενδιαφέρεται και “δραστηριοποιείται” για την ποιότητα του περιβάλλοντός του.
Η Οικολογική Γεωργία ευτυχώς, “αγκαλιάζεται” και από πολλά προγράμματα Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης που σήμερα πραγματοποιούνται σε πολλά σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του τόπου μας.
Οι όροι Βιολογική, Οικολογική ή Οργανική Γεωργία αναφέρονται σε ένα εναλλακτικό σύστημα γεωργικής παραγωγής που χαρακτηρίζεται από την ορθολογική και συνετή χρήση φυσικών πόρων.
Το σύστημα αυτό δεν υστερεί σε παραγωγικότητα, περιορίζει σημαντικά τη χρήση συνθετικών χημικών λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων, προστατεύει τον καταναλωτή και το περιβάλλον, αποκαθιστά τη βιολογική ποικιλομορφία και γονιμότητα του εδάφους και είναι περιβαλλοντικά, κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτό.
Με άλλα λόγια, η Οικολογική Γεωργία χρησιμοποιεί ήπιες εναλλακτικές μεθόδους καλλιέργειας, στηριγμένες στη βιολογική ποικιλομορφία και σε φιλοπεριβαλλοντικά μέσα φυτοπροστασίας και λίπανσης, αξιοποιώντας τόσο τα σημερινά τεχνολογικά μέσα, όσο και τις εμπειρίες της τοπικής παράδοσης.
1. Η Οικολογική Γεωργία
Η Βιολογική ή Οικολογική Γεωργία αναπτύσσεται περίπου τα τελευταία 30 χρόνια, αναφέρεται στη φυτική, ζωική και αλιευτική παραγωγή και ορίζεται ως ένα σύστημα διαχείρισης των γεωργικών φυσικών πόρων που περιορίζει σημαντικά τη χρήση συνθετικών χημικών λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων. Γι’ αυτή την εναλλακτική μορφή γεωργικής παραγωγής χρησιμοποιούνται και οι όροι: αειφορική, αυτοϋποστηριζόμενη, βιώσιμη, αναγεννημένη, χαμηλών εξωτερικών εισφορών ή ισοζυγισμένων εισροών, οργανική ή φυσική και βιοδυναμική γεωργία. Από την ποικιλία των ονομασιών αυτών είναι φανερό ότι δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια το περιεχόμενο της Βιολογικής Γεωργίας. Γιατί, για κάθε περίπτωση μιας τέτοιας αγροτικής παρέμβασης υπάρχει ειδική προσέγγιση, ανάλογα με τις κλιματικές, οικονομικές και άλλες συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή βιοκαλλιέργειας.
Η Βιολογική Γεωργία έχει υιοθετηθεί ως όρος στην Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία και Πορτογαλία, η Οικολογική Γεωργία στην Ισπανία, Δανία και Γερμανία, ενώ στην Αγγλία επικρατεί ο όρος Οργανική Γεωργία.
Για την Ελλάδα οι βιολογικές καλλιέργειες “πρωτοακούστηκαν” στη δεκαετία του ‘70, στο χώρο των υγιεινιστών, ως μορφή παραγωγής με “καθαρά” προϊόντα διατροφής. Κατά την πενταετία 1980-85 δημιουργούνται οι αρχικοί πυρήνες ενημέρωσης και δράσης, όπως η συντονιστική επιτροπή βιοκαλλιεργητών, την οποίαν -κατόπιν- διαδέχεται ο σύλλογος οικολογικής γεωργίας Ελλάδος. Αργότερα συγκροτήθηκαν πάμπολλοι σύλλογοι και θεσμικές οργανώσεις που μέχρι σήμερα διαδίδουν, βιώνουν και εφαρμόζουν την ιδέα της βιοκαλλιεργητικής φιλοσοφίας. Ωστόσο και στη χώρα μας ακμάζει σήμερα το μοντέλο της υστερικής εντατικοποίησης και μεγιστοποίησης της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, που μέσω και των αποξηράνσεων, εκχερσώσεων, επιδοτήσεων και κυρίως της αλόγιστης χρήσης χημικών ουσιών στη φυτοκαλλιέργεια και στη φυτοπροστασία, δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην ανθρώπινη -και όχι μόνο- υγεία.
Τα προβλήματα που ακολούθησαν παγκοσμίως με τις “τρελές αγελάδες”, τη “νόσο των πουλερικών”, τη γρίπη των χοίρων και άλλα διατροφικά σκάνδαλα και συμβάντα, προκάλεσαν αυξημένη ανησυχία στους καταναλωτές. Έγκυρες μελέτες ειδικών επιστημόνων και επιστημονικών ιδρυμάτων έδειξαν ότι προκλήθηκε σημαντική επιβάρυνση στο περιβάλλον από την αλόγιστη χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και γεωργικών φαρμάκων, αλλά και στην ανθρώπινη υγεία (1,2,3,4).
Είναι συνεπώς εύλογη η στροφή της πλανητικής κοινωνίας προς τη Βιολογική Γεωργία, ως πρότασης διαμόρφωσης ενός αειφόρου γεωργικού συστήματος και ως βιώσιμης εναλλακτικής λύσης για τις περισσότερο παραδοσιακές προσεγγίσεις της γεωργίας, που μπορεί να προσφέρει “πάλι” υγιεινά και γευστικά αγροτικά προϊόντα. Χρειάζεται όμως η συγκρότηση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για τη βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη, που θα ανασυγκροτήσει παραγωγικά την ύπαιθρο στη χώρα μας, διατηρώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, όπως είναι οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες, το ιδιόμορφο ανάγλυφο του εδάφους και οι -οικογενειακής μορφής- γεωργικές εκμεταλλεύσεις, σε μικρές εκτάσεις, που ευνοούν -κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις- την παραγωγή βιολογικών προϊόντων (5). Βασική όμως προϋπόθεση εφαρμογής μιας τέτοιας σοβαρής αγροτικής πολιτικής, σε εθνικό, αλλά και σε πλανητικό -κυρίως- επίπεδο, είναι η διαμόρφωση μιας βαθιάς “οικολογικής συνείδησης” στους παραγωγούς και στους καταναλωτές αλλά και η μεταβολή του παραγωγικού-καταναλωτικού μοντέλου και τρόπου ζωής των πολιτών της πλανητικής κοινωνίας (2,6).
2. Σκοποί και Στόχοι της Βιολογικής-Οικολογικής Γεωργίας
Οι σκοποί και στόχοι αυτοί, όπως ορίζονται από την IFOAM (International Federation of Organic Agriculture Movements είναι (1,5,6),
• Η αειφορική διαχείριση της γεωργικής γης και η παραγωγή εύγευστων, υγιεινών προϊόντων.
• Η διατήρηση της βιοποικιλότητας των αγροτικών οικοσυστημάτων.
• Η “υποβοήθηση” λειτουργίας των βιολογικών κύκλων των φυσικών οικοσυστημάτων, που “σέβονται” τους μικρο-οργανισμούς, το έδαφος, τη χλωρίδα, αλλά και τις συνθήκες και συνήθειες εκτροφής των ζώων.
• Η εφαρμογή καλλιεργητικών μεθόδων, που αποκαθιστούν και διατηρούν τη γονιμότητα του εδάφους, εφοδιάζοντάς το με επαρκείς θρεπτικές οργανικές ουσίες.
• Η μείωση της προστιθέμενης ενέργειας, μέσω της ελάττωσης εισροών γεωργικών λιπασμάτων, φαρμάκων και φυτοφαρμάκων.
• Η αποφυγή ρύπανσης (κυρίως του εδαφικού και υδροφόρου ορίζοντα), με τη χρήση ήπιων, φιλοπεριβαλλοντικών γεωργικών τεχνικών.
• Η προστασία της υγείας παραγωγών, καταναλωτών και πολιτών.
Οι στόχοι και σκοποί αυτοί έχουν ωθήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) να “αγκαλιάσει” τα τελευταία χρόνια, το χώρο των βιοκαλλιεργειών, θεσπίζοντας κίνητρα για την παραπέρα εξάπλωσή τους.
Έτσι στην Περιβαλλοντική Πολιτική της Ε.Ε. (2078/92) εντάσσεται με σαφήνεια η έννοια της βιολογικής γεωργίας και τα πλαίσια κανονισμών που προβλέπουν ενισχύσεις σε αγρότες οι οποίοι εφαρμόζουν τις αρχές της, στοχεύοντας πάντα σ’ ένα γεωργό ενημερωμένο, ευαισθητοποιημένο και συνειδητοποιημένο, όχι μόνο για την παραγωγή των προϊόντων του, αλλά και για την προστασία του περιβάλλοντός του.
Επίσης προκειμένου να εξασφαλιστεί η γνησιότητα της βιολογικής παραγωγής και η σήμανση ενός προϊόντος, ως βιολογικού, η Ε.Ε. έχει εκδώσει και θέσει σε εφαρμογή από τον Ιούλιο του 1991, τον κανονισμό 2092 για το βιολογικό τρόπο παραγωγής γεωργικών προϊόντων, που καθιστά πλέον τις βιοκαλλιέργειες μέρος του επίσημου σκηνικού της παγκόσμιας γεωργικής ανάπτυξης.
Και τούτο γιατί έχει πλέον διαπιστωθεί ότι το οικολογικό σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας της γεωργικής πράξης σέβεται τη φύση, προσπαθώντας να συνεργαστεί αρμονικά μαζί της. Στη λογική αυτή εντάσσεται -όπως δείχνεται από τη χάραξη των προαναφερόμενων στόχων της βιολογικής γεωργίας- η διατήρηση ενός ζωντανού και υγιούς εδάφους, η διατήρηση της μεγαλύτερης δυνατής ποικιλομορφίας ζωικών και φυτικών οργανισμών στο καλλιεργούμενο οικοσύστημα, ο έλεγχος των φυτοπαρασίτων μέσω της “φυσικής αυτορύθμισης” και ακόμη η όσο το δυνατόν πληρέστερη ανακύκλωση της ύλης και η αποφυγή χρήσης χημικών συνθετικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων (7,8,9).
3. Αρχές και Μέσα της Βιολογικής-Οικολογικής Γεωργίας
Και τούτο γιατί η Βιολογική-Οικολογική Γεωργία χρησιμοποιεί ήπιες μεθόδους καλλιέργειας και μέσα φυτοπροστασίας και λίπανσης που δεν αποτελούν κίνδυνο για το περιβάλλον, αξιοποιώντας τις κατακτήσεις της επιστήμης, της τεχνολογίας και της εγχώριας παράδοσης.
Χρειάζεται όμως να διευκρινιστεί ότι δεν ταυτίζεται απολύτως με την παραδοσιακή γεωργία, ούτε και αποτελεί επιστροφή στη λίθινη εποχή, όπως συχνά της καταλογίζεται, αλλά αξιοποιεί κάθε νέα επιστημονική γνώση, στο βαθμό βεβαίως που αυτή είναι συμβατή με τις φυσικές διαδικασίες, υιοθετώντας ταυτόχρονα και τις πολύτιμες “ξεχασμένες” παραδοσιακές τεχνικές.
Έτσι αντιμετωπίζει τους παράγοντες που καθορίζουν την έκταση και την ποιότητα της παραγωγής “ολιστικά”. Αναγνωρίζει δηλαδή στα αγροτικά οικοσυστήματα, όπως και σε κάθε οικοσύστημα, ότι ο κάθε παράγοντας επηρεάζει και επηρεάζεται από άλλους παράγοντες. Αυτή την ολιστική πραγματικότητα, η Βιολογική Γεωργία θεωρεί κρίσιμη για τις επιλογές και τις πρακτικές της. Με άλλα λόγια οι μεθοδεύσεις της αντιμετωπίζουν τη φύση σαν ένα ζωντανό οργανικό σύνολο που δεν μπορεί να τεμαχιστεί γνωστικά. Και ακόμη θεωρεί ότι ο -έστω αναπόφευκτος, για μεθοδολογικούς λόγους- επιμερισμός των επιστημονικών αρχών, δεν μπορεί να εμποδίζει την προσέγγιση κοινών θετικών επιδιώξεων για τη φύση, την κοινωνία, την οικονομία και την παραγωγή. Γιατί όταν η έρευνα είναι κατατετμημένη και απολύτως εξειδικευμένη, τότε η ενότητα αλλά και η σημασία σπουδής της φύσης, χάνεται. Η Βιολογική Γεωργία συνεπώς δεν αρκείται σε αποσπασματικές γεωργικές πρακτικές, αλλά σε διαδικασίες που λειτουργούν ως συνέπεια και συνέχεια των προηγούμενων και των επόμενων. Γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρεται -για παράδειγμα- απλώς να χρησιμοποιήσει το “κατάλληλο” βιοκτόνο για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα στην καλλιέργεια, αλλά να εντοπίσει την “αιτία” του, σε επίπεδο ολιστικό και μακροπρόθεσμο.
Προς τούτο, βασικές επιλογές, τεχνικές και μέθοδοι εργασίας στις βιοκαλλιέργειες αποτελούν (5,8,9):
• Η άροση σε βάθος, μέχρι 15 cm, για τη διατήρηση των μικρο-οργανισμών του εδάφους.
• Η λιπασματοποίηση-κομποστοποίηση, με τριφύλλι, βίκο, αφαλατωμένα φύκια, ροκανίδια από ελιές, ιχθυάλευρα, οστεάλευρα, αιματάλευρα, ορυκτές ύλες (φωσφορίτης) και κοπριές ζώων που ζυμώνονται και χρησιμοποιούνται ως λίπασμα.
• Η απομάκρυνση ζιζανίων, μόνον όταν αυτά ανταγωνίζονται την αύξηση της καλλιέργειας, όχι με ζιζανιοκτόνα, αλλά με άλλα μηχανικά μέσα και την αμειψισπορά, η οποία, στηριγμένη στην εναλλαγή των καλλιεργειών, χρησιμοποιεί βιολογικά φυτοπροστατευτικά μέσα.
• Ο έλεγχος των ασθενειών, με παγίδες χρωμάτων, τα οποία αντιστοιχούν στους εχθρούς των καλλιεργειών.
4. Οι Βιοκαλλιέργειες στην Ευρώπη
Σήμερα οι βιοκαλλιέργειες σημειώνουν σημαντική αύξηση, στις ευαίσθητες οικολογικά, χώρες της Ευρώπης. Σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε. στις τελευταίες δεκαετίες, πολλαπλασιάστηκαν, κατά πολύ, οι εκτάσεις των αγροτεμαχίων που καλλιεργούνται σύμφωνα με τις αρχές της βιολογικής γεωργίας, ενώ πολλαπλασιάστηκε και η κατανάλωση των βιολογικών προϊόντων στο σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς. Η αύξηση αυτή -μεγαλύτερη ή μικρότερη ανά χώρα- εξαρτάται από την αγροτική της πολιτική, την οικολογική ευαισθησία των πολιτών της, αλλά και από το κύρος, την αξιοπιστία και την υπευθυνότητα τόσο των βιοκαλλιεργητών, όσο και των θεσμικών φορέων της βιολογικής γεωργίας.
Σημαντικοί παράγοντες στη ραγδαία αυτή ανάπτυξη των βιοκαλλιεργειών, τα τελευταία χρόνια, συνιστούν (7,10,11):
• Η έντονη παρουσία, εμπλοκή και δράση των οικολογικών κινημάτων για την προστασία και ποιότητα του ολιστικού περιβάλλοντος, σε τοπικό και πλανητικό επίπεδο, από τη δεκαετία του ‘60. Η φιλοσοφία και δράση των κινημάτων αυτών για την ποιότητα ζωής, κυρίως κατά τη δεκαετία του ‘80, προκάλεσε σημαντική αύξηση της τάσης για παραγωγή και κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, που επηρέασε ενισχυτικά τις προσπάθειες των βιοκαλλιεργητών για παραγωγή υγιεινών και εύγευστων αγροτικών προϊόντων.
• Η επιστημονική έρευνα σε Ινστιτούτα Βιολογικής Γεωργίας, που δεν περιορίστηκε μόνο στην επιστημονική αμφισβήτηση της ποιότητας των συμβατικών γεωργικών προϊόντων, αλλά προμήθευσε και την απαραίτητη τεχνογνωσία για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας.
• Οι κοινές προδιαγραφές (standards) στη νομοθεσία των ευρωπαϊκών χωρών για τα βιολογικά προϊόντα. Γιατί οι προηγούμενες νομοθετικές διαφοροποιήσεις ανά χώρα, δεν διευκόλυναν τη διακίνηση των βιολογικών προϊόντων, έξω από τα σύνορά τους. Έτσι η ψήφιση από το 1991, ενιαίων προδιαγραφών για τις χώρες της Ε.Ε., αλλά και για τις εισαγωγές βιολογικών προϊόντων από τρίτες χώρες, έχει ευνοήσει σημαντικά το κίνημα της οικολογικής γεωργίας, καθώς και την εφαρμογή των αρχών και μεθόδων της.
• Η προώθηση του μάρκετινγκ βιολογικών προϊόντων από χώρες (Δανία, Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία κ.ά.) στις οποίες η παραγωγή, κατανάλωση και διακίνηση βιολογικών προϊόντων έχει ευρέως διαδοθεί και εξαπλωθεί.
• Η ένταξη των προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία στην προβληματική τους, στη θεματική τους και στη μεθοδολογία τους, εμπεριέχουν προβλήματα και ζητήματα, όπως αυτά των βιολογικών προϊόντων, που επηρεάζουν την ποιότητα του συνολικού περιβάλλοντος.
Χρειάζεται όμως η εναλλακτική αγροτική πολιτική ανάπτυξης, στο επίπεδο και της ελληνικής κοινωνίας, να συμπεριλάβει (8,9):
• Την εφαρμογή ταχύρυθμων προγραμμάτων ευαισθητοποίησης, ενημέρωσης και εκπαίδευσης των γεωργών-παραγωγών για τις εξελίξεις του γεωργικού τομέα.
• Την οικονομική, τεχνολογική και θεσμική στήριξη των βιοκαλλιεργητών.
• Τη δημιουργία υποδομών τυποποίησης και εμπορίας των βιολογικών προϊόντων.
• Την εντατικοποίηση ελέγχων στα εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα για την προστασία της παραγωγής “καθαρών” προϊόντων.
• Τη διαμόρφωση συλλογικών υποδομών που μειώνουν το κόστος παραγωγής, βελτιώνουν τις συνθήκες εργασίας και εμψυχώνουν τις νέες γενιές να ασχοληθούν με εργασιακές πρακτικές οι οποίες βελτιώνουν το πραγματικό επίπεδο ποιότητας της ανθρώπινης και μη ζωής.
Ωστόσο, η ανάπτυξη της Βιολογικής-Οικολογικής Γεωργίας και Κτηνοτροφίας αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως είναι (3,9):
• Η έλλειψη τεχνογνωσίας σε ζητήματα που κυρίως αφορούν τη λίπανση και φυτοπροστασία των βιοκαλλιεργειών.
• Η ελλιπής ενημέρωση ή και παραπληροφόρηση των καταναλωτών και των πολιτών για τα βιολογικά προϊόντα.
• Η ανοργάνωτη και περιστασιακή διακίνηση και εμπορία των προϊόντων.
• Η αδύναμη οικονομική στήριξη των βιοκαλλιεργειών κ.ά.
Όμως, παρ’ όλες τις δυσκολίες, η Βιολογική Γεωργία και Κτηνοτροφία είναι επιθυμητή, προσεγγίσιμη και αποδοτική και επιβάλλεται από την αναγκαιότητα προστασίας της φύσης και της υγείας των έμψυχων δημιουργημάτων της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Αγρότης, Περιοδ. Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, τ. 392 και 398, Λευκωσία, Μάρτιος 1998.
2. Αθανασάκης Α., Η Περιβαλλοντική Αγωγή σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, Χρ. Δαρδανός, Αθήνα 2005.
3. Αθανασάκης Α., Η Βιοποικιλότητα ως περιβαλλοντικός πόρος οικολογικής και πολιτισμικής αξίας, Ένωση Ελλήνων Φυσικών, Αθήνα 2010.
4. Αρβανίτης Θ., Εξομολογήσεις ενός βιοκαλλιεργητή, τ. 45, Μεσόγειος SOS, Αθήνα 2004.
5. Γεωργική Τεχνολογία, Αφιέρωμα στη Βιολογική Γεωργία, Γεωργική Τεχνολογία, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1997.
6. ΔΗΩ, Περιοδ. Οργανισμού Ελέγχου και Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων, ΕΚΑ, Ιανουάριος 1996.
7. Λουλούδης Λ., Χημικός ή οργανικός γεωργός: Ένα σύγχρονο δίλημμα, Νέα Οικολογία, τ. 24, Αθήνα 1991.
8. Παλυράκης Ι., Περιβαλλονική Γεωργία, Ψύχαλος, Αθήνα 2003.
9. Παπαχρήστου Λ., Εισήγηση στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Βιολογικής Γεωργίας, Θήβα 26-28 Μαϊου 2006.
10. Παπαϊωάννου Δ., Ένας βιοκαλλιεργητής διηγείται, Νέα Οικολογία, Αθήνα 1988.
11. Πρακτικά Ημερίδας Οικολογικής Κίνησης Πάτρας, Τα φυτοφάρμακα στο πιάτο μας: Η πρόκληση της Βιολογικής Γεωργίας, “Εν αιθρία”, Πάτρα, Απρίλιος 2005.