■ Ακµή και παρακµή µιας παθιασµένης βιωµατικής σχέσης
Το κείµενο αυτό διαπνέεται από µια αξιολογική αντίληψη, η οποία διαµορφώθηκε στον γράφοντα όχι µόνο από τη µελέτη γνωστικών και ερευνητικών δεδοµένων της εκπαιδευτικής επιστηµονικής κοινότητας, αλλά και από την εµπειρία και γνώση που βίωσε ο γράφων στη διάρκεια της 35χρονης πορείας και εφαρµογής του θεσµού της Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστηµα.
Έτσι, ο θεσµός της Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, αξιολογικά θεωρηµένος, µέσω και των έγκυρων ερευνητικών στοιχείων πολλών κρατών του πλανήτη µας, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις εγγενείς αδυναµίες, ατολµίες και δυσκολίες που σχετίζονται µε τη συνεχιζόµενη νοησιαρχία και ακαµψία του εκπαιδευτικού µας συστήµατος. Οι δυσκολίες αυτές ελαχιστοποίησαν την απόδοση λειτουρ-γίας των περιβαλλοντικών προγραµµάτων σε όλες τις βαθµίδες εκπαίδευσης, και κυρίως στη δευτεροβάθµια εκπαίδευση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί µέσω «κεχωρισµένων» γνωστικών αντικειµένων. Και µάλιστα, σε πείσµα της παγκόσµιας εκπαιδευτικής τάσης και στάσης, η οποία συνιστά την ένταξη, προώθηση και διευκόλυνση -θεσµική κυρίως- εκπαιδευτικών προ-γραµµάτων διαµόρφωσης συστηµικής σκέψης, διεπιστηµονικής αντίληψης και πολυεπιστηµονικής πρακτικής στο εκπαιδευτικό µάς σύστηµα.
Όµως, η «απουσία ορατών κερδών» από την εφαρµογή Προγραµµάτων Περιβαλλοντικής Αγωγής και Εκπαίδευσης σχετίζεται και µε τη συσσώρευση δισεπίλυτων κοινωνικών, οικονοµικών, θεσµικών και πολιτισµικών προβληµάτων που συνεχίζουν, συστηµικά, να ταλανίζουν και την ελληνική κοινωνία.
Στα προβλήµατα αυτά εµπεριέχονται και οι χαµηλές τάσεις αυτο-εκτίµησης, συνέπειας και υπευθυνότητας, σηµαντικού µέρους πολιτών της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανεύθυνες συµπεριφορές µελών και στελεχών της διοίκησης, που λειτουργούν ως «πρότυπα» των πολιτών και κυρίως των «αυριανών» πολιτών. Είναι, συνεπώς, φυσικό µια κοινωνία µε «τέτοιες» αξιακές δοµές, λειτουργίες και κατευθύνσεις να αντιµάχεται τους σκοπούς και τους στόχους των Προγραµµάτων Περιβαλλοντικής Αγωγής, τα οποία αντιµετωπίζουν τη διαµόρφωση των αυριανών πολιτών, ως ζήτηµα ηθικής βίωσης, αγωγής και ανάπτυξης. Όλα αυτά σηµαίνουν ότι η εκπαίδευση από το περιβάλλον, µέσα στο περιβάλλον και για το περιβάλλον συνδέεται τόσο µε τη θεσµική, οργανωτική, διοικητική και πολιτική ποιότητα της κοινωνίας όσο και µε το επίπεδο της πολιτισµικής και ηθικής καλλιέργειας των πολιτών της. Όµως, µια τέτοια αξιολογική εκτίµηση που προκύπτει ως αισιόδοξη ή απαισιόδοξη οπτική, αναλόγως των κυρίαρχων κοινωνικο-αξιακών λειτουργιών, δεν αναιρεί την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών εκείνων που λειτουργούν εναλλακτικά, σε µαθησιακό επίπεδο, για την επίτευξη των στόχων της Περιβαλλοντικής Αγωγής. Και ασφαλώς αυτή η ενασχόληση, σ’ αυτούς τους εκπαιδευτικούς, αφήνει µια «πικρή γεύση ευχαρίστησης», η οποία έστω και σαν οξύµωρο, αντιφατικό και αµφίσηµο αίσθηµα, προσφέρει «ικανοποίηση», επειδή µάχονται για την ιδεολογική
προσέγγιση του «ουτοπικού οράµατος» βελτίωσης της ποιότητας ζωής, της δικής τους και, κυρίως, των άλλων.
Και όλα αυτά, γιατί η Περιβαλλοντική Αγωγή ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘80, µε φιλοδοξία «να θραύσει» τις παθολογικές και νοσηρές δοµές και λειτουργίες του εκπαιδευτικού µας συστήµατος, βελτιώνοντας έτσι και την ποιότητά του και -κατ’ ακολουθίαν- αυτή την ίδια την ποιότητα της ζωής µας. Για να βρεθούµε έτσι στη διάρκεια της πορείας εφαρµογής της, πολλές φορές, µάρτυρες ανάπτυξης εµπορευµατοποιηµένων γνωστικών και µεθοδολογικών πρακτικών, που, βασισµένες σε οικονοµικίστικες επιδιώξεις, λειτουργούσαν κυρίως µε τη στήριξη «χορηγών», οι οποίοι βεβαίως χορηγούσαν (χρήµατα), προσδοκώντας όµως και µεγιστοποιηµένα οικονοµικά και διαφηµιστικά οφέλη, µέσω συναλλαγών και δηµοσίων σχέσεων, «διανθισµένων µε ολίγην οικολογική ευαισθησία». Αυτό ασφαλώς δεν σηµαίνει ότι η επιχειρηµατική δραστηριότητα δεν µπορεί να λειτουργεί οικολογικά. Χρειάζεται όµως «ιδιαίτερη προσοχή» στις συναλλαγές της, για να επισηµανθούν τόσο τα χαρακτηριστικά της οικολογικής της ευαισθησίας όσο και η ανιδιοτέλεια των προθέσεων και κινήτρων της.
Σ’ αυτόν το δύσβατο κοινωνικό χώρο αναφοράς, η Περιβαλλοντική Αγωγή και Εκπαίδευση καλείται να προσεγγίσει τους στόχους της, εγχείρηµα δύσκολο, που αναγορεύει τους γνήσιους εκπαιδευτικούς θιασώτες της σε αντι-ήρωες, οι οποίοι αγωνίζονται για µια κοινωνικο-περιβαλλοντική παρέµβαση κοινωνικής και ηθικής αγωγής, η οποία δεν είναι εύκολο να «ανθίσει» στο σηµερινό ζοφερό κοινωνικο-πολιτισµικό αξιακό µας σύστηµα. Όµως, η «γοητεία της ουτοπικής-οραµατικής επιδίωξης» των Προγραµµάτων Περιβαλλοντικής Αγωγής είναι έντονη και ελκυστική, µε τις «συγκινήσεις» που προσφέρει, στη διάρκεια της εφαρµογής τους. Γιατί κι αυτό είναι ένα εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό αθέατο ποιοτικό «κέρδος», που καµιά αξιολογική διαδικασία δεν µπορεί να εκτιµήσει ποσοτικά και στατιστικά. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο, όπως το κοινωνικό, πολιτισµικό και αξιακό αυτό πλαίσιο µέσα στο οποίο ο θεσµός της Περιβαλλοντικής Αγωγής σχεδιάζεται, οργανώνεται και λειτουργεί, να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί σε βάθος, από τους πολιτικούς ταγούς (νέους και παλιούς) του εκπαιδευτικού µας συστήµατος, ενισχύοντας και βελτιώνοντας, κυρίως θεσµικά, την εφαρµογή του, ανυψώνοντας έτσι µέσω της λειτουργίας του, το ήθος, την αξιοπρέπεια, την υπευθυνότητα, την αξιοπιστία και την αυτονοµία των αυριανών πολιτών.
*Ο ∆ρ. Αρτέµης Μιχ. Αθανασάκης M.Sc., M.Ed
είναι καθηγητής Φυσικών και Περιβαλλοντικών Επιστηµών